«Η μάχη μου με τον καρκίνο»

Η Μαρία Καμπύλη γράφει για το πώς κέρδισε την πιο σκληρή μάχη της ζωής της

Η Μαρία Καμπύλη, εκπαιδευτικός, δικηγόρος και πρόσφατα μέλος της συντακτικής ομάδας του «Νέου Κόσμου», μέχρι πριν ένα χρόνο ζούσε μια φυσιολογική ζωή μοιρασμένη στις επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις της, ατενίζοντας με ελπίδα και αισιοδοξία το μέλλον στη νέα πατρίδα της, την Αυστραλία. 
Ώσπου η ζωή όπως την ήξερε τέλειωσε οριστικά και με τον πιο επώδυνο τρόπο με τρεις λέξεις, όση και η διάγνωση: «Προχωρημένος καρκίνος μαστού». 
Ένα χρόνο μετά, γράφει στον «Νέο Κόσμο» για την αναμέτρησή της με την ασθένεια, τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, αλλά και για τις στιγμές και τους ανθρώπους που τη στιγμάτισαν. 

Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 6 το πρωί. Σηκώνομαι βιαστικά και κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Ένας ουρανός γεμάτος φούξια και πρασινογάλαζες αποχρώσεις με προϊδεάζει για μια υπέροχη μέρα. Κι ύστερα σκέφτομαι πως ακόμη κι αν έριχνε καρεκλοπόδαρα απέξω, πάλι για μένα θα ήταν μια υπέροχη μέρα…

Το μυαλό, κατά τη φυσική ροπή του και πάλι φεύγει και με γυρίζει πίσω, ένα χρόνο πριν. Πέρσι, σαν σήμερα, είχα ξυπνήσει με μια υπέροχη διάθεση. Ήταν μια ζεστή μέρα του Φεβρουαρίου και είχα το πρωινό μου ελεύθερο. Τι πιο ιδανικό από μια χαλαρωτική βόλτα στην παραλία πριν πάω για το απογευματινό σχολείο. Η βόλτα κράτησε περισσότερο από όσο είχα προγραμματίσει. Τρεχάλα, λοιπόν, πίσω στο σπίτι, ένα γρήγορο ντουζ και δρόμο. Και τότε όλα άλλαξαν. Εκείνο το μεσημέρι η ζωή μου, όπως την ήξερα και την είχα τακτοποιήσει, τελείωσε οριστικά.

«Δημήτρη, αργείς; Κάτι συμβαίνει. Κάτι κακό. Έπιασα κάτι στο στήθος μου και μετά κάτι στη μασχάλη…», το γεμάτο αγωνία τηλεφώνημα στον άνθρωπό μου, στο στήριγμά μου. Ο Δημήτρης με ένα μαγικό τρόπο πάντα, τα ξόρκιζε όλα και τα έδιωχνε μακριά. Όμως, όχι τώρα, όχι αυτή τη φορά. Γιατί αυτή τη φορά το ήξερα, το ένιωθα μέσα μου πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά.

Οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν πολύ γρήγορα. Το ίδιο βράδυ ο οικογενειακός γιατρός σοβαρός και σκυθρωπός μου έγραψε τις ειδικές εξετάσεις τις οποίες συνέστησε να κάνω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ήταν Πέμπτη. Την Τρίτη πήγα για τις εξετάσεις. Δίπλα μου η Σταυρούλα μου. Η μεγάλη μου κόρη, το κοριτσάκι μου. Θυμάμαι πως πρσπαθούσα να διαβάσω κάτι στο βλέμμα της κοπέλας που μου έκανε τη μαστογραφία. Έκλαιγα και της έλεγα πόσο πολύ φοβόμουν. Εκείνη προσπαθούσε να με καθησυχάσει. Φεύγοντας με φώναξε και μου είπε: «Όλα θα πάνε καλά. Φαίνεσαι δυνατή». Κατάλαβα… Της έγνεψα κι έφυγα.

