Η κυβέρνηση Γκίλαρντ παραμένει νεκρή, εκλογικά, πιστοποιεί και η τελευταία δημοσκόπηση της Newspoll για την εφημερίδα «The Australian». Η επίδειξη δυναμισμού, κατά τον πρόσφατο ανασχηματισμό, και η αντικατάσταση του παραιτηθέντος, Κέβιν Ραντ, από τον πρώην πρωθυπουργό της Νέας Νότιας Ουαλίας, Μπομπ Καρ, δεν άλλαξαν την τύχη του κυβερνώντος κόμματος.
Η ψήφος του στην πρώτη κατανομή έπεσε, πάλι, στα επίπεδα του Δεκεμβρίου 2011, περιορίζοντας σε θαύμα, μόνο, τη νίκη του στις εθνικές εκλογές του 2013.
Η πρωθυπουργός «τσίμπησε» κάποιες προτιμήσεις και προηγείται του Τόνι Άμποτ ως «καταλληλότερη» πρωθυπουργός, αλλά η πρωτοπορία της κρίνεται «ασήμαντη», εκλογικά, αφού δεν συνοδεύεται από ανάκαμψη και του Εργατικού Κόμματος.
Η πτωτική τάση της ψήφου του Εργατικού Κόμματος, που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις πολλών μηνών, εξακολουθεί να προκαλεί κατάθλιψη στα μέλη της κυβέρνησης και τους επιτελικούς του Εργατικού Κόμματος, ενώ αφήνει ανοιχτό το θέμα της ηγεσίας.
Ο θρίαμβος της πρωθυπουργού στην πρόσφατη αναμέτρησή της με τον Κέβιν Ραντ για την πρωθυπουργία σταθεροποίησε το κλίμα στο εσωτερικό της κυβέρνησης, αλλά δεν έκλεισε οριστικά το θέμα της ηγεσίας.
Οι υποστηρικτές της πρωθυπουργού επιμένουν, ότι η κ. Γκίλαρντ θα ηγηθεί του κόμματός τους στις εκλογές. Στο χώρο της κυβέρνησης εξακολουθεί να υπάρχει, όμως, υποβόσκουσα δυσαρέσκεια –ιδιαίτερα μεταξύ των βουλευτών που εκλέγονται σε οριακές έδρες και απειλούνται με αφανισμό– για την αδυναμία της κυβέρνησης να αντιστρέψει το αντικυβερνητικό ρεύμα.
Η ψήφος του Εργατικού Κόμματος στην πρώτη καταμέτρηση έπεσε, πάλι, στο 31% επτά ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το ποσοστό που είχε λάβει στις εθνικές εκλογές του 2010 και 12 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από την αντίστοιχη ψήφο του Συνασπισμού των συντηρητικών κομμάτων.
Με αυτά τα δεδομένα, το Εργατικό Κόμμα απειλείται με συντριβή και παραμονή στην αντιπολίτευση επί πολλά χρόνια. Αν το 38%, που έλαβε στις εκλογές του ’10 δεν του επέτρεψε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση το 31% προδιαγράφει την επιστροφή του στην αντιπολίτευση ακόμη και με τη στήριξη των Πρασίνων.
Προβληματισμένη πρέπει να είναι και η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης από την πτώση της ψήφου της συντηρητικής παράταξης στις τελευταίες δύο δημοσκοπήσεις και την παράλληλη πτώση της δημοτικότητας του κ. Άμποτ.
Η ψήφος του Συνασπισμού στην πρώτη κατανομή έπεσε δύο ποσοστιαίες μονάδες στο 43%, ελάχιστα κάτω από το 43,6% που είχε λάβει στις προηγούμενες εκλογές και που δεν του έδωσαν τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης.
Όμως, η αξιωματική αντιπολίτευση διατηρεί τη δύναμή της στη δεύτερη κατανομή, μετά τη διανομή των σταυρών δεύτερης προτίμησης των ψηφοφόρων των άλλων κομμάτων ο Συνασπισμός συγκεντρώνει το 53% των ψήφων έναντι 47% του Εργατικού Κόμματος.
Άμεσα ωφελημένοι από τη διακύμανση της ψήφου των κομμάτων εξουσίας είναι οι ανεξάρτητοι, που στη δημοσκόπηση της Δευτέρας συγκέντρωναν 14% των ψήφων, ενώ οι Πράσινοι διατηρούν το 12%, που είναι ο μέσος όρος της δύναμής τους.
Η κ. Γκίλαρντ αδυνατεί, ακόμη, να πείσει τη μάζα των ψηφοφόρων για την ορθότητα των επιλογών της. Δύο στους τρεις ψηφοφόρους (62%) αποδοκιμάζουν το έργο της, αναλογία που ενδέχεται να αυξηθεί μετά την πρώτη Ιουλίου, που θα επιβληθεί ο φόρος διοξειδίου του άνθρακα (carbon tax). Στην ίδια, περίπου, μοίρα βρίσκεται και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με 58% των ψηφοφόρων να λένε «όχι» στις επιλογές του και 32% να τις επιδοκιμάζουν.
Η πρωθυπουργός πιστώθηκε από μικρό ποσοστό ψηφοφόρων, 3% περίπου, για την επιβολή της απόφασής της να ενισχύσει την κυβέρνηση με την τοποθέτηση του βετεράνου, Μπομ Καρ, στο υπουργείο Εξωτερικών, αλλά όχι αρκετά για να θριαμβολογεί. Το 39% των ψηφοφόρων, που την εγκρίνουν ως καταλληλότερη πρωθυπουργό είναι αναστρέψιμο, καθώς ο Τόνι Άμποτ έπεται σε απόσταση αναπνοής.
Οι Εργατικοί έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους για ανάκαμψη στον συντονισμένο πόλεμο κατά του κατεστημένου, που η κυβέρνηση προβάλλει ως «επιστροφή του Εργατικού Κόμματος στις παραδοσιακές αρχές και αξίες του». Όμως, η πρόσφατη σύγκρουση του θησαυροφύλακα με τους μεγιστάνες της εξορυκτικής βιομηχανίας και οι παράλληλες επιθέσεις άλλων μελών της κυβέρνησης στην «ολιγαρχία που λυμαίνεται τον πλούτο της χώρας» δεν αφύπνισε τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του κόμματος.
Προφανώς, οι «βιοπαλαιστές» τους οποίους η κυβέρνηση προσπαθεί να ξανακερδίσει δεν πείθονται με σλόγκαν εντυπωσιασμού και λαϊκίστικες μεγαλοστομίες.