Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το βιβλίο της Ελένης Τσεφαλά με τίτλο «100 χρόνια Θέατρο των Ελλήνων της Αυστραλίας, 1910-2010».
Το εν λόγω βιβλίο, που παρουσιάζει ξέχωρο ενδιαφέρον θα του παρουσιάσουμε πιο αναλυτικά προσεχώς. Σήμερα φιλοξενούμε δυο κείμενα γι’ αυτό που καταχωρούνται στο εν λόγω βιβλίο. Το πρώτο είναι του διακεκριμένου κριτικού θεάτρου και ποιητή, Κώστα Γεωργουσόπουλου, που γράφει:
«Το Θέατρο της Διασποράς ως Αλληλέγγυος Συγκρητισμός.
Δεν υπάρχει λαός στην ιστορία και την προϊστορία που να μην βίωσε την περιπέτεια, να μην άφησε, έστω στις προφορικές του αφηγήσεις την εμπειρία της πορείας του μέσα στη φύση και στον χρόνο. Η εθνολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία μας έχουν πλουτίσει τις γνώσεις μας καταθέτοντας ή παραθέτοντας γλωσσικά τεκμήρια, μύθους, μνημεία, προλήψεις, ήθη, έθιμα που αποτυπώνουν την πορεία ενός λαού μέσα στις πυρίκαυστες ζώνες που η μοίρα, η τύχη, η επιλογή, η βία και τα οράματα τούς ανάγκασαν να τις διέλθουν.
Οι Έλληνες όμως κληρώθηκαν από την ιστορία να δημιουργήσουν δύο αριστουργήματα όπου αυτές οι εμπειρίες κατέθεσαν στην συνείδηση της ανθρωπότητας το αιώνιο και πανανθρώπινο λογοτεχνικό πρότυπο.
Είναι τα ομηρικά έπη «Ιλιάδα» και «Οδύσσεια» που κωδικοποίησαν το πρώτο το διάνυσμα « Έρως-Έρις» και το δεύτερο διάνυσμα «Αποδημία-Νόστος». Έκτοτε ολόκληρη η ιστορία της Λογοτεχνίας κάθε λαού βαδίζει πάνω στα δύο αυτά διανύσματα. Από την «Αινειάδα» έως την «Θεία Κωμωδία», από τον «Ερωτόκριτο» έως τον «Φάουστ», από την «Έρημη χώρα» έως τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», από τον «Οδυσσέα» του Τζόϋς έως την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη και από το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη έως το «Άξιον Εστί» του Ελύτη με σταθμούς στη «Νήσο των Λαιστριγόνων» του Καβάφη και την «Κατάϊ» του Πάουντ, η ιστορία κινείται σπειροειδώς!
Από την εποχή που, πάλι πρώτοι οι Έλληνες, ανακάλυψαν το θέατρο μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, οι «Πέρσες» του Αισχύλου έως τις «Βάκχες» του Ευριπίδη δωρίζουν στην ανθρωπότητα το όργανον με το οποίο τα ανθρώπινα πάθη δι’ ελέου και φόβου περαίνονται στην κάθαρσιν των παθών.
Έστωσαν αυτά τα προλογικά, για να τιμήσω την έξοχη θεατρική οδύσσεια που μας προσφέρει τεκμηριωμένα και πληρέστατα η Ελένη Τσεφαλά στη διδακτορική της διατριβή για το Δίγλωσσο μεταπολεμικό Θέατρο της Διασποράς στην Αυστραλία. Η διατριβή αυτή περιέχει ένα μικρό αλλά καίριο δείγμα της εποποιίας που ερμηνεύει μεθοδικά – πιστεύω και ελπίζω να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμησιν στην πανεπιστημιακή έρευνα στην Ελλάδα ώστε να έχουμε τον πλήρη οδυσσειακό πλουν της ελληνικής διασποράς».
Με την σειρά του ο Ιωάννης Καλλιμάνης, πολιτειακός πρόεδρος της ΑΧΕΠΑ Νέας Νότιας Ουαλίας και Νέας Ζηλανδίας σημειώνει:
«Είναι ιδιαίτερη η χαρά που νιώθω γράφοντας τούτο το «Προοίμιο» για το εξαιρετικό βιβλίο της φιλολόγου, εκπαιδευτικού και θεατρολόγου Ελένης Τσεφαλά που φέρει τον τίτλο «100 χρόνια Θέατρο των Ελλήνων της Αυστραλίας, 1910-2010». Το βιβλίο αυτό φιλοξενεί ένα κομμάτι της ερευνητικής δουλειάς της συγγραφέως που αποτυπώθηκε στη διδακτορική της διατριβή «Το Δίγλωσσο Μεταπολεμικό Θέατρο της Διασποράς :η περίπτωση των Ελλήνων/ίδων θεατρικών συγγραφέων της Αυστραλίας, πρώτης και δεύτερης γενιάς (2015).