Σε δυο μέρες με κάλεσε ο γιατρός για να μου ανακοινώσει τα αποτελέσματα. Ήταν ένα μελαγχολικό βράδυ. Εγώ, ο Δημήτρης και η Σταυρούλα στο ιατρείο. Το πρόσωπο του γιατρού άκαμπτο με ένα βλέμμα παγωμένο σαν τον ίδιο τον θάνατο. Τα λόγια βγήκαν από το στόμα του σαν καταδίκη: «Προχωρημένος καρκίνος του δεξιού μαστού». Παρ’ όλο που μέσα μου το ήξερα, στο άκουσμα της διάγνωσης ένιωσα σαν κάποιος να μου τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια. Σαν όλος ο κόσμος να έπεσε με δύναμη στο κεφάλι μου. Ήταν σα να βίωνα μια εξωσωματική εμπειρία. Σα να είχα βγει έξω από το σώμα μου και παρατηρούσα μια σκηνή από τις δραματικές ταινίες που μου άρεσε να βλέπω. Μόνο που τώρα η πρωταγωνίστρια ήμουν εγώ και δε μου άρεσε καθόλου αυτός ο ρόλος. Αισθάνθηκα να πνίγομαι και πετάχτηκα έξω.

Πρώτη αντίδραση, να πέσω μπροστά σε ένα αυτοκίνητο στο δρόμο. Όχι, περίμενε, να πάρω τηλέφωνο τη Βίκυ. Ευτυχώς το σηκώνει αμέσως και η φωνή της ακούγεται σαν βάλσαμο: «Μαρία μου, ηρέμησε. Ο δικός μου ήταν στο τέταρτο στάδιο και είμαι 11 χρόνια μια χαρά. Θα το αντιμετωπίσεις». Ναι, θα το αντιμετωπίσω.

Δεν το εννοούσα. Δεν το πίστευα. Δεν ήξερα τίποτα πια. Δεν ήμουν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Χα, και ποιος είναι, άραγε;

Αυτό ήταν. Ήρθε το τέλος, σαν μαχαίρια πέφτανε οι λέξεις στο μυαλό μου και μου ξέσκιζαν την καρδιά. «Δεν θέλω να πεθάνω. Είναι τόσα που δεν έχω χαρεί ακόμα, τόσα που δεν έχω κάνει…» Και ύστερα η αγωνία για τα παιδιά μου. Εικόνες να είναι μόνα τους, αβοήθητα, χωρίς εμένα…

Ποιος θα είναι δίπλα στη Σταυρουλίτσα μου για να την ακούει και να την καθοδηγεί; Ποιος θα της υπενθυμίζει τα χαρίσματά της και θα της ανεβάζει την πληγωμένη λόγω εφηβείας αυτοπεποίθησή της; Ποιος θα την παρακινεί να κυνηγά τα όνειρά της και να αγωνίζεται πάντα γι’αυτά;

Ποιος θα ηρεμεί τη μικρή μου Χρυσουλίτσα που αγχώνεται με το παραμικρό και κλαίει; Ποιος θα σκαρφίζεται χαζά τραγουδάκια για να την ξυπνάει το πρωί; Ποιος θα της κάνει αστείες γκριμάτσες και φωνές για να ξεκαρδίζεται στα γέλια;

Κι ο Δημήτρης μου, η αδερφή ψυχή μου, η αγάπη της ζωής μου που τόσα χρόνια ξέρει μόνο να μ΄ αγαπάει, μόνος χωρίς εμένα…
Κι εγώ χωρίς αυτούς…

Πόνος, απελπισία, απόγνωση, φόβος. Για τις επόμενες τρεις εβδομάδες αυτά ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματα στο σπίτι μας. Σ’ ένα σπίτι που μέχρι χτες ήταν ανεμόμυλος. Γέλια, φωνές, ξενύχτια με συντροφιές και όμορφες μουσικές ήταν η ζωή μας. Τώρα σιωπή, κρυμμένη θλίψη και μυρωδιά θανάτου… Έτσι ξαφνικά, επειδή όρισε η μοίρα.

