Είμαι βέβαιος πως την περασμένη Κυριακή οι ψηφοφόροι, όταν κατέβαιναν στις κάλπες, γνώριζαν ότι με την ψήφο τους δεν θα έκριναν μόνο το μέλλον της Ελλάδας, αλλά και σε κάποιο βαθμό θα επηρέαζαν και τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.).

Τα αποτελέσματα των εκλογών δείχνουν ότι η πλειονότητα των Ελλήνων βλέπει ότι το μέλλον της χώρας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη βιωσιμότητα της Ε.Ε. και του ευρώ, το κοινό νόμισμα της Ευρωζώνης, παρ’ όλα τα προβλήματα που δημιουργεί στην ελληνική οικονομία.

Όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, ο Αντώνης Σαμαράς συνέχιζε τις επαφές με πολιτικούς παράγοντες για το σχηματισμό κυβέρνησης, η οποία μάλλον θα απαρτίζεται από στελέχη της Νέας Δημοκρατία, του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Αριστεράς.

Αλγεινή εντύπωση δημιουργεί η άρνηση του Αλέξη Τσίπρα για συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα κυβέρνηση. Δεν είναι μόνο οι ιδεολογικές διαφορές και οι προεκλογικές διαφωνίες του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Σε κρίσιμες περιόδους της ιστορίας μας, όπως η παρούσα, εκείνο που έπρεπε να προέχει είναι η σωτηρία της χώρας, έστω και αν αυτή προϋποθέτει κάποιους ιδεολογικούς συμβιβασμούς.

Δυστυχώς. Όμως. ο αμοιβαίος συμβιβασμός και η επίτευξη μιας κοινής θέσης μετά από διάλογο και διαπραγματεύσεις βρίσκονται πολύ χαμηλά στην κλίμακα κάποιων πολιτικών.
Κατά τη γνώμη μου. είναι ευτύχημα το ότι η έκκληση του Αντώνη Σαμαρά για αυτοδυναμία της ΝΔ δεν είχε την λαϊκή ανταπόκριση που περίμενε. Μια τέτοια αυτοδυναμία θα ενίσχυε τις αργηγικές του τάσεις που έχουν εκδηλωθεί από τα πρώτα χρόνια της πολιτικής του καριέρας. Επιπλέον, θα ήταν δύσκολο να διαπραγματευθεί με την Ε.Ε. ως πρωθυπουργός και αρχηγός ενός κόμματος που είχε ως αντιπάλους του όλα τα άλλα κόμματα του Κοινοβουλίου.

Τώρα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για το συγκερασμό των διαφόρων πτυχών των κομματικών εξαγγελιών σε ένα ενιαίο κυβερνητικό πρόγραμμα, το οποίο, από τη μια, θα έχει ένα ευρύ λαϊκό έρεισμα και, από την άλλη, θα έχει μεγαλύτερη απήχηση στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους, αφού θα προβάλλεται ως η συλλογική θέληση του ελληνικού λαού.

Απαραίτητη, κατά την άποψή μου, προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας αποτελεσματικής διακυβέρνησης της χώρας είναι η υπέρβαση των ιδεολογικών περιχαρακώσεων των κομμάτων που θα σχηματίσουν κυβέρνηση. Εννοώ υπέρβαση για το διάστημα της συγκυβέρνησης, όχι ιδεολογική μεταμόρφωση. Για να επιτευχθεί μια τέτοια υπέρβαση δεν αρκεί μόνο το βγάλσιμο των παρωπίδων, απαιτείται και η επικράτηση του εθνικού συμφέροντος έναντι του ατομικού και κομματικού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΠΙΛΕΓΕΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

