Το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας, ίσως κρίνει την τύχη του φόρου υπερκερδών της εξορυκτικής βιομηχανίας, που ψήφισε προχθές η κοινοπολιτειακή Γερουσία.
Μεγιστάνες της εξορυκτικής βιομηχανίας απειλούν, με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, της συνταγματικότητας του φόρου, που η γερουσία πέρασε με 38 ψήφους υπέρ και 32 κατά.

Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει και τον κίνδυνο καταψήφισης από τους Πράσινους του φορολογικού σκέλους του νόμου περί Φορολογίας των Υπερκερδών της Εξορυκτικής Βιομηχανίας, που προβλέπει τη μείωση του φόρου κύκλου εργασιών επιχειρήσεων από 30% σε 29%.

Η κυβέρνηση εξήγγειλε τη μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων σε δύο στάδια. Την 1η Ιουλίου 2012, που θα επιβληθεί ο φόρος υπερκερδών, θα μειωθεί ο φόρος κύκλου εργασιών επιχειρήσεων με τζίρο μέχρι 2 εκ. δολάρια και από την 1η Ιουλίου 2013 ο φόρος κύκλου εργασιών με τζίρο πάνω από δυο εκατομμύρια δολάρια.
Οι Πράσινοι αντιτίθενται στη μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων, ο τζίρος των οποίων υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια και προειδοποιούν την κυβέρνηση για την αρνητική ψήφο τους στη γερουσία. Απαιτούν, δε, την επιβολή φόρου υπερκερδών στο χρυσό, στο ουράνιο και τα σπάνια μέταλλα.

Η πρωθυπουργός απαντά, ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να κάνει καμία υποχώρηση στο θέμα της φορολογίας επιχειρήσεων και καλεί τους Πράσινους να στηρίξουν τις ριζοσπαστικές φορολογικές επιχειρήσεις, που θα ενισχύσουν εκατομμύρια μικρές επιχειρήσεις και φορολογούμενους πολίτες.

Η κ. Γκίλαρντ υπενθυμίζει, ότι από το φόρο των υπερκερδών της εξορυκτικής βιομηχανίας θα ωφεληθούν άμεσα 3,6 εκ. χαμηλόμισθοι πολίτες, στην πλειοψηφία τους γυναίκες με περιορισμένες δυνατότητες αποταμίευσης.

 Την προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο μεθοδεύει ο ιδιοκτήτης της εταιρείας μεταλλευμάτων Fortescue, Andrew Forrest, με τη στήριξη της κυβέρνησης της Δυτικής Αυστραλίας. Εκπρόσωπος της εταιρείας Fortescue δηλώνει, ότι ο φόρος υπερκερδών είναι «κακοσχεδιασμένος» και ο φόρος βαραίνει δυσανάλογα τις πολιτείες με πλούσιο υπέδαφος.

Ο πρωθυπουργός της Δυτικής Αυστραλίας, Colin Barnett, κατηγορεί ην κοινοπολιτείας, ότι «με την επιβολή του φόρου υπερκερδών σφετερίζεται τον ορυκτό πλούτο που ανήκει στις πολιτείες» και δηλώνει έτοιμος «να στηρίξει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά του φόρου».

Ο έτερος μεγιστάνας της εξορυκτικής βιομηχανίας, Clive Palmer, που απείλησε, αρχικά, με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, απέσυρε την απειλή και καταγγέλλει τους Πρασίνους για συνεργασία με διάφορες ξένες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης και της αμερικανικής CIA, για την υπονόμευση της εξορυκτικής βιομηχανίας της Αυστραλίας.
Ο αρχηγός των Πρασίνων, γερουσιαστής Bob Brown, χαρακτηρίζει «γελοίες» τις καταγγελίες του κ. Palmer, που προκαλούν τη νοημοσύνη του αυστραλιανού λαού.
Η πρωθυπουργός δηλώνει «απτόητη» από τις απειλές για προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, διότι ο νέος φόρος δεν είναι φόρος ορυκτού πλούτου, αλλά φόρος των κερδών των επιχειρήσεων.

«Η κοινοπολιτεία φορολογεί τα κέρδη επιχειρήσεων από της ιδρύσεως του επίσημου κράτους, κατά συνέπεια δεν υφίσταται θέμα συνταγματικότητας της φορολογίας» σχολιάζει και προσθέτει, ότι στόχος της κυβέρνησης είναι «η παροχή του μεριδίου που αναλογεί σε κάθε πολίτη από την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας».
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να δέχεται τα πυρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για το φόρο υπερκερδών. Ο αρχηγός του Συνασπισμού, Tony Abbott, διακηρύττει ότι η κυβέρνησή του «θα ακυρώσει το φόρο υπερκερδών, που μαζί με τον άλλο τοξικό αδελφό του, το φόρο διοξειδίου του άνθρακα απειλούν την εθνική οικονομία».
Τέλος, η επίσης Φιλελεύθερη κυβέρνηση της Νέας Νότιας Ουαλίας, απειλεί με αύξηση των τελών εκμετάλλευσης ορυκτού πλούτου (Royalties) παρά τια απειλές της κυβέρνησης για λήψη δραστικών μέτρων.

 Αυστραλοί νομομαθείς εκφράζουν διαφορετικές εκτιμήσεις για  την επιτυχία ή μη τυχόν προσφυγής της Forstecue στο Ανώτατο Δικαστήριο. Συμφωνούν, όμως, ότι κάποια στιγμή πρέπει να διασαφηνιστεί οριστικά ποια δικαιοδοσία, κοινοπολιτεία η πολιτείες, ελέγχουν τον υπόγειο πλούτο, άρα έχουν και το δικαίωμα εκμετάλλευσης του πλούτου αυτού.

 Υπενθυμίζεται, ότι ο φόρος υπερκερδών προωθήθηκε από την κυβέρνηση Ραντ το 2010. Το σχέδιο Ραντ προέβλεπε φόρο 40% στα υπερκέρδη των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης ορυκτών μετάλλων, πρόβλεψη που μαζί με το φόρο διοξειδίου του άνθρακα οδήγησαν στην ανατροπή από την Τζούλια Γκίλαρντ. Η πρωθυπουργός διαπραγματεύτηκε επιτυχώς με τις τρεις μεγαλύτερες εταιρείες, BHP Billiton, Rio Tinto και Xstrata   την επιβολή φόρου 30% και την εξαίρεση του χρυσού, του ουρανίου και των σπάνιων μετάλλων από το φόρο.

Στις δηλώσεις της, μετά την ψήφιση το νόμου από τη γερουσία η πρωθυπουργός τόνισε, ότι ο λαός θα μοιραστεί τα 11 δισεκατομμύρια δολάρια έξτρα εισόδημα, που θα μπει στον κρατικό κορβανά από τη φορολογία των υπερκερδών.

Οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν, ότι οι υπολογισμοί της κυβέρνησης είναι «αισιόδοξοι» και ότι το ύψος του έξτρα εισοδήματος θα καθοριστεί από τη ζήτηση των ορυκτών μας από την αγορά, ιδιαίτερα από την Κίνα, που ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της έπεσε σε μονοψήφια ποσοστά.