Ένα απρόβλεπτο κι ανεπιθύμητο ταξίδι άρχιζε για μένα…

Η Σταυρούλα μου και η Χρυσούλα μου ήταν για μένα αστείρευτη πηγή δύναμης και κουράγιου σε όλο το ταξίδι. Είναι οι ηρωίδες μου

Ευτυχώς, δεν ήμουν μόνη. Στην πρώτη στάση ανέβηκε η Κατερίνα. Νικήτρια κι αυτή του καρκίνου του μαστού, θριαμβεύτρια της ζωής. Με πήρε από το χέρι, με κράτησε στην αγκαλιά της και μου διηγήθηκε όλο το παραμύθι. Έτσι, ο δράκος αποδυναμώθηκε και μας έμειναν μόνο οι περιπέτειες…

Στην επόμενη στάση ανέβηκε ο Κώστας, ο αδερφούλης μου. Ο Κωστάκης μου. Δύο μήνες μόνο πριν είχαμε αποχαιρετήσει με σπαραγμό τον υπέροχο πατέρα μας, μετά από μια άνιση αλλά αξιοπρεπή μάχη με τον κερατά. Πώς να του έλεγα πως τώρα μπορεί να ήταν και η δική μου η σειρά; Το είπα κι εκείνος μου έπιασε και πάλι το χέρι, όπως όταν ήμαστε μικρά και φοβόμουν τη νύχτα, και με την επαγγελματική του εμπειρία, τις γνώσεις του και την κινητοποίση ενός απίστευτου αριθμού αξιόλογων συναδέλφων του ειδικών, άρχισε να ενσταλάζει στην ψυχή μου τα πρώτα ψήγματα ελπίδας. Είμαι σίγουρη πώς η ψυχούλα του το ήξερε, αλλά δεν μου το έδειξε ποτέ. Εγώ τον ζάλιζα συνέχεια με τις αμφιβολίες μου και τους φόβους μου ώσπου μια μέρα μου έγραψε το εξής: «Κατάλαβέ το, σ’ αγαπώ τόσο πολύ που αν πάθεις τίποτα θα πεθάνω». Λοιπόν, είχα ένα σοβαρό λόγο ακόμα να κρατηθώ ζωντανή.

Ύστερα ανέβηκε η ηρωίδα μάνα μου, η κυρία Χρυσούλα. Στα δώδεκα ο καρκίνος της στέρησε τη μητέρα της, μόλις είχε χάσει τον επί πενήντα χρόνια σύντροφό της και τώρα έπρεπε να ξαναπεράσει το ίδιο με τη μονάκριβη κόρη της. Κανένα πρόβλημα. Γεννημένη για προκλήσεις, με το πρώτο αεροπλάνο ήταν εδώ και πήρε πάνω της όλο το φορτίο, του σπιτιού και του πόνου μου. Μανούλα μου, γλυκιά.

Ύστερα ανέβηκε η Τίνα. Ο φύλακας – άγγελός μου. Ο κυματοθραύστης μου. Αυτή άκουγε το κλάμα μου, το παράπονό μου, το παραλήρημά μου. Αυτή άφηνε το τηλέφωνο να χτυπά μέχρι να το σηκώσω, χωρίς να πτοείται όσο κι αν το αγνοούσα, όσο κι αν δεν ήθελα να μιλήσω σε κανένα. Αυτή επινοούσε και μου έστελνε κάθε μέρα κι από ένα μήνυμα θάρρους κι ελπίδας. Αυτή δεν έχασε ποτέ την πίστη της σε μένα. Αυτή κυριολεκτικά με πέρασε απέναντι.

