Ο φόρος υπερκερδών των βιομηχανιών εξόρυξης και εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της Αυστραλίας (Mining Tax) πέρασε προχθές και από την κοινοπολιτειακή Γερουσία και από την 1η Ιουλίου θα τεθεί σε ισχύ.
Η κυβέρνηση διακηρύττει, ότι ο φόρος υπερκερδών και η συζυγής μείωση του φόρου κύκλου εργασιών επιχειρήσεων μαζί με το φόρο διοξειδίου άνθρακα είναι «οι μεγαλύτερες φορολογικές μεταρρυθμίσεις της μεταπολεμικής περιόδου».
Μεταρρυθμίσεις, που απαίτησαν δύο χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων με τα άλλα πολιτικά κόμματα, τους ανεξάρτητους βουλευτές και τον επιχειρηματικό κόσμο και τη δραματική ανατροπή του πρώην πρωθυπουργού, Κέβιν Ραντ, από την Τζούλια Γκίλαρντ, πριν ολοκληρώσει την πρώτη θητεία του ως πρωθυπουργός της χώρας.
Ενδέχεται, δε, η κυβέρνηση Γκίλαρντ να πληρώσει βαρύτερο τίμημα στις επόμενες εκλογές, την ήττα της, αν η αποζημίωση που υπόσχεται στο μέσο πολίτη δεν καλύψει την αύξηση του κόστους ζωής, εξ αιτίας του φόρου διοξειδίου του άνθρακα, και ο φόρος των υπερκερδών της εξορυκτικής βιομηχανίας δεν αποδώσει στο μέσο πολίτη το μέρισμα από την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου, που του υπόσχεται η κυβέρνηση.
Βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης για την επιβολή φόρου υπερκερδών είναι, ότι ο ορυκτός πλούτος που εκμεταλλεύεται και θησαυρίζει μία επιχειρηματική ολιγαρχία είναι «περιουσία όλων των Αυστραλών» και ως εκ τούτου «δικαιούμαστε όλοι μερίδιο από την εκμετάλλευση του μη ανανεώσιμου ορυκτού πλούτου».
Κατά τις εκτιμήσεις του κοινοπολιτειακού θησαυροφυλακίου η φορολόγηση των υπερκερδών των μεγιστάνων της εξορυκτικής βιομηχανίας –που ανέρχονται σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια– θα βάλλουν στον κρατικό κορβανά έντεκα, περίπου, δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία η κυβέρνηση θα μοιράσει στους επιχειρηματίες και στους χαμηλόμισθους πολίτες.
Ο νόμος προβλέπει μείωση του φόρου κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων από 30% σε 29%, κατά τον πρώτο χρόνο επιβολής του φόρου υπερκερδών, για επιχειρήσεις με τζίρο δύο εκατομμύρια δολάρια εκατομμύρια –μικρομεσαίες επιχειρήσεις– και από το οικονομικό έτος 2013 σε όλες τις επιχειρήσεις.
Ο νόμος προβλέπει, επίσης, αύξηση της υποχρεωτικής εισφοράς εργοδοτών στο εφάπαξ των εργατοϋπαλλήλων τους από 9% που είναι με σήμερα σε 12% των αμοιβών τους σταδιακά μέχρι το 2020 με τη μεγαλύτερη αύξηση, 9,25% το οικονομικό έτος 2013. Υπολογίζεται, ότι το μέτρο αυτό θα ενισχύσει 3,6 εκατομμύρια εργαζομένους, περίπου ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού της χώρας, εκ των οποίων δύο εκατομμύρια είναι εργαζόμενες γυναίκες με περιορισμένες δυνατότητες αποταμίευσης για τα γεράματά τους.
Ο νόμος προβλέπει, ακόμη, την παροχή φορολογικών απαλλαγών σε πολίτες με εισόδημα κάτω των $40,000 επί των εισφορών σε ταμεία επιλογής τους.
