Ο Γιώργης έφυγε από το νησί του στις αρχές του 1920. Έφτασε στην Αυστραλία με ένα ζευγάρι τρύπια παπούτσια και μια δεκάρα στην τσέπη, παρ’ όλα αυτά δεν ξέχασε τον καλύτερο του φίλο Χρήστο, τον οποίο άφησε πίσω και στον οποίο έστελνε πάντα χαρτζιλίκι «για να πάρει ένα καφέ ή έστω ένα πακέτο τσιγάρα όσο ήταν στο στρατό».
Η 16χρονη Αφροδίτη έφυγε το 1950 «νύφη» στην Αυστραλία για να κάνει έναν «καλό» γάμο και να βοηθήσει τους γονείς και τα αδέλφια της πίσω στο χωριό, που μετά τον πόλεμο είχαν χάσει τα πάντα.
Ο 18χρονος Θανάσης δούλευε μέρα-νύχτα στα κτήματα στα βερίκοκα για να στέλνει χρήματα ώστε να σπουδάσει γιατρός ο μικρότερος αδελφός του στην Αθήνα.
Αυτά είναι μόνο τρία από τα χιλιάδες παραδείγματα που ανακαλύπτει κανείς καθώς ξεφυλλίζει το βιβλίο της μεταναστευτικής ιστορίας των Ελλήνων της Αυστραλίας, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα στις αρχές του 1900 και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι περισσότεροι νεαροί Έλληνες, χωρίς να μιλούν καν Αγγλικά, έφτασαν στην Αυστραλία με ένα και μόνο σκοπό, να ξεφύγουν από την φτώχεια και την οικονομική ανέχεια που εκείνη την εποχή μάστιζε την πατρίδα τους και να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον στην ψυχρή και αφιλόξενη ξενιτιά όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και για τις οικογένειες και συγγενείς που άφηναν πίσω τους.
Κατά την άφιξή τους στην γη της «επαγγελίας» στοιβάχτηκαν σε κέντρα υποδοχής μεταναστών, εργάστηκαν μέρα-νύχτα σε απάνθρωπες πολλές φορές συνθήκες σε εργοστάσια, λατομεία, ορυχεία και κτήματα με κεράσια και βερίκοκα, σιδηροδρόμους, φάρμες, άνοιξαν δικά τους μαγαζιά, διέπρεψαν στις επιστήμες, τις τέχνες και τα γράμματα, έφτιαξαν μικρές περιουσίες, όμως παρ’ όλες τις επιτυχίες και αποτυχίες τους δεν έπαψαν στιγμή να σκέφτονται την πατρίδα, να φροντίζουν και να στηρίζουν, οικονομικά κυρίως όσους άφησαν πίσω.
Έφυγαν, πάλεψαν, πόνεσαν, τα κατάφεραν, αλλά ποτέ δεν ξέχασαν. Στήριξαν γονείς, αδέλφια, συγγενείς, φίλους και συγχωριανούς.
«ΜΑΣ ΞΕΧΝΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ»
Όμως, ενώ δεν ξέχασαν οι ίδιοι σήμερα εκφράζουν το παράπονο ότι η πατρίδα που τους γέννησε φαίνεται να μην τους υπολογίζει και να τους λησμονεί κι ας ήταν εκείνοι που τελικά «έζησαν» ολόκληρες οικογένειες και χωριά από μακριά.
«Πόσοι από αυτούς δεν έχουν επιστρέψει και σήμερα αγοράζουν σπίτια, επενδύουν στα χωριά τους και πλέον μετά τη συνταξιοδότηση αφιερώνουν μήνες ολόκληρους στην Ελλάδα πάντα πρόθυμοι να συνεισφέρουν και πάλι με κάθε δυνατό τρόπο στη πατρίδα» λέει η πρώτη Ελληνίδα ηθοποιός στην Αυστραλία, κ. Σαντάλ Κουντούρη.
«Πόσο όμως τους εκτιμά και τους αγαπά η πατρίδα για όσα προσέφεραν και όσα εξακολουθούν να προσφέρουν μέχρι σήμερας», αναρωτιέται η κ. Κοντούρη, η οποία μάλιστα προτείνει τη δημιουργία ενός συλλόγου που θα τιμά τους ομογενείς στην Ελλάδα ή και ακόμα ένα άγαλμα αφιερωμένο στον Έλληνα μετανάστη.
Μαζί της συμφωνεί και ο πρόεδρος των συνταξιούχων και πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Port Adelaide, από τις παλαιότερες ελληνικές κοινότητες στην Νότια Αυστραλία, κ. Χρίστος Ιωάννου.
«Είναι χιλιάδες τα παραδείγματα των ανθρώπων αυτών που παρά τα όσα καλούνταν να αντιμετωπίσουν στην ξενιτιά, δεν ξέχασαν ποτέ την πατρίδα και με το κεφάλι ψηλά πάλεψαν, διέπρεψαν, πέτυχαν και έκαναν ένα ολόκληρο έθνος περήφανο προβάλλοντας σε μια ξένη ήπειρο την αξία της κουλτούρας και του πολιτισμού μας. Έμεινα ενωμένοι, βοήθησαν ο ένας τον άλλον στην ξενιτιά αλλά δεν έπαψαν να στέλνουν το μεροκάματο πίσω στην μάνα, τον πατέρα, στα αδέλφια στο χωριό» συνεχίζει ο κ. Ιωάννου, καλώντας όλους είτε στην Αυστραλία είτε στην Ελλάδα να αποδείξουν και έμπρακτα ότι σέβονται και εκτιμούν τους μετανάστες, το έργο και την συνεισφορά τους στην Ελλάδα.
«Οι Έλληνες διέπρεψαν στην Αυστραλία και βοήθησαν την Ελλάδα και οικονομικά αλλά και ως πραγματικοί πρεσβευτές της χώρας μας, γι’ αυτό και εμείς σαν κράτος οφείλουμε να τους τιμούμε πάντα», δήλωσε στον «Νέο Κόσμο» ο πρόξενος της Ελλάδας στην Νότια Αυστραλία κ. Ανδρέας Κωνσταντίνος Γούρας.
«Πόσο μάλλον όταν πολλοί από αυτούς φαίνεται πως πονάνε την Ελλάδα περισσότερο και από κάποιους Έλληνες», καταλήγει ο κ. Γούρας.