Tο όνειρό της ζει στην αυστραλιανή ύπαιθρο…


Η ζέστη σχεδόν ανυπόφορη. Ο υδράργυρος έχει χτυπήσει κόκκινο και η Ελίζαμπεθ Τούμπου –οδηγός τουριστικής εταιρείας– κυνηγά τους 20 περίπου ταξιδιώτες, να μη χαθούν στο πλήθος της Βερόνα.

Είναι το τελευταίο ταξίδι της στην Ιταλία, αφήνοντας μια ολόκληρη δεκαετία πίσω, στην ίδια χώρα που γνωρίζει πλέον με κλειστά μάτια και επικοινωνεί άνετα στη γλώσσα του ρομαντισμού.

Τη μέρα, εν ώρα εργασίας, κυκλοφορεί με ασπρόμαυρο καρό πουκάμισο και μαύρη κοντή φούστα για να διακρίνεται από το γκρουπ που οδηγεί και κατευθύνει. Το βράδυ αφήνει τα μαλλιά της λυτά και τσουγκρίζει το ποτήρι της μαζί τους.

Ο ρόλος της, εντούτοις, δεν είναι απλώς αυτός, με πληροφορεί. «Κάθε φορά πρόκειται για ένα ανόμοιο σύνολο ατόμων. Με διαφορετικό ταπεραμέντο, αξιώσεις, αλλά και αντοχές. Μαζί τους είσαι το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας και, κατά κάποιο τρόπο, θα πρέπει, όχι απλώς να τους προσέχεις, να τους πληροφορείς και να τους οδηγείς, αλλά να φροντίζεις για την ευχάριστη και ομαλή, αν θέλεις, συνύπαρξή τους το συγκεκριμένο διάστημα. Πρόκειται για μια πρόκληση που καλείσαι να αντιμετωπίσεις με επιτυχία».

Ναι, είναι γεγονός ότι το μπαλκόνι της Ιουλιέτας στη Βερόνα, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι, όμως, τόσο εύκολο να χαθείς μέσα στο πλήθος των τουριστών που ζητούν να το απεικονίσουν και να θωπεύσουν το στήθος του αγάλματός της που υποτίθεται ότι θα τους φέρει τύχη. Οξύμωρο βέβαια.

ΠΑΙΔΙ ΜΙΚΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

«Είμαι προϊόν μικτού γάμου» με πληροφορεί χαμογελώντας.

Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε στη Λήμνο. Μετανάστευσε στην Αυστραλία και παντρεύτηκε Αγγλίδα, η οποία αγάπησε την ελληνική κουλτούρα και έζησε όλη της τη ζωή κοντά στους Έλληνες».

Παιδί οκταμελούς οικογένειας, η Ελίζαμπεθ γεννήθηκε στο Σίδνεϊ και μεγάλωσε στην Αδελαΐδα. Στη Μελβούρνη ζει και δραστηριοποιείται σε διάφορους επαγγελματικούς τομείς από το 1994.

Η Ελίζαμπεθ στο στοιχείο της

Ανακαλώντας την παιδική και εφηβική της ζωή, θα πει ότι «έζησε την αυστηρότητα του πατέρα της στο πετσί της».

«Δεν ήταν εύκολα χρόνια. Να σκεφτείς ότι δεν μου επιτρεπόταν να βγω έξω χωρίς να συνοδεύομαι με ένα από τα αδέλφια μου. Το προτιμούσα βέβαια από το να είμαι μέσα κλεισμένη. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είχα άλλη επιλογή. Ένοιωθα να ασφυκτιώ και να θέλω να κάνω πράγματα τολμηρά. Να σπάσω, αν θέλεις, τα δεσμά μου. Να δοκιμάσω τις δυνατότητές μου και να δω πού μπορώ να φτάσω. Απλώς έπρεπε να περιμένω προκειμένου να υλοποιήσω τους στόχους μου. Πράγμα που έκανα και μ’ όλη αυτήν την πείρα πίσω μου αισθάνομαι σήμερα εμπλουτισμένη».

Και η Ελλάδα; Tην γνώρισε; Τι ρόλο έπαιξε ή παίζει στη ζωή της;

«Την Ελλάδα, τη γνώρισα σχετικά μεγάλη. Ήμουν στα τριάντα μου όταν την επισκέφθηκα για πρώτη φορά και όταν βρέθηκα στην Αθήνα, αντικρύζοντας τον Παρθενώνα, κατά έναν περίεργο τρόπο, αισθάνθηκα ότι μέρος του εαυτού μου ανήκε σ’ αυτόν τον τόπο που μέχρι τώρα γνώριζα μόνο μέσα από τα βιβλία και τις αφηγήσεις του πατέρα μου. Ήταν μια φοβερή εμπειρία, η οποία δεν έχει χάσει, μέχρι σήμερα, στο ελάχιστο, την έντασή της. Εκείνο δε για το οποίο αισθάνομαι ιδιαίτερα ευγνώμων, είναι ότι τόσο η πρώτη επίσκεψή μου όσο και οι επόμενες, τα χρόνια που ακολούθησαν, με βοήθησαν να καταλάβω καλύτερα τον πατέρα μου.

