Στο μετρό, ανεβαίνοντας με τη Northern line στο Sadler’s Wells, μοιράζουν δωρεάν την Evening Standard που σήμερα φιλοξενεί μια εξαιρετικά καλή κριτική για την πρεμιέρα του The Great Tamer: ‘υπέροχα συγκινητική’ χαρακτηρίζει την παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Σπάνιες στιγμές υπερηφάνειας για τους Έλληνες, όταν ένας «δικός μας» καλλιτέχνης καταφέρνει να υπερβεί την αναγνώριση από την παροικία και να απλωθεί σε όλη την πόλη. Αυτή μάλλον ήταν η τυχερή μας εβδομάδα με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου να παίρνει άριστες κριτικές για τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία του The Great Tamer και την νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου να κάνει πρεμιέρα στο London Film Festival.
O Παπαϊωάννου δεν ήταν καθόλου γνωστός στο βρετανικό κοινό μέχρι τώρα. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που παρουσιάζει στην Αγγλία έργο του μετά την Πρώτη Ύλη το 2016 και πάλι στο πλαίσιο του διεθνούς φεστιβάλ Dance Umbrella. Το The Great Tamer έχει ήδη παρουσιαστεί σε περισσότερες από 20 πόλεις λιγότερο ή περισσότερο εξωτικές όπως η Ταϊβάν και η Σεούλ. Από το Λονδίνο θα συνεχίσει στην Ελβετία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, τις ΗΠΑ, τον Καναδά και τον Φεβρουάριο στην Αυστραλία στο φεστιβάλ του Περθ. Αμέσως μετά ο Παπαϊωάννου θα επιστρέψει στο Sadler’s Wells με το Since She και το Tanzteatre Wuppertal Pina Bausch. Είναι ο πρώτος χορογράφος που παρουσιάζει έργο με την ομάδα μετά τον θάνατό της Pina Bausch το 2009.
To Sadler’s Wells θεωρείται το ευρωπαϊκό ‘αρχηγείο’ του χοροθέατρου, o χώρος συνάντησης των δημιουργών από τον οποίο εκπορεύονται οι νέες ιδέες στην Ευρώπη και τον κόσμο. Ιστορικά, είναι ένα από τα δύο παλαιότερα θέατρα του Λονδίνου: μαζί με το Royal Drury Lane μετρούν τέσσερις αιώνες αδιάλειπτης καλλιτεχνικής παρουσίας από τα τέλη του 17ου αιώνα.
Το σύγχρονο αμφιθέατρο του Sadler’s Wells είναι χωρητικότητας 1.500 θέσεων και είναι απόψε, για δεύτερη βραδιά, κατάμεστο. Την αφίσα της παράστασης κοσμεί διαγωνίως ο τιμητικός τίτλος: sold out.
Στη δεύτερη και τελευταία παράσταση του The Great Tamer του Δημήτρη Παπαϊωάννου με προσκάλεσαν οι συνεργάτες του, επειδή ο Νέος Κόσμος είχε κλείσει τη συνέντευξη με τον δημιουργό.
Είχα δει το Δύο πριν από πολλά χρόνια στην Αθήνα και θυμόμουν αμυδρά αυτή την εικαστική απεικόνιση που στήνει πάνω στη σκηνή, καρέ-καρέ σαν πίνακες ζωγραφικής που σε προσκαλούν να μπεις στο κάδρο τους και να περιπλανηθείς.
Τον συναντώ την επόμενη μέρα στο lobby του ξενοδοχείου του, το Double Tree by Hilton Islington, λίγα βήματα πιο πάνω, κοντά στο Angel. Δεν έτυχε να γνωριστούμε στην Αθήνα πριν το 2004 όταν εκείνος ήταν το πρόσωπο των Ολυμπιακών Αγώνων κι εγώ δούλευα σε γυναικείο περιοδικό ‘τότε που ακόμα υπήρχαν τα περιοδικά’ διαπιστώνουμε και γελάμε κάπως πικρά με την κατάληξη που είχαν τα πράγματα στη χώρα μας.
Έχει φυσικά διαβάσει την πρωινή κριτική των Times που γράφει ‘kudos στο Dance Umbrella που έφερε τον Παπαϊωάννου ξανά στο Λονδίνο αυτή τη φορά με μια παράσταση μεγαλύτερης κλίμακας για δέκα χορευτές’.
Στη Βρετανία δεν συνηθίζουν να χειροκροτούν όρθιοι στο τέλος της παράστασης, του λέω, παρά μόνο εάν ό,τι προηγήθηκε τους άρεσε πάρα πολύ. Το λονδρέζικο κοινό είναι καλομαθημένο, η ποιότητα των θεαμάτων που έχουν συνηθίσει να βλέπουν είναι πάρα πολύ υψηλή. «Αυτό είναι πολύ κολακευτικό για μένα» μου λέει σεμνά, χωρίς ίχνος έπαρσης.