Κι ύστερα και σιγά – σιγά ανέβαιναν κι άλλοι. Η αδερφούλα μου, η Βούλα. Που τη ζάλιζα με τις ανησυχίες μου για την εμφάνισή μου και με τους φόβους μου για το αύριο. Εκεί να μου δίνει κουράγιο και δύναμη, ακούραστα.

Η υπέροχη οικογένειά μου στην Ελλάδα. Ο Σπυράκος που με έκανε να γελάω, η γλυκιά Μαριλού, ο Άκης, ο Γιάννης, η Γωγώ, το Ρενάκι μου, αστείρευτη πηγή κουράγιου και δύναμης, το Αφροδιτάκι μου με τα λόγια της που ήταν βάλσαμο στις πληγές μου ενώ την ίδια στιγμή σε ένα ειρωνικό αστείο της ζωής κι ο άντρας της ο Δημήτρης δίνει κι αυτός τον αγώνα του ενάντια στον ίδιο εχθρό. Είπαμε, όμως, μαζί θα το χορέψουμε το ζεϊμπέκικο του νικητή.

Η υπέροχη οικογένειά μου εδώ με πρώτη στις επάλξεις τη θεία τη Σοφία που δε σταμάτησε να νοιάζεται, να με παρηγορεί και να με στηρίζει.

Η Μαρία κι ο Σωτήρης, τα κολλητά φιλαράκια μας από την πατρίδα που ήταν πάντα δίπλα μου σε κάθε βήμα. Μέχρι και φάρμακα από Ελλάδα για να αντιμετωπίσω κάποιες παρενέργειες των χημειοθεραπειών μού έστειλε το Μαράκι μου.

Οι συνάδελφοι και οι φίλοι μου από τη δουλειά, δε με ξέχασαν ούτε στιγμή. Ήταν αυτά τα μηνύματα, τα διάσπαρτα στη μέρα μου που ρωτούσαν τι κάνω ή που μου υπενθύμιζαν πως είναι δίπλα μου. Μικρά, ασήμαντα, θα έλεγε κανείς, στίγματα, που όμως για μένα έκαναν τη διαφορά. Γιατί με τραβούσαν από το έρεβος της αρρώστιας στο λαμπερό φως της ζωής. Και ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν. Ένα δευτερόλεπτο, τρεις λέξεις, ένα σινιάλο.

Ύστερα άνοιξε διάπλατα για μένα η πόρτα της πίστης. Πάντα ήμουν κοντά στο Θεό, με έναν δικό μου ιδιαίτερο τρόπο. Σε τούτη τη δοκιμασία, όμως, η παρουσία Του ήταν έντονη από την πρώτη κιόλας στιγμή. Μια σειρά από απροσδόκητα γεγονότα από τη διάγνωση ακόμη, έως το χειρουργείο και τις θεραπείες που ακολούθησαν δε μου άφησαν κανένα περιθώριο να αμφιβάλλω ή να αμφισβητώ πως ήμουν υπό την προστασία Του.

Τέλος, ανέβηκαν οι υπέροχοι γιατροί μου και όλο το νοσηλευτικό προσωπικό του αντικαρκινικού νοσοκομείου Peter McCallum που με τις γνώσεις τους αλλά πάνω απ’ όλα με την ανθρωπιά τους έκαναν τη διαδρομή μου πιο εύκολη.

Με αυτούς τους υπέροχους συνεπιβάτες, λοιπόν, ξεκίνησα τον αγώνα για να κερδίσω τη ζωή μου. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια της υπεύθυνης νοσοκόμας για τον καρκίνο του μαστού που με ανέλαβε: «Το ταξίδι σου θα είναι σαν μια διαδρομή σε τρενάκι ταχύτητας του λούνα παρκ, αλλά, πίστεψέ με θα τα καταφέρεις».

