Στη γειτονιά που άφησε πίσω, έχει την καλοσύνη να μας φιλοξενήσει σήμερα μέσω της στήλης ο συμπάροικος, κ. Ιωσήφ Παραστατίδης, του Γεωργίου και της Βαρβάρας, με ρίζες στον Πόντο.

Ο κ. Παραστατίδης κατάγεται από το χωριό Κάτω Κλεινές Φλώρινας. Ο παππούς του Δημήτριος και η γιαγιά του Ελισάβετ Παραστατίδη, γεννήθηκαν, παντρεύτηκαν, μεγάλωσαν τα παιδιά τους και άφησαν τα κόκαλά τους εκεί.

Είμαστε στην εποχή που οι εθνικές εκκαθαρίσεις της περιόδου 1919-1922, καθόρισαν τη μοίρα του ποντιακού ελληνισμού και ανέτρεψαν τη φυσιογνωμία της περιοχής. Μια συγκυρία που μετέτρεψε τον αλησμόνητο Πόντο σε χαμένη πατρίδα και που συνεχίζει να υπάρχει μόνο σε ονόματα δρόμων και ως μνημεία στα απειράριθμα προσφυγικά χωριά και πολιτείες στην ελεύθερη Ελλάδα.

«Στην Ελλάδα ο πατέρας μου ήλθε πρόσφυγας το 1923. Τότε που οι Πόντιοι καταδιωγμένοι από τους Τούρκους, έπαιρναν το δρόμο της προσφυγιάς. Πολλές οι περιγραφές για τα βάσανα και τα μαρτύρια που έζησαν οι ξεριζωμένοι πρόγονοί μας. Μεγάλος ο θρήνος για τα αγαπημένα πρόσωπα που σφαγιάστηκαν και θάφτηκαν χωρίς ένα σταυρό», θα πει.

Ο κ. Παραστατίδης γεννήθηκε το 1929. «Δυστυχώς, τα εφηβικά μου χρόνια ήταν δύσκολα. Αναφέρομαι στον εμφύλιο που διέλυσε κυριολεκτικά την Ελλάδα. Την πήγε πολλά χρόνια πίσω. Αντίσταση, διώξεις, κατατρεγμός, αντάρτικο. Μια εξαετία που άφησε πολλές και ανοικτές πληγές ανάμεσα σε οικογένειες, που ακόμη και ο χρόνος δυσκολεύεται να επουλώσει», εκτιμά.

ΓΑΜΟΣ ΑΣΤΡΑΦΤΕΙ ΑΠΟ ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΓΕΛΙΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Ο κ. Παραστατίδης θυμάται ότι όταν ηρέμησαν τα πράγματα πολλοί επέστρεψαν πίσω στο χωριό. Ωστόσο, οι ζωντανές εικόνες των γεγονότων σημάδεψαν τους νέους ανεπανόρθωτα και, ενδεχομένως, άνοιξαν δρόμους σε πολλούς για αναζήτηση άλλου τόπου με προοπτικές για καλύτερο μέλλον.

Επιμένει ότι ανάμελα παιδικά και εφηβικά χρόνια δεν υπήρξαν. Μιλά μονολεκτικά για φτώχεια, μιζέρια και ανέχεια και μοιάζει σαν να βιάζεται. Βιάζεται να προσπεράσει αυτές τις μελανές σελίδες της ζωής του και να κρατήσει το βιβλίο του ερμητικά κλειστό.

Και όμως, να που από τα παρακάτω και με δική μου ομολογουμένως προσπάθεια, διακρίνουμε και μερικές αναλαμπές.

«Στις καλές μέρες, όλο το χωριό ήταν σαν μια αγαπημένη οικογένεια. Οι γονείς μας εργάζονταν στα χωράφια και οι συγχωριανοί βοηθούσαν ο ένας τον άλλο. Καλλιεργούσαν σιτηρά, ιδιαίτερα καλαμπόκια και μηλόδενδρα.

Όταν γινόταν γάμος ήταν όλοι εκεί. Ο γαμπρός καλούσε τον κουμπάρο, προσφέροντάς του ένα μπουκάλι ούζο, τη δε νύφη συνόδευαν στην εκκλησιά λύρες και τουμπερλέκια. Μετά ακολουθούσε γλέντι στην πλατεία με καλεσμένους όλους τους συγχωριανούς».