Να απαντήσω σε πολλά από τα αναπάντητα ερωτήματα που με βασάνιζαν χρόνια ολόκληρα».

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ

Ωστόσο, η μεγάλη πρόκληση μπροστά της σήμερα είναι η εγκατάσταση και δραστηριοποίησή της στην ύπαιθρο.

Το αγρόκτημα στο Yea της Βικτώριας, που περιμένει να αξιοποιηθεί από την ίδια και τον σύντροφο της ζωής της, Μάικλ.

«Από παιδί το όνειρό μου ήταν ένα μεγάλο σπίτι στην ύπαιθρο και η αγροτική ζωή. Απλώς έπρεπε να περιμένω να βρεθεί το κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή της ζωής μου, πράγμα που δεν ήταν καθόλου εύκολο».

Σήμερα με την πρόκληση της αξιοποίησης του τόπου να την κοιτάζει κατάματα, απλώνει ένα μέρος των σχεδίων της μπροστά μας.

«Έχουμε ήδη φυτέψει τα φρουτόδεντρα και τα λιόδεντρα. Έπονται ο αμπελώνας και τα λαχανικά τα οποία θα είναι όλα βιολογικά, καθώς επίσης και τα λουλούδια».

Ακολουθεί ένα ζεστό, όσο και αινιγματικό χαμόγελο, που προς στιγμήν δεν ξέρω πώς να ερμηνεύσω.

Μέχρι, που στα μακρόπνοα σχέδια, επεξηγεί η ίδια, θα είναι ο αμπελώνας να φέρει καρπούς, κρασί που θα έρχονται οι ενδιαφερόμενοι να γευτούν και μαζί μ’ αυτό ελληνικούς μεζέδες.

«Όλα αυτά μπορεί σήμερα ν’ ακούγονται δύσκολα, όσο και απόμακρα, έχουν όμως ήδη δρομολογηθεί» με βεβαιώνει.

Παρασύρομαι κι εγώ από τον έκδηλο ενθουσιασμό της και της δίνω ιδέες που κρίνω συναρπαστικές γι’ αυτά τα υπέροχα μελλοντικά τραπέζια. Τυχεροί, σκέφτομαι, όσοι θα τα επισκέπτονται.

ΧΟΡΤΑΣΕ ΤΟΝ ΘΟΡΥΒΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Μια σκέψη, εντούτοις, διεκδικεί τον χώρο της.

Όλα αυτά ακούγονται σχεδόν παραμυθένια. Αν μη τι άλλο, δεν θα της λείψει ο θόρυβος της πόλης, οι ρυθμοί της, με τους οποίους έζησε πάνω από τη μισή της ζωή;

«Αυτό είναι το ερώτημα που μου απευθύνουν τόσο οι δικοί μου, όσο οι φίλοι και οι γνωστοί. Η απάντηση όμως είναι απλή. Δεν μπορεί να νοσταλγείς κάτι από το οποίο ζητάς, εδώ και χρόνια, να αποδράσεις.

Και, μιλώντας πρακτικά, η έξοδος από τις μεγάλες πόλεις στην ύπαιθρο, θα έπρεπε να είχε γίνει συστηματικά, προ πολλού και από πολλούς. Πριν φτάσουμε στο σημείο να χρειαζόμαστε από τα εσωτερικά προάστια να φτάσουμε στο κέντρο, οδηγώντας μια ώρα.

Πριν ασφυκτιούμε σε όλη τη διαδρομή, από το σπίτι στη δουλειά και αντίστροφα, με τη δημόσια συγκοινωνία».

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

Γεγονός, εντούτοις, παραμένει ότι η ύπαιθρος σήμερα, όχι μόνο δεν ελκύει, αλλά φοβίζει πολλούς.

Η ίδια βρίσκει ότι αν υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές, ο φόβος της υπαίθρου είναι ανυπόστατος: «Κανείς δεν πρέπει να πηγαίνει στα τυφλά. Αυτό εξυπακούεται. Το χαμηλό κόστος της στέγης, συγκριτικά, δεν θα πρέπει να είναι το μόνο κριτήριο, αν και ελκυστικός παράγοντας στη βάση του. Οι θέσεις εργασίας, τα μέσα συγκοινωνίας, η ποιότητα ζωής στην ύπαιθρο, είναι από τους βασικούς παράγοντες που θα πρέπει να εξεταστούν.

Δεν είναι εύκολο το διάβημα, όχι όμως και ακατόρθωτο.

Η πολιτεία, πιστεύω, ότι θα πρέπει από τη θεωρία να προχωρήσει στην πράξη πριν διογκωθεί περισσότερο το πρόβλημα στις μεγαλουπόλεις. Θα πρέπει να ενθαρρύνει τους πολίτες της να κάνουν το μεγάλο διάβημα».

Η ίδια το έχει ήδη επιχειρήσει και νοιώθει εμπλουτισμένη, όπως δηλώνει, στο διάστημα που έχει ζήσει εκεί.