Θυμήθηκα έναν στίχο του Alexander Pope από το έργο The Dunciad: «Great Tamer of all, human art!» Πήρα μαζί μου το βιβλίο για να το συζητήσουμε. Ο Παπαϊωάννου δεν αντέγραψε τον Pope, αυτό είναι βέβαιο. Ο Pope όμως αντέγραψε τον Όμηρο -και αυτό είναι βέβαιο.
Ποιος είναι ο δικός σου Great Tamer;
«Ο Όμηρος αναφέρεται στον ‘πανδαμάτορα χρόνο’ – στα αγγλικά θα ήταν the all tamer. Ο ‘νονός’ των έργων μου, ο αγαπημένος μου φίλος Άγγελος Μέντης που μου έχει βαφτίσει όλα μου τα έργα και την Πρώτη Ύλη και το Seit Sie – Since She, είπε πως πρέπει να το ονομάσουμε όχι The Αll tamer αλλά The Great Tamer – επειδή μοιάζει με τσίρκο. Και επειδή η παράσταση παίζει με την ιδέα ενός μεγάλου τσίρκου, το τσίρκο του μυαλού μας, όπου ο δαμαστής είναι ο χρόνος».
Οι χορευτές άλλοτε σχηματίζουν με τα σώματά τους συμπλέγματα που κινούνται δύσκολα και άλλοτε αιωρούνται ακροβατικά. Μια γυναίκα με ανδρικά πόδια. Διαμελισμένα μέλη που σκορπίζουν στη σκηνή. Το σώμα βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο. Άλλοτε εντελώς γυμνό και άλλοτε εγκλωβισμένο όπως ο αστροναύτης που βαριανασαίνει μέσα στη στολή ή αργότερα ο χορευτής που εμφανίζεται σε ολόσωμο γύψο με πατερίτσες.
Τι σημαίνουν όλα αυτά;
«Είναι ένα καθρέφτισμα. O καθένας μπορεί να το πάει όπου νομίζει.»
Το κοινό το είδα προβληματισμένο πάντως.
«Ήμουν για χρόνια χαρούμενος και φυλακισμένος στο ελληνικό κοινό. Τα τελευταία χρόνια που έχω έρθει σε επαφή με το διεθνές κοινό, με ενθουσιάζει η ελευθερία που αισθάνονται να φύγουν αν δεν τους αρέσει ή να σηκωθούν και να ουρλιάξουν από χαρά. Ειλικρινά δεν με πειράζει αν κάποιος θέλει να φύγει, το σέβομαι απόλυτα. Ευχαριστιέμαι τρομερά τη δυναμική της επικοινωνίας. Το γεγονός πως είναι προβληματισμένοι μετά την παράσταση με ικανοποιεί».
Το έργο είναι μια σειρά από σκηνές ποίησης, αλληγορίας, σουρεαλισμού με κοινό παρονομαστή τον ‘πανδαμάτορα’ χρόνο. Αποσπασματικά μεν, αλλά με μια εσωτερική σύνδεση πολύ ισχυρή και μια αφήγηση υψηλής αισθητικής.
Ο ρυθμός είναι αργός, ‘ζόμπι’ όπως έγραψε στον Guardian ο Luke Jennings (άλλη μια κριτική με 5 αστέρια) και παραμένει ίδιος για τα 100 λεπτά της παράστασης. Η μουσική από το βαλς του Γαλάζιου Δούναβη του Στράους επαναλαμβάνεται πειραγμένη από τον Στέφανο Δρουσιώτη, σαν παιγμένη σε λάθος στροφές. Δεν υπάρχει καμία στιγμή έντασης.
Δεν ανεβάζεις ποτέ τον τόνο. Δεν ξαφνιάζεις, δεν προκαλείς την προσοχή.
«Το κάνω επίτηδες. Δεν θέλω να κλέψω την προσοχή του θεατή κάνοντας φασαρία. Θέλω να έρθει να με συναντήσει.»
Πράγματι αυτό που προτείνει ο Παπαϊωάννου είναι ένας διάλογος που συντελείται σε δύο χρόνους: το πρώτο μέρος είναι τη στιγμή που βλέπεις την παράσταση. Το δεύτερο, είναι αυτό που ακολουθεί μετά, στις σκέψεις και στα ερεθίσματα που προκάλεσε.
Κάποιες σκηνές είναι παρμένες από πίνακες, το Μάθημα Ανατομίας του Ρέμπραντ που καταλήγει σε ανθρωποφαγία ή ο Νάρκισσος του Νταλί με τον χορευτή να καθρεφτίζεται και να δροσίζεται σε μια μικρή λίμνη με νερό.
