Μας αποχαιρέτησε όλους όσοι είμαστε στο χώρο σελιδοποίησης αυτήν την ώρα, ομαδικά και μετά γύρισε πίσω να πει το περίφημο «εγώ, να θυμάστε, κι όταν φεύγω είμαι εδώ»!

Ποτέ δεν φαντάστηκα πόσο παρήγορη θα ήταν η δήλωση αυτή του Τάκη Γκόγκου… δεκαετίες μετά! Όταν θα έφευγε για το στερνό μεγάλο ταξίδι και πράγματι θα είχαμε ανάγκη από μια τέτοια επιβεβαίωση.

Οι μνήμες έρχονται πίσω ορμητικά. Στριμώχνονται η μια δίπλα στην άλλη ζητώντας προτεραιότητα. Προσπαθώ να βάλω κάποια τάξη. Είναι μόνο λίγες ώρες μετά τον τελευταίο αποχαιρετισμό.

Η αισιοδοξία της μνήμης με φέρνει στον πρώτο καιρό της εξ όψεως γνωριμίας μας. Στον νεαρό εκδότη. Τον τριαντάρη Γκόγκο όταν διέσχιζε την Russell St. Με το… αιώνιο γκρι σακάκι, τα χέρια μέσα στις τσέπες του παντελονιού, σφυρίζοντας. Τότε που περπατούσε βιαστικά και οραματιζόταν να κάνει την εφημερίδα του μεγάλη.

ΕΙΜΑΣΤΕ Η ΦΩΝΗ ΤΟΥΣ

«Πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε γι’ αυτούς που από μόνοι τους δεν μπορούν να διεκδικήσουν πολλά. Αυτό το ξέρεις. Είμαστε η φωνή τους. Το γνωρίζεις αυτό. Τι έχεις γι’ αυτήν την έκδοση»; Απανωτές συστάσεις, διαφωτίσεις, κατευθύνσεις και προσδιορισμοί.

Τα πρώτα χρόνια πέρασαν με τη στήλη και μετά, όταν ζήτησα πλήρη απασχόληση, τις αρχές του ’80, μ’ έριξε κατ’ ευθείαν στα βαθιά νερά.

Αφιερώματα με θέμα τα διάφορα διαμερίσματα της Ελλάδας, όπως εκπροσωπούνται από τους διάφορους εθνικοτοπικούς συλλόγους, ανακοίνωσε, προσθέτοντας ότι «ήταν σίγουρος ότι θα τα πήγαινα καλά».

Θυμάμαι ότι δεν με θορύβησε η πρόταση, μέχρι που μου ανακοίνωσε ότι θα έπρεπε να βρίσκω και τους σπόνσορες που θα κάλυπταν τα έξοδα. «Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις» είπε χωρίς να μου δίνει περιθώρια για αντίλογο. Απλώς μου συνέστησε να συνεργαστώ με τους προηγούμενους και τις κοπέλες του γραφείου.

Βλέποντας την πολύπλευρη ωφελιμότητα των αφιερωμάτων, τους άνοιξε ο ίδιος την πόρτα να μεταπηδήσουν στην έκδοση της Πέμπτης του «Νέου Κόσμου».

Η μεγάλη πρόκληση για τον ίδιο, θυμάμαι, ήταν η πρότασή μου, στις αρχές του ’90, τα ένθετα να γίνουν έγχρωμα. Στην αρχή το απέκλεισε λόγου του απαγορευτικού κόστους. «Θα αστειεύεσαι ασφαλώς. Θέλεις να βγούμε απ’ το παράθυρο;»

Όχι η καλύτερη λύση, βέβαια. Βρισκόμαστε στον πρώτο όροφο του κτιρίου στη Nicholson Street!

Tελικά, υπερίσχυσε η αλάθητη αισθητική του σε συνδυασμό με τη θετική πλευρά του θέματος.

Ένα από τα σημεία του χαρακτήρα του που θαύμαζα πραγματικά ήταν η αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετώπιζε όλα τα θέματα, από το πιο μικρά μέχρι το πιο μεγάλα, και η δύναμη να σταθεί στο ύψος του, ακόμη και όταν οι προκλήσεις ήταν κυριολεκτικά έξω από την πόρτα του την οποία, να σημειωθεί, άφηνε πάντα ανοιχτή.

Κι αυτό χωρίς καμία επιδίωξη να βάλει το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Ζητούσε να μάθει τι συμβαίνει, και απαιτούσε ό,τι ήταν αυτό να λυθεί.

Αντιπαθούσε την προσποίηση σε όλες της τις μορφές και δεν ξέρω αν ήταν έμφυτο ή είχαν πιάσει τόπο τα διδάγματα της μητέρας του, της κυρίας Ευτυχίας που όπως είπε χτες ο ιερέας ‘συνέστηνε πάντα στον Τάκη να είναι ταπεινός’.

