Με το σταδιακό πέρασμα της γενιάς των Ελλήνων μεταναστών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συχνά γίνονται αναφορές στο τέλος μιας εποχής, είτε αυτό αφορά μια επιχείρηση είτε κάποιο πρωτοποριακό επίτευγμα.

Την περασμένη εβδομάδα, το άκουσμα της είδησης του θανάτου ενός ποδοσφαιρικού θρύλου του Σϊδνεϊ, του Σωτήρη “Σώτου” Πατρινού, ο οποίος αγωνίστηκε για εννέα σεζόν στον Πανελλήνιο Ποδοσφαιρικό Σύλλογο (Pan-Hellenic Football Club), έφερε πίσω αρκετές αναμνήσεις μιας ξεχασμένης εποχής για την Ελληνική κοινότητα και τον αθλητισμό της Αυστραλίας.

Καθώς είχε απαγορευτεί στην Αυστραλία η συμμετοχή στις διοργανώσεις της FIFA στα τέλη της δεκαετίας του ’50 μέχρι τις αρχές του ’60, οι ομάδες του Σίδνεϊ εκμεταλλεύτηκαν τις αντίξοες αυτές συνθήκες ώστε να ενισχύσουν τα τοπικά πρωταθλήματα με την εισαγωγή περισσότερων ξένων παικτών.

Με την είσοδο πολλών Ευρωπαίων μεταναστών, το ποδόσφαιρο μεταλλάχθηκε από ένα δημοφιλές ψυχαγωγικό παιχνίδι, σε ομάδες να εκπροσωπούν τις χώρες τους και τη διατήρηση της εθνικότητάς τους σε μια υιοθετημένη πατρίδα. Ως αποτέλεσμα, σύλλογοι όπως η St, George Budapest (Ουγγαρία), η Sydney Hakoah (Ισραήλ), η Polonia (Πολωνία), η APIA (Ιταλία), η Prague (Τσεχοσλοβακία) και ο Πανελλήνιος θύμιζαν περισσότερο μια Ευρωπαϊκή διοργάνωση παρά μια τοπική, του Σίδνεϊ.

Ο Πανελλήνιος, που τότε αγωνιζόταν στην Β’ Κατηγορία, απέκτησε τον Σωτήρη Πατρινό μαζί με τον Τεό Τούσση, ώστε να ενισχυθεί η ομάδα αφού προσπαθούσε να πετύχει την άνοδό της. Μπορεί αρκετοί ποδοσφαιριστές από την Ελλάδα να έγιναν μέλη του συλλόγου μεταγενέστερα, όπως ο Γιώργος Γιάγκου, ο Τζιμ Χατζής, ο Άγγελος Μαυρόπουλος, ο Τζον Καραγιάννης και ο Κρις Άμπος, όμως ήταν η συνεισφορά του Πατρινού και του Τούσση στην ομάδα, που αμφότεροι την οδήγησαν στην Α’ Κατηγορία, η οποία έκανε τη διαφορά.

Έχοντας αγωνιστεί για εξήμισι σεζόν με τη φανέλα του Ατρόμητου στο Ελληνικό πρωτάθλημα, ο “Σώτος” παρατήρησε μια διαφήμιση στην “Αθλητική Ηχώ” που καλούσε για ενδιαφερόμενους ποδοσφαιριστές που πιθανόν να ήθελαν να παίξουν για μια ελληνική ομάδα στο Σίδνεϊ και ήρθε σε επαφή με τους ιθύνοντες του συλλόγου. Ένα μήνα αργότερα, έκανε το ταξίδι στην άλλη άκρη του κόσμου μαζί με τον Τεό Τούσση ώστε να παίξει ποδόσφαιρο.

Κι ενώ ο σκοπός τους ήταν να βοηθήσουν τον Πανελλήνιο να προβιβαστεί και έπειτα να επιστρέψουν στην Ελλάδα έξι μήνες αργότερα, η ζεστασιά και η φροντίδα της Ελληνικής κοινότητας τους έπεισαν να αλλάξουν γνώμη. Μπορεί αρχικά να απογοητεύτηκαν με το επίπεδο του ποδοσφαίρου στην Β’ Κατηγορία του Σίδνεϊ, το οποίο χαρακτήριζαν ως “γειτονικό”, ωστόσο τα κατορθώματα της ομάδας εκπροσωπούσαν όχι μόνο την ίδια, αλλά ολόκληρη την Ελληνική παροικία.