Μετά την παράσταση κάποιοι θεατές μιλούσαν για ποίηση, για ζωγραφική, για φιλοσοφία.
«Για να μιλήσω, επειδή δεν χρησιμοποιώ λόγο χρειάζεται να καταφύγω στην κοινή μας μνήμη, στα αρχέτυπα, στην ιστορία της τέχνης. Είναι μια ρωγμή από την οποία προσπαθώ να διεισδύσω για να μιλήσω χωρίς λόγια. Το θέμα που προσπαθώ να αγγίξω είναι φιλοσοφικό, είναι το νόημα της ζωής».
Η κριτικός της Le Monde αναρωτιέται «πρέπει να είναι κανείς Έλληνας για να μπορέσει να καλλιεργήσει την τέχνη του αποσπασματικού σε τέτοιο επίπεδο;»
Το πιο ωραίο όταν είσαι Έλληνας στον δυτικό κόσμο είναι πως η κληρονομιά σου ανήκει σε όλους.
Αν θες να μιλήσεις χωρίς λόγια για τα αρχέτυπα, θα καταλήξεις στους ελληνικούς μύθους. Εκεί θα πας.
Είμαστε τυχεροί γιατί αυτό εμείς μπορούμε να το θεωρούμε πατρίδα μας.
Το γεγονός ότι η Αντιγόνη, ο Νάρκισσος, η Περσεφόνη είναι πρόσωπα που δεν χρειάζονται εξηγήσεις, μου δίνει μεγάλη χαρά. Δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί ασχολούμαι με τη μυθολογία.
Στην ελληνικότητα έτσι όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι ο αισθησιασμός και η πνευματικότητα του σώματος είναι ένα, δεν διαχωρίζονται.
Και είναι η δίψα μου για επαναπροσδιορισμό και επανεφεύρεση της αρμονίας και της ομορφιάς. Αυτό με ενδιαφέρει, όχι η αποδόμηση. Ένα από τα ζητήματα που και εγώ εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι ότι είναι της ελληνικής μου φύσης είναι αυτή η εμμονή με τα διαμελισμένα σώματα. Τα θραύσμα και η σχέση του με το όλο.
Σε κάποια σημεία, όπως στη σκηνή που η χορεύτρια περπατούσε με ανδρικά πόδια, ο κόσμος γελούσε.
«Ευτυχώς! Να κάτι που στην Ελλάδα το έχω στερηθεί. Ο κόσμος δεν γελάει, νομίζει πως είναι σοβαρό το θέαμα και ντρέπεται να γελάσει. Ταξιδεύοντας επιτέλους συνειδητοποιούμε πως οι άνθρωποι γελάνε με αυτό που εμείς θεωρούμε διασκεδαστικό ή αλλοπρόσαλλο. Το αστείο ενθαρρύνει την παιδική μας φαντασία και ανοίγει την επικοινωνία. Αυτό που λέω στον θεατή είναι «Έλα να ονειρευτούμε ξύπνιοι. Μαζί.»
Πώς βλέπεις την κατάσταση στην Ελλάδα; Είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα;
Νομίζω ότι η πορεία προς τον πάτο δεν έχει τελειώσει, η έκπτωση και αυθάδεια των θεσμών συνεχίζεται.
Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και ένα δημιουργικό πνεύμα το οποίο αρχίζει και εκφράζεται με άλλους όρους. Επίσης αισθάνομαι ότι η ψυχολογία της απελπισίας έχει αρχίσει να μεταλλάσσεται σε μια λογική που λέει ‘ας δούμε τώρα τι μπορούμε να χτίσουμε με αυτά που έχουμε’. Αυτό όμως είναι και λίγο αφερέγγυο που λέω γιατί εγώ πλέον δεν ζω στην Ελλάδα, ταξιδεύω πολύ και δουλεύω έξω από τη χώρα. Όταν επιστρέφω στην Αθήνα μετά από τόσα ταξίδια μου φαίνεται σαν παράδεισος που γύρισα σπίτι μου και στους φίλους μου και μπορεί να μου φαίνεται πως τα πράγματα καλυτερεύουν. Έχω φίλους που είναι πολύ απελπισμένοι και άλλους φίλους που πάνε καλά – καλλιτέχνες που σέβομαι και υποστηρίζω και που δουλέψαμε μαζί τόσα χρόνια, που τώρα συμμετέχουν με δικές τους δουλειές στα φεστιβάλ του εξωτερικού.
Πριν από δέκα δεκαπέντε χρόνια νιώθαμε εγκλωβισμένοι και τώρα να που έχουμε μπει σε μια νέα πορεία, δουλεύουμε σε όλον τον κόσμο».