Υπολογίζεται, ότι τα μέτρα που θα υλοποιηθούν μετά την 1η Ιουλίου τρέχοντος θα ωφελήσουν 810,000 εργαζόμενους στη Βικτωρία, 900,000 στην Κουηνσλάνδη, 260,000 στη Νότια Αυστραλία, 360,000 στη Δυτική Αυστραλία, 30,000 στην Τασμανία και 50,000 στην Περιφέρεια Πρωτευούσης (ACT).
Ο μεγάλος αριθμός των απλών πολιτών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που θα ωφεληθούν από τα νέα μέτρα, είναι το ισχυρό πολιτικό όπλο της κυβέρνησης κατά των απειλών των Πρασίνων να «εμβολίσουν» τις φορολογικές περικοπές, αν η κυβέρνηση απορρίψει τις προτάσεις τους για επιβολή του φόρου υπερκερδών και στο χρυσό, στο ουράνιο και τα σπάνια μέταλλα και τον περιορισμό των φορολογικών περικοπών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις μόνο.
Οι Πράσινοι λαϊκίζουν, ως συνήθως, διότι γνωρίζουν τη δεδηλωμένη θέση της κυβέρνησης «εφαρμογή του νόμου ως έχει» και την αποφασιστικότητα της πρωθυπουργού να μην διακινδυνεύσει ψήφους με νέα αναδίπλωσή της στο θέμα του φόρου υπερκερδών – ζημίωσε αρκετά το Εργατικό Κόμμα από τη μείωση του φόρου υπερκερδών από 40%, που είχε προτείνει η κυβέρνηση Ραντ σε 30% από την κυβέρνηση Γκίλαρντ.
Ματαιοπονούν και οι «αντάρτες» της βιομηχανίας μεταλλευμάτων και οι συνοδοιπόροι τους, Φιλελεύθεροι πρωθυπουργοί της Νέας Νότιας Ουαλίας και της Δυτικής Αυστραλίας. Η κινδυνολογία τους, για «μαρασμό» της εξορυκτικής βιομηχανίας και για «απώθηση» εγχώριων και ξένων επενδύσεων στον κλάδο αντικρούονται από τις αυξανόμενες επενδύσεις. Οι επενδύσεις στον κλάδο το 2013 θα ανέλθουν στα 120 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσά που πιστοποιούν τη βεβαιότητα των επενδυτών στην αντοχή του κλάδου και στην αποκομιδή υψηλών κερδών.
Όσο για την προσπάθεια του ιδιοκτήτη της Fortescue, Andrew Forrest, να εκμεταλλευθεί την ασάφεια του συντάγματος, όσον αφορά τον δικαιωματικό έλεγχο του ορυκτού πλούτου της χώρας κρίνεται αποτυχημένη εκ προοιμίου διότι, κατά την άποψη συνταγματολόγων, η κοινοπολιτειακή δικαιοδοσία υπερισχύει των πολιτειακών. Το σχετικό άρθρο του Συντάγματος (Άρθρο 114) ορίζει τις πολιτείες ως συνιστώσες της κοινοπολιτείας, όχι ανεξάρτητες δικαιοδοσίες.
Ο μοναδικός κίνδυνος για την κυβέρνηση είναι η αγορά. Αν η διεθνής αγορά – ιδιαίτερα η Κίνα – συνεχίσει να αγοράζει τα ορυκτά της Αυστραλίας η κυβέρνηση θα μπορέσει να διανείμει τα χρήματα που υπόσχεται. Αν η αγορά «κάνει κοιλιά» κυβέρνηση και λαός θα υποστούμε τις συνέπειες της κάμψης.
Υπάρχει και ένας άλλος, αόρατος κίνδυνος, η αμερικανική CIA, που κατά το γραφικό δισεκατομμυριούχο, Clive Palmer, πριμοδοτεί την υπονόμευση της εξορυκτικής βιομηχανίας από τους Πρασίνους. Η μωρία του κ. Palmer συμβαδίζει με τον πλούτο του.