Υπάρχουν δύο ρεύματα Ιστορίας. Απ’ τη μία, η Ιστορία που βλέπει τον κόσμο δοξαστικά, τις φρίκες του παρελθόντος ως μοναδικά συμβάντα, ως το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για να φτάσουμε στον δυτικό πολιτισμό του σήμερα. Αυτή είναι η Ιστορία μεγάλων ανδρών, βασιλέων, πολέμαρχων και λοιπών, η παρουσία των οποίων στα ιστορικά κείμενα δείχνει σημαντικότερη από τις κατακριτέες πράξεις τους. Από την άλλη, μια Ιστορία που υπερβαίνει τα πρόσωπα, βλέπει τη μετάβαση από φρίκη σε φρίκη, δεν δέχεται άκριτα το “καλύτερο αύριο” και εναντιώνεται σε κάθε σχετικό ψεύδος. Η δουλειά του Michel Foucault ανήκει στη δεύτερη παράδοση.

Ο Foucault ξεκινώντας από την τελετουργία του βασανιστηρίου, ενός φαινομένου που τον καιρό της συγγραφής του βιβλίου φαινόταν να αρμόζει μόνο σε καιρούς πολέμου και σε “υπανάπτυκτα” καθεστώτα, ανιχνεύει βήμα-βήμα τις μεταβολές των δικαστικών/ποινικών συστημάτων διαμέσου των αιώνων, τις κοινωνικές συνθήκες και πράξεις που τις παρήγαγαν τα αποτελέσματά τους έξω από τους χώρους απονομής δικαιοσύνης και τέλεσης των ποινών. Μέσω αυτής της πορείας, ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον ως παθητικός δέκτης της εξουσίας αλλά ως το αποτέλεσμά της και όσο η εξουσία αυτή επιτυγχάνει, το ανθρώπινο σώμα επιστρατεύεται πληρέστερα ως εργαλείο της.
Ο Foucault εντοπίζει την παραγωγικότητα της εξουσίας σε μεθόδους που ξεκινούν από και επιστρέφουν σε ορισμούς του κανονικού και του μη-κανονικού, μίας γνώσης αυτού το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυτής της εξουσίας ως χώρος προς διαμόρφωση και υποκείμενό της ως κατάφαση σ’ αυτή. Η γνώση αυτή είναι που επιτρέπει στους πειθαρχικούς μηχανισμούς να ξεφύγουν από το δικαστικό πλέγμα και να διαχυθούν σε όλη την κοινωνία: ο “κανονικός” μαθητής του σχολείου σε αντίθεση με τον “μη-κανονικό”, τον απείθαρχο, αυτόν με τις χαμηλές επιδόσεις τον οποίον στοχεύει να αναδιαμορφώσει η παιδαγωγική• ο “κανονικός” υγιής άνθρωπος σε αντίθεση με τον “μη-κανονικό” ασθενή στον οποίον απευθύνεται η ιατρική.

Το πλέον πολυσυζητημένο τμήμα του βιβλίου, βέβαια, δεν είναι άλλο από την θεωρία του πανοπτισμού. Το Πανοπτικόν του Jeremy Bentham ήταν ένα αρχιτεκτονικό μοντέλο φυλακής, στο οποίο ένας κεντρικός πύργος τοποθετημένος στο κέντρο του κτίσματος, παρείχε στους δεσμοφύλακες ορατότητα σε έναν δακτύλιο στον οποίον βρίσκονταν τοποθετημένα τα κελιά των κρατουμένων. Το μοντέλο αυτό, αντιστοίχιζε σε κάθε κρατούμενο ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα που διευκόλυνε τον έλεγχο των πράξεών του, ενώ παράλληλα, δίνοντας μία μονόδρομη ορατότητα από τον πύργο στα κελιά, εξασφάλιζε την πειθαρχία μέσω της πιθανότητας της εποπτείας και όχι μέσω της εποπτείας καθ’εαυτής. Ο κρατούμενος δεν γνωρίζει πότε και αν παρακολουθείται.

Σύμφωνα με τον Foucault, στην ιδέα του Πανοπτικού μπορούμε να αποδώσουμε τη μορφή των σύγχρονων μηχανισμών επιτήρησης, όπως είναι η αστυνομία, η εποπτεία στην εργασία και την εκπαίδευση και οποιαδήποτε άλλη ιεραρχική διάχυση των πειθαρχικών μηχανισμών. Το Πανοπτικόν παρουσιάζεται ως η αποτελεσματικότερη μέθοδος της εξουσίας, ο πληρέστερος τρόπος να παραχθεί το εκάστοτε κανονικό και να αναπαραχθεί το καθεστώς της.

* Πολλά στοιχεία και αποσπάσματα δανείστηκα από το σχετικό άρθρο του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου στο http://www.culturenow.gr