Το ίδιο απεχθανόταν και τις ακρότητες, πράγμα που συχνά τον έφερνε σε σύγκρουση και με άτομα του περιβάλλοντός του.

Η χθεσινή μέρα, μέρα του αποχαιρετισμού, έριξε φως σε μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα του που τονίζει την ανωτερότητα και την ψυχική του ευγένεια. Ήξερε πώς να προφυλάξει τον άνθρωπο από την πλευρά του εαυτού του που δεν μπορούσε να ελέγξει.

ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Χθες ακούσαμε από το στόμα του ιερέα κάτι που πολλοί από μας –και μεταξύ αυτών η γράφουσα– δεν γνωρίζαμε. Ότι ο Τάκης ήταν φίλος του αρχιεπισκόπου Στυλιανού.

Έτσι εξηγείται η λογοκρισία την οποία –για πρώτη φορά– υπέστη η δουλειά μου – από τον Τάκη Γκόγκο μέσα στα σαράντα και, χρόνια που ήμουν στην εφημερίδα το 1991. Ήταν η συνέντευξη που μου είχε δώσει ο αρχιεπίσκοπος και στην οποία ήταν ιδιαίτερα δηκτικός σε ορισμένα θέματα που αναφέρονταν στους κληρικούς της Αυστραλίας γενικότερα και ειδικότερα σ’ εκείνους της Μελβούρνης.

Απόγευμα Δευτέρας και περίμενα να γυρίσει από το φαγητό για ‘να δει το κείμενο’ όπως μου είχε ζητήσει. «Μην το δώσεις για σελιδοποίηση πριν το διαβάσω», μου είχε πει χωρίς εντούτοις να με θορυβήσει. Δεν με είχε συνηθίσει με επεμβάσεις στη δουλειά μου. Αυτό ήταν γεγονός.

Ήταν μια συνέντευξη που περίμενα στο Σίδνεϊ τρεις επιπλέον μέρες για να την πάρω. Ένα μεγάλο μέρος αναφερόταν στη Θεολογική Σχολή για την οποία ήταν πολύ περήφανος και φανερά ικανοποιημένος. «Θα λύσει πολλά προβλήματα» είχε πει και προχώρησε σε κάθε άλλο παρά κολακευτικούς χαρακτηρισμούς για μέρος του κλήρου.

Μαγνητοφώνησα όσα είπε, το γνώριζε και δεν μου ζήτησε να δει το κείμενο πριν δημοσιευτεί. «Μ’ αρέσει η προσέγγισή σου στα θέματα», είχε πει απλά και το θεώρησα σπουδαίο.

Σ’ αυτά που έκρινα λεπτά σημεία και στα οποία εκφραζόταν αδρά – να το θέσω ήπια – τον ρωτούσα αν μπορώ να τα αναφέρω και η απάντησή του ήταν καταφατική.
«Και βέβαια να τα πεις!»

Δεν είχε όμως, ως φάνηκε, την ίδια άποψη ο Τάκης ο οποίος, χωρίς δεύτερη σκέψη, τα έσβηνε, κατακρεουργώντας στην κυριολεξία, το κείμενό μου.
Στις αντιρρήσεις μου, μου έδωσε την επιλογή να μπει κομμένο, ή να μη δημοσιευτεί. Με πόνο καρδίας προτίμησα το δεύτερο.

Σήμερα, σκέφτομαι, ότι ήθελε να προφυλάξει τον μεγάλο θρησκευτικό ηγέτη από τον ίδιο τον εαυτό του! Από την ηφαιστειώδη πλευρά του χαρακτήρα του, που, ως γνωστό, δεν μπορούσε να ελέγξει.

Από την άλλη, σεβάστηκε τη δική μου επιλογή να μην δημοσιευτεί αλλοιωμένο.

Τότε είχα ενοχληθεί. Σήμερα που ξέρω, τον ευχαριστώ γι’ αυτό και για όλα τα άλλα που μ’άφησε ελεύθερα να εκφράσω και ανενόχλητα να πορευτώ σ’ όλη μου την επαγγελματική ζωή.

Όλοι μας, όσοι είχαμε την τύχη να πορευτούμε για δεκαετίες μαζί του, αλλά και οι νεότεροι, τον ευγνωμονούμε μέσα από τα βάθη της καρδιάς μας.
Ξέρω ότι από κει ψηλά που μας βλέπει χαμογελά και λέει το περίφημο «ευχαριστούμεν πολλά!».

*Ρεπορτάζ και φωτογραφίες για την κηδεία του Δημήτρη Γκόγκου στη σελίδα 15 του “Νέου Κόσμου” της Πέμπτης.