«ΦΑΣΙΣΤΕΣ, Γερμανοτσολιάδες, δοσίλογοι, προδότες, πουλημένοι, προσκυνημένοι, εσείς στα τέσσερα, έρχονται κρεμάλες, θα σας πάω αίμα μέχρι τέλους, κάτσε κάτω ρε, σιχάματα, ζουρλός, κλέφτες, φυλακή» είναι μόνο μερικές από τις λέξεις που εκστομίζονται στον δημόσιο «πολιτικό» διάλογο και έχουν υιοθετηθεί πλήρως από τους Έλληνες πολίτες.

Πρόσφατα ένας φίλος οικονομολόγος σε μία συζήτηση τόνισε πως «όταν το παιχνίδι δεν έχει κανόνες, δεν υπάρχει ενδιαφέρον». Ποιoς θέτει λοιπόν τους κανόνες εντός και εκτός Κοινοβουλίου για τους Έλληνες πολιτικούς και γιατί υπάρχει αυτή η ανακολουθία; Οι ίδιοι επιζητούν τον σεβασμό μέσα από μία κρίση που εκτείνεται σε ολόκληρη τη δημόσια ζωή, παράλληλα όμως πολλοί από αυτούς δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τον δημόσιο λόγο τους. Κι αν το παραπάνω δεν είναι εφικτό, ποια τα όρια των δυνατοτήτων τους σε πεπραγμένα που αφορούν το έργο τους;

Μία ακόμη ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και σε χώρες της Δύσης που προοδεύουν καινοτομώντας, είναι οι όροι στον δημόσιο διάλογο. Στο πρώτο αυτό στάδιο, πριν ακολουθήσουν προτάσεις νόμου, ψηφοφορίες και εφαρμογές νέων νόμων για την παιδεία, την επιχειρηματικότητα, την οργάνωση συστημάτων υγείας, ο πολιτικός καταθέτει στο δημόσιο διάλογο ιδέες και προτάσεις. Αναπτύσσει συλλογισμούς γύρω από πολιτικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Αντ’ αυτού, ο Έλληνας πολιτικός ανατρέχει στο παρελθόν αναζητώντας ευθύνες για τους κυβερνώντες περασμένων Κοινοβουλευτικών συνθέσεων. Αρέσκεται στους εθνικούς διχασμούς καθώς ποντάρει στο συναίσθημα των ψηφοφόρων. Είναι σε θέση να ανασύρει τις μελανότερες σελίδες της ιστορίας για να ασκήσει έναν διάλογο θεμελιωμένο στα πτώματα των προγόνων μας. Εξ ου και η φθηνή εκφραστικότητα των σκέψεών τους με την ορολογία που προαναφέρθηκε, ως μία πεπατημένη που οδηγεί εδώ και πολλές δεκαετίες στον αθεράπευτο εγωτισμό του εκλέγεσθαι ή επανεκλέγεσθαι. Περιορισμένος χώρος για ό,τι κοινό(βιο) στα δημόσια πράγματα.

Γνωρίζουμε όλοι πως το φθηνό είναι πάντα και πιο εύπεπτο για το ευρύ κοινό. Ωστόσο κάπως έτσι χαίρουν τηλεοπτικού χρόνου οι επηρμένοι (ή τροπαιούχοι του άδειου λόγου, όπως θα έλεγε ο ποιητής) και αποστρέφονται την πολιτική οι σοβαροί και δημιουργικοί άνθρωποι του τόπου μας που ζούνε, εργάζονται, συνδιαλέγονται με σχεδόν αθόρυβους αλλά αδιάκοπους ρυθμούς στην πατρίδα μας. Είναι αυτοί οι Έλληνες (δημιουργοί) που μας κάνουν να αισθανόμαστε υπερήφανοι για ό,τι κοινό μας συνδέει μαζί τους.

Οι ίδιοι που ονομάζουν το Ελληνικό Κοινοβούλιο «Ναό της Δημοκρατίας», αντιμάχονται στον ίδιο χώρο χρησιμοποιώντας φθηνού πεζοδρομιακού τύπου υβρεολόγιο. Ας αντιληφθούν λοιπόν πως ο πήχης χαμήλωσε εκ των έσω και ας μην περιμένουν άλλο από τους πολίτες. Είναι δύσκολο για έναν πολίτη να σεβαστεί έναν εργασιακό χώρο του οποίου οι μετέχοντες εξαπολύουν τους παραπάνω χαρακτηρισμούς. Υβρεολόγιο που καταπίνει τους λίγους σοβαρούς που απέμειναν στην πολιτική ζωή του τόπου. Τα κάστρα, λένε, πέφτουν εκ των έσω και οι φθηνοκομματικές νοοτροπίες βάλθηκαν να τα γκρεμίσουν.