Τρεις του Απρίλη, έγινε το χειρουργείο. Μαστεκτομή και πλήρης καθαρισμός των λεμφαδένων, στη δεξιά μεριά. Τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο. Η εικόνα μου αλλάζει ολοσχερώς. Μέσα κι έξω.
Πρωτομαγιά έκανα την πρώτη χημειοθεραπεία. Σε τέσσερις μέρες δεν ήξερα πού πατώ και πού βρίσκομαι. Ήταν στιγμές που δεν μπορούσα να κρατήσω το κεφάλι μου όρθιο. Το πάλευα. Σηκωνόμουν να περπατήσω, κουνιόμουν, έκανα οτιδήποτε για να αντισταθώ. Μάταια.

Τέλος Μαΐου ανέβασα πυρετό και μπήκα στο νοσοκομείο. Ήταν η γιορτή της μητέρας. Καθισμένη στην πολυθρόνα του μοναχικού δωματίου μου αναπολώ περασμένες γιορτές της μητέρας. Κανονικά τα κορίτσια θα σηκώνονταν πρωί πρωί και θα ετοίμαζαν πρωινό έκπληξη. Εγώ θα σηκωνόμουν, αφού θα με ειδοποιούσε με τρόπο ο Δημήτρης, θα έπαιρνα το ύφος της πιο μεγάλης έκπληξης και μετά θα αφηνόμουν στις τρυφερές αγκαλιές και τα γλυκά φιλιά των κοριτσιών. Ύστερα θα μου έδιναν τα δωράκια τους και θα έκλαιγα διαβάζοντας τα τρυφερά λογάκια στις καρτούλες τους. Όχι όμως εκείνη την ημέρα. Εκείνη την ημέρα ήμουν απομονωμένη σε ένα ψυχρό δωμάτιο νοσοκομείου με απαγορευτικό επισκέψεων.

Θλιμμένη κοίταζα έξω από το παράθυρο κι ασυναίσθητα άρχισα να παίζω με τα μαλλιά μου. Όταν κατέβασα το χέρι μου, η χούφτα μου ήταν γεμάτη τρίχες. Πανικοβλημένη, ξαναπέρασα τα δάχτυλά μου μέσα από τα μαλλιά μου για να τα δω να γεμίζουν με άλλη μια τούφα τρίχες. Ο φόβος γινόταν πλέον όλο και πιο πραγματικός.

Όταν βγήκα από το νοσοκομείο, ο Δημήτρης μού ξύρισε το κεφάλι. Τα κορίτσια τραβούσαν βίντεο. Είχαμε σχεδιάσει αυτή τη στιγμή σαν γιορτή, αλλά δεν μας βγήκε έτσι. Είδα τη θλίψη στα μάτια της μεγάλης μου κόρης και το φόβο στα μάτια της μικρής. «Η μαμά δεν θα έχει πια μαλλιά κι αυτό δεν έχει καθόλου πλάκα», διάβαζα μέσα στην ψυχή και των δύο.

«Πώς είμαι έτσι;» έλεγα από μέσα μου και δεν είχα δει τίποτα ακόμα.

Μέχρι το τέλος του πρώτου κύκλου των δυνατών χημειοθεραπειών, δεν είχα καθόλου μαλλιά, φρύδια και τσίνορα, δεν μπορούσα να πάω στην τουαλέτα χωρίς να σφαδάζω από τον πόνο και κάτι στιγμές δεν μπορούσα καν να σταθώ στα πόδια μου. Συχνά κοιταζόμουν αυθόρμητα στον καθρέφτη και τρόμαζα. Ήταν θλιβερό και αστείο συνάμα. Όλα διαλύονταν.

Κράτησα την αστεία πλευρά και πιάστηκα απ’ αυτήν. Άρχισα να μου βγάζω αστεία παρατσούκλια, να κάνω παράξενες φωνές και ήχους που ταίριαζαν πια με τη νέα μου εικόνα και έκαναν τους άλλους γύρω μου και κυρίως τα παιδιά μου να γελούν.

