Η εταιρία εξόρυξης Fortescue αποφάσισε μόλις μία εβδομάδα πριν την επιβολή του φόρου υπερκερδών στις εταιρίες εξόρυξης, να μηνύσει την κυβέρνηση στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, με το σκεπτικό ότι η επιβολή του συγκεκριμένου φόρου είναι αντισυνταγματική.

Η Fortescue απειλούσε καιρό τώρα ότι θα έθετε υπό αμφισβήτηση τη συνταγματικότητα του φόρου υπερκερδών και ενώ επικράτησε η άποψη ότι, τελικά, επρόκειτο να προβεί σε αυτό, η απόφασή της μία μόλις εβδομάδα πριν την επιβολή δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα στην κυβέρνηση που ανέμενε ότι θα εισπράξει περίπου $10 δις από τον φόρο μέσα στα επόμενα τρία χρόνια.

Το βασικό επιχείρημα των δικηγόρων της Fortescue στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση με την επιβολή του φόρου υπερκερδών κάνει διακρίσεις μεταξύ των Πολιτειών της χώρας γεγονός που παραβιάζει το Άρθρο 51(ΙΙ) του Συντάγματος. Όπως αναφέρεται στην αίτηση εξέτασης της συνταγματικότητας του φόρου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ευνοεί κάποιες πολιτείες περισσότερο από κάποιες άλλες με αποτέλεσμα να παραβιάζει και το άρθρο 99 ενώ παράλληλα περιορίζει την δυνατότητα κάποιων πολιτειών να ενθαρρύνουν επενδύσεις από εταιρίες εξόρυξης, κάτι που ξεκάθαρα προβλέπει το άρθρο 91 του Συντάγματος της χώρας. Με βάση τα παραπάνω επιχειρήματα οι δικηγόροι της Fortescue καταλήγουν ότι στην ουσία ο φόρος υπερκερδών περιορίζει την κυριαρχία των πολιτειών στο έδαφος τους.

Να υπενθυμίσουμε ότι ο φόρος υπερκερδών ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που αφαίρεσαν από τον Κέβιν Ραντ την εξουσία. Η πρωθυπουργός Τζούλια Γκίλαρντ μετά την ανάληψη των καθηκόντων της κατάφερε να έρθει σε συμφωνία με τις μεγάλες εξορυκτικές εταιρίες όπως Rio Tinto και ΒΗP αλλά αυτό δεν επετεύχθη με τις μικρότερες, όπως την Fortescue του Andrew Forrest και την Hancock της Gina Rinehart.
Και οι δύο Forrest και Rinehart καλούνται να πληρώσουν φόρο της τάξης 30% για τα υπερκέρδη των εταιριών τους από την 1η Ιουλίου και αν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφασίσει ότι η επιβολή του συγκεκριμένου φόρου είναι συνταγματικά νόμιμη.