Η μέχρι στιγμής στάση του ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει για την αντικειμενικότητα των κινήτρων του. Επέλεξε το ρόλο της αντιπολίτευσης, απορρίπτοντας εκ προοιμίου την πρόταση για συγκυβέρνηση ευθύνης.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της αθηναϊκής εφημερίδας Το Βήμα (18/6), ο Αλέξης Τσίπρας ζήτησε «να σταματήσουν τα επικοινωνικα παιχνίδια», αναφορικά με τη μη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στο κυβερνητικό σχήμα καθώς, όπως είπε, «η δημοκρατία προβλέπει και κυβέρνηση και αντιπολίτευση, και εμάς ο ρόλος μας είναι να ασκούμε κριτική για τα κακώς κείμενα και να παρεμβαίνουμε με μαχητικό τρόπο… Διαβεβαίωσα τον πρόεδρο της ΝΔ ότι αυτό θα πράξουμε», τόνισε ο κ. Τσίπρας.
Εκείνο που προβληματίζει πολλούς σχολιαστές είναι ότι ο κ. Τσίπρας άφησε να διαφανεί ότι θα χρησιμοποιήσει και τακτικές πεζοδρομίου, τις οποίες είχε εγκαταλείψει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.

Αυτό δείχνει ότι κύριος στόχος του θα είναι η ανατροπή της νέας κυβέρνησης το συντομότερο δυνατό, και όχι η άσκηση μιας εποικοδομητικής κριτικής από τη θέση της αντιπολίτευσης. Υποψιάζομαι ότι το ελληνικό Κοινοβούλιο θα αποκτήσει τον δικό του Tony Abbott.
Η στάση του Αλέξη Τσίπρα, ιδωμένη από μια διαφορετική οπτική γωνία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί έντεχνα από την κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όπως είναι γνωστό, οι Ευρωπαίοι είχαν κάθε λόγο να απεύχονται την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτο κόμμα, που θα του έδινε τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, αφού ο Α. Τσίπρας μιλούσε για καταγγελία του Μνημονίου, και όχι απλώς την αναδιαπραγμάτευση των πιο επαχθών όρων του.

Αυτή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει την κυβέρνηση στο αίτημά της για αναδιαπραγμάτευση, γιατί σε περίπτωση που η Ευρώπη παραμείνει ανένδοτη, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει ελεύθερο πεδίο δράσης, και θα αυξήσει τη δημοτικότητά του σε βαθμό που θα καταστήσει τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης προβληματική. Οπότε για την Ευρώπη η αναδιαπραγμάτευση θα είναι το μικρότερο από δύο κακά.

Όλες οι ενδείξεις τείνουν προς το συμπέρασμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ανακουφισμένος που δεν έχει αναδειχθεί σε πρώτο κόμμα, το οποίο θα αναμενόταν να σχηματίσει κυβέρνηση. Το προεκλογικό του πρόγραμμα, με όλες τις ασάφειες και την παντελή έλλειψη κοστολόγησης των επί μέρους προτεινόμενων μέτρων, ήταν σαφής ένδειξη πως είναι ανέτοιμος για την ανάληψη της ευθύνης διακυβέρνησης της χώρας.

ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑ ΝΑ ΕΞΥΓΕΙΑΝΕΙ ΤΟΝ ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ

Τα αποτελέσματα των δύο τελευταίων εκλογών έχουν δείξει πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ο ελληνικός λαός είναι απηυδησμένος από τον παλαιοκομματισμό, όπως διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας.

Η νέα κυβέρνηση που θα σχηματισθεί, με κύριο κορμό τη ΝΔ, θα έχει την ευκαιρία, μετά από την αναδιαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου, να επιληφθεί και του χρόνιου προβλήματος της διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό, και της φοροδιαφυγής που έχει πάρει ενδημικές διαστάσεις.
Θα εξαρτηθεί από τη διορατικότητα, και την ευελιξία, του Αντώνη Σαμαρά η σταδιακή μετάβαση από την δεξιά στο χώρο του κέντρου και του φιλελευθερισμού, πράγμα που θα απαιτήσει και η Δημοκρατική Αριστερά, η οποία για πρώτη φορά θα συμμετάσχει σε ένα κυβερνητικό σχήμα. Μόνο έτσι θα μπορέσει να λειτουργήσει το κυβερνητικό σχήμα απαρτιζόμενο από κόμματα της δεξιάς, του σοσιαλιστικού κινήματος και της αριστεράς.