Νιώθεις καμιά φορά ότι είσαι εντελώς έξω από όσα συμβαίνουν;
Συνεχώς. Δίπλα στο θέατρο, τη βραδιά της πρεμιέρας μας είχε συμβεί κάποια δολοφονική επίθεση και η περιοχή είχε κλείσει με κορδέλα. Πέρασα από εκεί και σκεφτόμουν πως η δουλειά που κάνω μοιάζει σαν κάποιος να ασχολείται με την ανθοκομική την ώρα που γύρω του γκρεμίζεται ο κόσμος. Πριν από μερικά χρόνια στην Αθήνα, δούλευα μαζί με τη Ρένη Πιττακή, προετοιμάζαμε μια ανάγνωση ενώ απ’ έξω απ΄ το παράθυρό μας ακριβώς γινόταν μια τεράστια διαδήλωση. Κι εμείς, μέσα, στον καναπέ διαβάζαμε Πολέμη. Γύρισα τότε και της είπα, μα τι κάνουμε; Έξω γίνεται χαμός κι εμείς…κι εκείνη γύρισε με την σοφία της και μου είπε: Εμείς αυτό κάνουμε.
Κι αν όχι αυτό, τι; Τι να πω.
Μπορεί η δική μας κατάθεση τουλάχιστον να μείνει.
Το πρόβλημα πάντως με τους καλλιτέχνες στην Ελλάδα είναι πως πρέπει και να βιοπορίζονται. Στη Βρετανία υπάρχει ένας φορέας το Arts Council που δίνει χρήματα σε παραστάσεις ή εκπαιδευτικά προγράμματα. Στην Ελλάδα;
Ενεργοποιήθηκαν οι επιχορηγήσεις πρόσφατα και αυτό είναι θετικό. Κάποια σχήματα, όχι εμείς πλέον, πήραν χρήματα για να πραγματοποιήσουν τις δουλειές τους. Περιμένουμε να δούμε τα αποτελέσματα.
Πιστεύεις ότι επηρέασες κάποιους με το έργο σου;
Να ρωτήσεις τους ίδιους. Έχουν περάσει από τα χέρια μου δυο γενιές πλέον. Αν τους βοήθησα θέλω να το πουν μόνοι τους. Θέλω πιο πολύ να με βλέπουν σαν συνεργάτη και όχι σαν μέντορα.
Δεν θέλεις να ασχοληθείς με τη διδασκαλία; Ή δεν θέλεις ακόμα;
Παρόλο που μεγάλωσα, δεν έχω την αίσθηση πως κατέχω κάποιο είδος τεχνικής που μπορώ να το διδάξω. Δεν νιώθω τέτοια αυτοπεποίθηση.
Θεωρώ πως αυτό που μπορώ να κάνω είναι να οδηγήσω τους ανθρώπους σε μια δημιουργική διαδικασία και μέσα από αυτή τη διαδικασία ανακαλύπτω και εγώ τον εαυτό μου πιο έτοιμο να μοιραστεί σκέψεις και πράγματα. Αν φύγει ο στόχος, που είναι η παράσταση, το χάνω. Σε μένα αυτό ενεργοποιείται μόνο πάνω στη δουλειά.
Άρα να περιμένουμε από σένα κι άλλες ωραίες παραστάσεις.
Υπάρχουν μέρες που νιώθω πως τώρα αρχίζω.
Είναι γελοίο αλλά έτσι αισθάνομαι. Είμαι βομβαρδισμένος από ιδέες και σκέψεις που περιμένουν την ώρα, την αφορμή να μπουν σε μια παράσταση και ταυτόχρονα είμαι κενός και εναγώνιος για το τι θα κάνω μετά.
Και πώς ξεπερνάς το φόβο μπροστά στη λευκή σελίδα;
Ξέρω πλέον ότι είναι μέρος του παιχνιδιού. Είναι το καρότο, η τρικλοποδιά, είναι όλα αυτά που σε βάζουν στη δημιουργική διαδικασία. Δουλεύω και μέσα από τη δουλειά αναγκάζομαι να είμαι παραγωγικός. Θέλει δουλειά, πρέπει να δουλεύεις.
O Δημήτρης Παπαϊωάννου φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και υπήρξε μαθητής ενός Τσαρούχη και ενός Μυταρά. Άφησε τη σφραγίδα του στα πιο αγαπημένα μας κόμικς την εποχή του Παρά Πέντε που οι παλαιότεροι θα θυμούνται με αγάπη. Στην ιστοσελίδα του dimitrispapaioannou.com ξαναβρίσκω τη «Γη στο Σχήμα της Καρδιάς» και με συγκίνηση τον παροτρύνω να τα εκδώσει. Μακάρι να το κάνει.