Ξαφνικά μιλά για τα έθιμα που συνοδεύουν τις μεγάλες γιορτές και τους Πόντιους όπου γης. Χάνεται μέσα στους «μομόγερους» και τους ακολουθεί στα παιγνίδια και τα πειράγματα στα στενά του χωριού, που χόρευαν και τραγουδούσαν και τελειωμό δεν είχαν και που κρατούσαν την μεγάλη γειτονιά στο πόδι.

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

«Τι να θυμόμαστε όλα αυτά;», ψιθυρίζει. «Η νοσταλγία από τέτοιες αναμνήσεις επισκιάζεται από όσα προείπα».

Το χωριό – Άνω και Κάτω Κλεινές, που είναι χτισμένο σε υψόμετρο 690 περίπου μέτρων στις παρυφές του Όρους Βαρνούντα – ποτίζεται από τον Γεροπόταμο.

Απέχει μόνο 8 χιλιόμετρα από τη Φλώρινα, προς τα σύνορα με FYROM και περιτριγυρίζεται από δασώδεις περιοχές. Κύρια πηγή εισοδήματος των 500 και πλέον κατοίκων είναι οι γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες.

Στη θέση «Κρούσα» έχουν εντοπιστεί ευρήματα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου. Πρόκειται για λείψανα οικισμού από το εξωτερικό τείχος της πόλης και τοίχους σπιτιών. Ο οικισμός σώζονταν σε πολύ καλή κατάσταση και έδωσε πολυάριθμα όστρακα, πιθάρια, κεραμίδια, χειρόμυλους, καθώς επίσης και ένα χάλκινο νόμισμα του Κάσσανδρου.

Σημειώνεται ότι στον πέριξ χώρο, αλλά και σε περιοχές δίπλα στο χωριό, στις παρυφές του βουνού και στο κάμπο, υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό σπασμένα κεραμικά.

Από την νεότερη ιστορία ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τις τοιχογραφίες της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου που χρονολογούνται γύρω στο 1885.

Σήμερα στην είσοδο του χωριού υπάρχει το «Σπίτι του Παιδιού» ένα πολύ ωραίο διώροφο κτίριο, που λειτουργεί και σαν σχολείο δημοτικό και νηπιαγωγείο. Στον προαύλιο χώρο υπάρχει γήπεδο μπάσκετ. Ωστόσο, χρησιμοποιείται και για άλλες εκδηλώσεις.

«Το όνειρο για το πανηγύρι, τότε που σαν νέοι παίρναμε τον ανήφορο για την πλατεία του χωριού, έσβησε με την εγκατάστασή μου στη Μελβούρνη. Και πιστέψτε με. Δεν το μετάνιωσα», προσθέτει.

ΘΕΑ ΤΟΥ ΠΥΡΡΙΧΙΟΥ ΗΤΑΝ Η ΑΘΗΝΑ

Για τους Ποντιακούς χορούς, ο κ. Παραστατίδης θα πει: «Οι αγαπημένοι χοροί της περιοχής είναι ο λιτός και ο ποντιακός τικ. Συνοδεύονται πάντα από τη λύρα, και το νταούλι».

Ο πυρρίχιος χορός ήταν μια έκφραση πολεμικής δραστηριότητας και έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολεμική εκπαίδευση ή τη λατρεία των πολεμικών θεοτήτων. Ως εκ τούτου προστάτιδα θεά του πυρρίχιου ήταν η Αθηνά, η οποία γεννήθηκε αρματωμένη.

Και κάτι που, ενδεχομένως, δεν γνωρίζουμε: «Ο πυρρίχιος χορός υπήρχε και στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η απόδοση των όπλων στους Αθηναίους εφήβους ήταν μια ιερή τελετή. Μεταξύ των υποχρεώσεων των εφήβων, ήταν και η εκτέλεση του πυρρίχιου, κατά τη διάρκεια του οποίου αυτοί κρίνονταν για την ικανότητά τους στο χειρισμό των όπλων τα οποία τους προσέφερε η πολιτεία».

«Φυσικά και συνεχίζουμε τις παραδόσεις μας. Είμαστε πέντε αδέλφια. Δυστυχώς σκορπήσαμε σε διάφορα μέρη της γης. Ο ένας έφυγε για Αμερική κι ο άλλος για Γερμανία, οι δυο ρίξαμε άγκυρα στην Αυστραλία κι ο τελευταίος έμεινε πίσω στο χωριό.

Ας είναι. Καλά να είμαστε…».

Στον κ. Παραστατίδη που στις 5 Ιουλίου συμπλήρωσε οκτώ δεκαετίες ζωής, ευχόμαστε υγεία και έτη πολλά!