Εξάλλου, μια τέτοια ιδεολογική μετάθεση επιβάλλεται εν όψει του νέου πολιτικού σκηνικού που έχει διαμορφωθεί πρόσφατα, με τα κόμματα της άκρας δεξιάς, όπως των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής από τη μια, και του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ από την άλλη. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος έχει ήδη ανακοινώσει ότι θα ζητήσει να γίνουν ριζικές ιδεολογικές και διοικητικές αλλαγές στο ΠΑΣΟΚ.

Η νέα κυβέρνηση πρέπει να ερμηνεύσει σωστά το αποτέλεσμα των εκλογών, και να αναγνωρίσει την λαϊκή επιθυμία για ουσιαστικές αλλαγές στη λειτουργία της κυβέρνησης, στην ανάγκη για παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη, και για την εκ νέου διαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου που έχουν ήδη λειτουργήσει ανασταλτικά, με αποτέλεσμα την εκτίναξη της ανεργίας σε ύψη άνευ προηγουμένου, με πάνω από το 50% των νέων να έχουν καταδικαστεί στην ανεργία.

Ομολογώ ότι με έχει εντυπωσιάσει η ωριμότητα, και η θετική στάση, του αργηγού της Δημοκρατικής Αριστεράς, Φώτη Κουβέλη, ο οποίος δεν διακατέχεται από ιδεολογικό φανατισμό ούτε και από αρχομανία.

Από τους ηγέτες των κομμάτων της αριστεράς φαίνεται ο πιο προσγειωμένος, και διατεθειμένος να συνδιαλαγεί με τους αρχηγούς της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να καταλάβω πώς συμπεριέλαβε στο κόμμα του ως υποψήφια τη Μαρία Ρεπούση, η οποία έχει εκλεγεί και βουλευτής στον Πειραιά.
Η κ. Μ. Ρεπούση ήταν μια από τους τέσσερις συγγραφείς του βιβλίου Ιστορίας ΣΤ΄ Δημοτικού με τίτλο «Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια», το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2006-2007, και αποσύρθηκε από το Υπουργείο Παιδείας το επόμενο έτος, αφού διαπιστώθηκε πως έπρεπε να γίνουν 84 διορθώσεις, μετά από εισηγήσεις της Ακαδημίας Αθηνών, σε άνα βιβλίο 136 σελίδων.

Η κορωνίδα όμως των παραλείψεων και παραποιήσεων βρισκόταν στην τελευταία παράγραφο του Κεφαλαίου 4 «Μικρασία: εκστρατεία και καταστροφή».
Την μεταφέρω εδώ για την κρίση σας:
«Ένα χρόνο μετά, οι τουρκικές δυνάμεις, με ηγέτη τον Κεμάλ, επιτίθενται και αναγκάζουν τα ελληνικά στρατεύματα να υποχωρήσουν προς τα παράλια. Στις 27 Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα».
Μάλιστα, με αυτόν τον τρόπο οι συγγραφείς του βιβλίου εκείνου περιέγραφαν τη μεγαλύτερη τραγωδία του ελληνικού έθνους.

Ούτε η παραμικρή νύξη για τις σφαγές του άμαχου πληθυσμού από τα άγρια στίφη του Μουσταφά Κεμάλ, ούτε κάποια αναφορά στον εμπρησμό της μεγαλύτερης ελληνικής πόλης την εποχή εκείνη, με 140.000 Έλληνες κατοίκους, όταν η Αθήνα είχε 120.000!
Ελπίζω ότι ο Φώτης Κουβέλης δεν θα υποδείξει την Μαρία Ρεπούση για Υπουργό Παιδείας…