Θυμήθηκε τις μέρες που αγωνιζόταν στη Γερμανία με την φανέλα της Concordia και έπαιζαν στον τελευταίο γύρο με το παιχνίδι να βρίσκεται στο 0-0 στα μέσα του β’ ημιχρόνου. Ο Πανελλήνιος βρισκόταν στην κορυφή της βαθμολογίας της Β’ Κατηγορίας, με την Polonia μόλις έναν βαθμό πίσω του. Ο Πανελλήνιος κέρδισε πέναλτι και εκεί που κανείς δεν ήθελε να το εκτελέσει, ο Πατρινός ανέλαβε την ευθύνη. Κοιτώντας προς τα ουράνια και ζητώντας την υποστήριξη της μητέρας του, η οποία είχε χάσει τη ζωή της εκείνη τη χρονιά, ανέλαβε το πέναλτι και σκόραρε, δίνοντας στην ομάδα την άνοδο. Κατά τη διάρκεια των τρελών πανηγυρισμών του, φίλησε τον διαιτητή με συνέπεια να αποβληθεί από το παιχνίδι.

Από τότε και για τα υπόλοιπα χρόνια, ο Πατρινός θα αναλάμβανε όλες τις εκτελέσεις πέναλτι της ομάδας, με τα μέσα της χώρας να του δίνουν τον άτυπο τίτλο του “βασιλιά των πέναλτι”. Ο “Σώτος” έτρεφε απεριόριστο σεβασμό προς τους συναδέλφους του. Ο αμυντικός “ογκόλιθος”, Comino Omeros, παρέμεινε ισόβιος φίλος του, ενώ αναπολούσε με νοσταλγία τις μέρες που ο Charlie Perkins αγωνιζόταν στην ομάδα και συνήθιζε να έρχεται στον Ελληνικό Σύνδεσμο, χωρίς να ενδιαφέρεται αν είναι Έλληνας ή Αβορίγινας αφού “έπαιζε για τη φανέλα”.

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές πτυχές του παιχνιδιού του Πατρινού ήταν το θράσος του. Σε ένα ματς του Πανελλήνιου κόντρα στην APIA, η ομάδα κέρδισε δύο πέναλτι με τον ίδιο να τα εκτελεί και τα δύο! Και στα δύο πέναλτι, έπαιξε “θέατρο” ότι τάχα είχε τραυματιστεί, ενώ αφού σκόραρε, οι εξαγριωμένοι παίκτες της APIA, καθοδηγούμενοι από τον Phillipo Bottalico, άρχισαν να τον κυνηγούν γύρω από το γήπεδο, κάτι που όπως λέει ο ίδιος “μου θύμισε κωμωδία. Ήταν ξεκαρδιστικό! Το κοινό άρχισε να συμμετέχει και να γιουχάρει τους παίκτες της APIA”.

Το πιο αξιομνημόνευτο πέναλτι ήταν εκείνο κόντρα στην τσεχοσλοβάκικη ομάδα, Bratislava, η οποία τότε θεωρείτο πανίσχυρη και αναμενόταν να διασύρει τον Πανελλήνιο. Χάνοντας 0-1 και με μόλις δέκα λεπτά να απομένουν, ο Πανελλήνιος κέρδισε πέναλτι. Όπως θυμάται ο “Σώτος”: “Ο τερματοφύλακάς τους ήταν ένας από τους καλύτερους στον κόσμο. Όταν έβαλα την μπάλα στην άσπρη βούλα, άκουγα τον κόσμο να φωνάζει “Ο Βασιλιάς! Ο Βασιλιάς! Εκτέλεσέ το”. Του έριξα μια ματιά και είδα ότι ήταν τόσο προετοιμασμένος για την εκτέλεση, σαν να ήθελε να φάει τη μπάλα. Όμως δεν πιέστηκα καθόλου, απλώς σκέφτηκα “αν αυτός είναι βασιλιάς των τερματοφυλάκων, εγώ είμαι βασιλιάς των πέναλτι”. Εκείνος βούτηξε δεξιά, αλλά εγώ έστειλα την μπάλα αριστερά. Ήταν ένα αξιομνημόνευτο γκολ, το κοινό εξερράγη! Με το τελευταίο σφύριγμα, οι υποστηρικτές μας έτρεξαν μέσα στο γήπεδο και με σήκωσαν στα χέρια τους. Τους είχα δώσει τεράστια χαρά. Αργότερα, όταν ρωτήθηκαν οι επίσημοι της Bratislava σχετικά με το ποιοι Αυστραλοί ποδοσφαιριστές τους αρέσουν, επέλεξαν τον Les Scheinflug και εμένα, κάτι που αποτέλεσε μεγάλη τιμή”.