Θυμάμαι πως σε όλο κι όλο το κεφάλι μου είχε απομείνει μια τρίχα που δεν έπεσε. Τη βαφτίσαμε με τη Χρυσούλα «τρίχα του μωρού» και παίζαμε ώρες μαζί της. Τη χτενίζαμε, την κατσαρώναμε, της βάζαμε ζελέ. Υπήρχαν, όμως κι εκείνες οι στιγμές που η τρίχα του μωρού δεν αρκούσε για να μας κάνει να ξεχαστούμε.

Ήταν τότε που η Σταυρουλίτσα μου θα μου έκανε την πιο τρυφερή αγκαλιά του κόσμου, ή που η Χρυσουλίτσα μου θα με χάιδευε απαλά στην καραφλίτσα, ή που ο Δημήτρης μου θα με κοιτούσε τρυφερά στα μάτια και θα μου έσφιγγε με νόημα το χέρι, ή που θα αφηνόμουν να κλάψω γοερά στην ποδιά της μαμάς μου.

Ο καιρός περνούσε. Τον Ιούλιο ήρθε ο δεύτερος κύκλος των χημειοθεραπειών ενώ παράλληλα άρχισα κι άλλες θεραπείες. Κάθε καινούριο φάρμακο κι ένα χτυποκάρδι. Για τις αντιδράσεις, για τις παρενέργειες, για την ανταπόκριση του οργανισμού. Αισθανόμουν πως δεν όριζα το σώμα μου, το μυαλό μου, τη ζωή μου. Εγώ που ήμουν παθιασμένη με τον έλεγχο, τώρα ήμουν παραδομένη ολοκληρωτικά στα ιατρικά πρωτόκολλα.

Υπήρξαν στιγμές που έλεγα, «Φτάνει!» , «τα παρατάω, όλα και ό,τι γίνει» και ύστερα σκεφτόμουν τα κοριτσάκια μου, τα όνειρά μου, τα ταξίδια που έχουμε σχεδιάσει με το Δημήτρη μου κι έλεγα, «Πάμε! Πρέπει να προχωρήσεις. Θα περάσει κι αυτό.» Και σήκωνα το κεφάλι ψηλά και τα έβγαζα πέρα.

Αρχές Οκτώβρη, η τρίχα του μωρού έπεσε. Στο σπίτι πανηγύρι. Η μαμά άρχισε να βγάζει καινούρια μαλλάκια!

Νοέμβριο ξεκίνησαν οι ακτινοβολίες. Ευκολάκι. Είκοσι πέντε μέρες, καθημερινά στο νοσοκομείο για ψήσιμο κυριολεκτικά. Μέχρι τα Χριστούγεννα είχαν τελειώσει κι αυτές.

Μικρή ανάσα και μετά η ορμονοθεραπεία. Αυτή θα κρατήσει για χρόνια. Δεν πειράζει, ας έχω χρόνια μπροστά μου κι ας παίρνω χάπια.

«Μαμά, θα αργήσουμε!», ακούω ξαφνικά, κοιτώ το ρολόι μου που δείχνει 7 το πρωί. Πρέπει να βιαστώ. Να αφήσω τα κορίτσια στο σχολείο και μετά να συνεχίσω για την εφημερίδα. Πάλι θα αργήσω και θα πέσω σε κίνηση και ο Σωτήρης θα μου την πει. Εγώ, όμως, θα του χαμογελάσω και θα την βγάλω πάλι καθαρή.

Ανοίγω την πόρτα και το μόνο που με αγγίζει είναι η πρωινή δροσιά και το αχνό πρώτο φως του ήλιου. Κάθε μέρα για μένα πια αυτή η υπέροχη αίσθηση είναι ένα δώρο. Το δώρο της απλής, καθημερινής ζωής που λαθεμένα θεωρούμε δεδομένο. Πιστέψτε με, δεν είναι. Κι αυτό το κάνει πιο πολύτιμο.