ΤΑ δύο κοριτσάκια, δίδυμα, τεσσάρων χρόνων, είναι χαρούμενα γιατί είναι στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς στη θάλασσα. Η χαρά τους ανείπωτη… Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, για να ξεδιπλώσουμε μία από τις μικρές, πικρές μας ιστορίες.

Ύστερα από τέσσερα χρόνια, το ζευγάρι, αποφάσισε να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Τα δίδυμα, τα δύο όμορφα κοριτσάκια τους, έγιναν τεσσάρων. Σκέψη του πατέρα να αφήσουν τα παιδιά στους γονείς του, και να φύγουν για είκοσι ημέρες οργανωμένη εκδρομή και να πάνε μέχρι το Παρίσι, τη πόλη του φωτός και άλλες πρωτεύουσες χωρών της Ευρώπης, με το γκρουπ των συναδέλφων του. Ο Βασίλης και η Σοφία πήραν τις δύο δίδυμες, με μια μικρή βαλίτσα και έφτασαν στο μικρό παραθαλάσσιο εξοχικό των γονέων του Βασίλη.

Και όταν λέμε παραθαλάσσιο, εννοούμε ένα μικρό χαριτωμένο παλιό σπιτάκι, δίπλα στο κύμα. Τρία δωμάτια, κουζίνα και τα λοιπά, στολισμένα περίμεναν τις εγγονές, την Μαρία και την Ντίνα. Ο παππούς (ο κ. Κώστας) και η γιαγιά (η κ. Μαρία) δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους που, επιτέλους θα είχαν μαζί τους τις εγγονές τους για τόσες πολλές ημέρες.

Η μητέρα των κοριτσιών έδινε συμβουλές στην πεθερά της: «να μην τις κακομαθαίνει, να κοιμούνται το μεσημέρι, τίποτε το ιδιαίτερο στο φαγητό, όχι γλυκά και παγωτά, να διαβάζουν λίγο γιατί το χειμώνα θα πάνε σχολείο και να υπάρχει γενικώς η γνωστή πειθαρχία. Εμείς θα τηλεφωνάμε κάπου-κάπου αλλά εσείς μπορείτε να τηλεφωνάτε στο κινητό του Βασίλη που θα το έχει μαζί του αρκεί να υπολογίσετε τη διαφορά των ωρών που θα έχουμε εκεί που θα είμαστε. Εμείς θα σας αφήσουμε το πλήρες πρόγραμμα του ταξιδίου για να ξέρετε πού βρισκόμαστε κάθε μέρα».

Οι μικρές (η Μαρίκα και η Ντίνα) πήγαν με τη μαμά, τον μπαμπά, τη γιαγιά και τον παππού για μπάνιο. Παίξανε, τρέξανε, πέταξαν νερό στη γιαγιά με τις χούφτες τους, γέλασαν με την καρδιά τους κι έφαγαν, όλοι μαζί, μαριδούλες, μπριζολάκια, χορταράκια και σαλάτα, στην ταβέρνα του Θανάση, που είναι κοντά στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς.

Οι γονείς των κοριτσιών, μετά το φαγητό, φίλησαν τα μικρά, τους είπαν ν’ ακούν τον παππού και τη γιαγιά, φίλησαν τους γονείς και τους είπαν να είναι αυστηροί και ήταν όλοι τους καλά κι εμείς καλύτερα.

Οι πρώτες πέντε ημέρες ονειρεμένες για τις μικρές και για τους μεγάλους. Πρωινό, όλοι μαζί, με τα συνηθισμένα και τ’ απαγορευμένα, ώρα για μπάνιο, να καταβρέξουμε τη γιαγιά που κάνει ηλιοθεραπεία, να χτίσουμε στην άμμο, να βρούμε αχιβάδες και να πάμε με τον παππού να δούμε τι καλό έβγαλαν οι ψαράδες.

Η Μαρίκα ήθελε να φοράει το σκούφο της να μη βραχεί η κόμη και η Ντίνα ήθελε χύμα το εβένινο μαλλί της, να το ανακατεύει το αρμυρό αεράκι. Και οι δύο, μετά το μπάνιο, απ’ το χεράκι τον παππού, περίπατο δίπλα απ’ τη θάλασσα και πότε κάποιο παγωτό, ξυλάκι σοκολάτα, πότε μια σοκολάτα ή αναψυκτικό και να μην πείτε τίποτα στη γιαγιά γιατί θα φωνάζει.

«Πάμε να φύγουμε. Να πάρουμε τα χρυσαφικά μου, τα ρούχα των παιδιών και να φύγουμε. Βγάλε το αυτοκίνητο, πάρε τα χαρτιά σου και το πορτοφόλι σου και πάμε να φύγουμε» είπε η γιαγιά.

«Δεν βλέπω να φτάνει η φωτιά σε μας. Ο αέρας είναι από την αντίθετη πλευρά. Μέχρι να φύγουμε θα την έχουν σβήσει. Δεν βλέπω να φτάνει φωτιά εδώ. Αφού θέλεις θα φύγουμε. Πάρε τα πράγματα που θέλεις, πάρε τα κορίτσια και πήγαινε στ’ αυτοκίνητο και έρχομαι. Θα βάλω στη βαλίτσα δύο ρούχα και ψιλοπράγματα δικά μου και για καλό και για κακό φεύγουμε».

Τέσσερα μαδέρια και καινούργιες λαμαρίνες σκέπαζαν το γκαράζ με το αυτοκίνητο. Τρεις ψυχές, δύο λουλουδένιες αμόλυντες και μια λεβέντικη αρχόντισσα, κάθονταν στ’ αυτοκίνητο, όσο ο παππούς μάζευε βιαστικά τα λιγοστά αναγκαία. Η φωτιά δεν ήταν μακριά τώρα. Ο άνεμος, ο σφοδρός, έχει τη δική του δύναμη και κατεύθυνση.

Η φωτιά είχε φτάσει, ήταν δίπλα. Ένας δυνατός θόρυβος σκέπασε τη βοή της κόλασης. Τρία μαδέρια, το ένα μετά το άλλο, αγκαλιά με τη φωτιά και τον άνεμο, έπεσαν πάνω στο αυτοκίνητο. Οι φλόγες αγκάλιασαν το αυτοκίνητο και από τα ανοιχτά παράθυρα έβαλαν στόχο τα όμορφα μαλλιά των κοριτσιών. Η γιαγιά έβγαλε από το στόμα της κάτι σαν κραυγή πνιγμένη, βραχνή, με το όνομα του άνδρα της. Ο κ. Κώστας βγήκε τρέχοντας και είδε το αυτοκίνητο σκεπασμένο με τις φλόγες των δοκαριών και την πυρακτωμένη λαμαρίνα. Πέταξε την βαλίτσα, πήρε τη φόρα που του επέτρεπαν τα χρόνια του και πήδηξε στην οροφή του αυτοκινήτου λίγο πριν την έκρηξη.