Τόσο οι εξειδικευμένες πανεπιστημιακές προϋποθέσεις της κ. Τσεφαλά, όσο και η εκ του σύνεγγυς γνωριμία της με τα θεατρικά πράγματα της ελληνικής διασποράς στην Αυστραλία δεν ήταν δυνατόν παρά να αποδώσουν συνδυασμένα μία ολοκληρωμένη, εξαντλητική και εμπνευσμένη καταγραφή ενός σημαντικότατου τμήματος της ελληνοαυστραλιανής παρουσίας.
Τόσο η διδακτορική διατριβή όσο και το πόνημα της κ. Τσεφαλά αποτελούν πρώτης τάξεως δείγματα αναφορικά με τη μελέτη της μεταναστευτικής κουλτούρας.
Ειδικότερα, η εν λόγω κουλτούρα προσεγγίζεται μέσω του θεάτρου ως διαδικασία επιτέλεσης της ελληνικής ταυτότητας σε συγκρουσιακή αλλά και σε διαλογική σχέση με την κουλτούρα της χώρας υποδοχής.
Οι θεατρικοί δημιουργοί που παρελαύνουν στο ανά χείρας βιβλίο προβάλλουν ως άλλοι εθνογράφοι/ παλμογράφοι των αντιστάσεων αλλά και των μετασχηματισμών της ελληνικής διασπορικής ταυτότητας εν όψει μιας σειράς οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών προκλήσεων. Μα πάνω απ’ όλα, το βιβλίο της κ. Τσεφαλά αναδεικνύει τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες οι εθνοτικές αναπαραστάσεις των Ελλήνων της Αυστραλίας εμπλουτίζονται, διαρρηγνύονται και ανασυγκροτούνται σε καινούρια μορφώματα αυτοσυνειδησίας.
Επιπλέον, η μελέτη του ελληνικού διασπορικού θεάτρου της Αυστραλίας εκ μέρους της κ. Τσεφαλά τονίζει δεόντως την εκπαιδευτική λειτουργία και δυναμική του.
Διαχρονικά και συγχρονικά, χθες και σήμερα, για τους παλιούς μετανάστες αλλά και για τους αυστραλογεννημένους ελληνικής καταγωγής, η θεατρική παρουσία και επιτέλεση του ελληνισμού πρόσφερε και αναμφίβολα θα συνεχίσει να προσφέρει ανυπολόγιστες υπηρεσίες ως προς τη διάσωση, προαγωγή και καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας.
Κοντολογίς, το θέατρο αυτό απετέλεσε ένα απαράμιλλο σχολείο ή εργαστήρι, αν θέλετε, διδασκαλίας του μεγαλύτερου αγαθού της εθνικής μας κληρονομιάς και συνέχειας: της ελληνικής λαλιάς.
Αυτή ειδικά η όψη της εργασίας της κ. Τσεφαλά στάθηκε και η αφορμή που κίνησε το ενδιαφέρον της ΑΧΕΠΑ Νότιας Ουαλίας και Νέας Ζηλανδίας ως οργάνωσης με εξεχόντως εκπαιδευτικό προσανατολισμό να χρηματοδοτήσει την έκδοση του ανά χείρας βιβλίου.
Κλείνοντας, είμαι σίγουρος ότι άνθρωποι πολύ ειδικότεροι εμού περί τα ιστορικά, καλλιτεχνικά και θεατρικά πράγματα της ελληνικής διασποράς θα αποτιμήσουν στο μέτρο που της αξίζει την έρευνα και συνθετική παρουσίαση του σχετικού υλικού εκ μέρους της κ. Τσεφαλά. Θα ήθελα απλά και πάλι να προσθέσω ότι εκφράζω το αίσθημα σύνολης της ΑΧΕΠΑ Νέας Νότιας Ουαλίας και Νέας Ζηλανδίας όταν γράφω ότι με χαρά χαιρετίζω την έκδοση του καλαίσθητου βιβλίου. Εύχομαι να είναι «καλοτάξιδο» και να εμπνεύσει αρκετούς άλλους ερευνητές στα χνάρια της διερεύνησης της ελληνοαυστραλιανής ιδιαιτερότητας. Πρόκειται για μια ιδιαιτερότητα που όπως απέδειξε η Ελένη Τσεφαλά το αξίζει και με το παραπάνω».