Ακόμη ένα σπουδαίο επίτευγμα στην καριέρα του “Σώτου” ήταν η ευκαιρία που του δόθηκε να αγωνιστεί με την ομάδα της Νέας Νότιας Ουαλίας, με τον φίλο και συμπαίκτη του Comino Omeros. Δεν ήταν τόσο η προσωπική επιτυχία, όσο η αναγνώριση της παραγωγής σπουδαίων ποδοσφαιριστών από πλευράς Πανελληνίου.
Όταν ένα μέρος μελών του Πανελλήνιου αποφάσισε να αγοράζει την ομάδα της Canterbury, ο Πατρινός παρέμεινε πιστός στο σωματείο. Είδε αυτή τη ρήξη εντός της Ελληνικής ποδοσφαιρικής κοινότητας από την οπτική ενός ποδοσφαιριστή: “Θεώρησα ότι ήταν μεγάλο κρίμα να βλέπεις τους Έλληνες φιλάθλους διαχωρισμένους. Εγώ δεν επηρεάστηκα από αυτές τις εξελίξεις αφού αγαπούσα πραγματικά τον Πανελλήνιο”.

Με την είσοδο αρκετών Βρετανών μεταναστών στο άθλημα, ο Πατρινός και αρκετοί άλλοι παίκτες έμειναν εκτός ομάδας το 1965. Για μια σεζόν αγωνίστηκε στην κυπριακή ομάδα Β’ Κατηγορίας AEK Granville. Κατανοώντας άμεσα το λάθος που είχαν κάνει με την εισαγωγή τόσων πολλών ξένων, οι ιθύνοντες του Πανελλήνιου κάλεσαν άμεσα τον Πατρινό και τον Omeros πίσω στην ομάδα, κάνοντάς τον ευτυχισμένο που επέστρεψε στο “σπίτι” του.

Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις ποδοσφαιριστών με σπουδαία καριέρα, έτσι και για τον Πατρινό, το τέλος της καριέρας του δεν ήταν και το πιο κομψό. “Όταν ο νέος προπονητής, Mick Jones, ήρθε στην ομάδα και άρχισε να αλλάζει τα πράγματα, σύμφωνα με τα ‘θέλω’ του, ήταν σαν να πηγαίνεις στον γιατρό με μια ασθένεια και να σου λέει ότι δεν θα τα καταφέρεις. Η ζωή έχει το τέλος της. Όλα έρχονται σε ένα τέρμα…”

Το 1969 οργανώθηκε ένα φιλικό παιχνίδι προς τιμήν του Πατρινού μεταξύ του Πανελληνίου και της Sydney μπροστά σε 5.000 θεατές, το οποίο έληξε με το ξεκαρδιστικό 4-4. Όλοι οι ποδοσφαιρικοί αστέρες του Σίδνεϊ ήταν εκεί: ο Johnny Warren, ο Johnny Watkiss, o Giacomo Giacometti, o Phillipo Bottalico. Σαν σε επεισόδιο από κωμωδία, ο Πατρινός έκανε “θέατρο” σε ένα φάουλ, με τον Karl Jaros να του φωνάζει να μείνει κάτω. Στο τέλος, οι υπεύθυνοι του συλλόγου μπήκαν εντός αγωνιστικού χώρου και του φόρεσαν επιδέσμους!

Ο “Σώτος” κρέμασε τα παπούτσια του έπειτα από ένα σύντομο πέρασμα από την Darwin Olympic. Όμως συνέχισε να μένει κοντά στον Πανελλήνιο και την Sydney Olympic, προπονώντας ομάδες νέων, ισόβιο μέλος των συλλόγων και αγωνιζόμενος σε παιχνίδια παλαιμάχων.

Ρίχνοντας μια ματιά πίσω στην καριέρα του, ο “Σώτος” σκέφτεται: “Μπορεί να μην έβγαλα πολλά λεφτά παίζοντας ποδόσφαιρο, όμως κέρδισα την αγάπη των υποστηρικτών μας κι αυτό είναι ανεκτίμητο. Τόσες πολλές από τις ισόβιες φιλίες μου έχουν προέλθει από τις μέρες που έπαιζα στον Πανελλήνιο και είμαι πραγματικά τυχερός για αυτό”.

*Ο Βασίλης Βασίλας είναι συγγραφέας του βιβλίου “Ο Γίγαντας Που Δεν Ξύπνησε Ποτέ” (“The Giant Who Never Awoke”), που αποτελεί την ιστορία του Πανελληνίου Ποδοσφαιρικού Συλλόγου (1957-68).