Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα, όσο πιο συνοπτικά γινόταν, στη βιογραφία του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, και στην ομιλία του κατά την παραλαβή του Βραβείου Νόμπελ για τη Λογοτεχνία το 1979. Αυτό ήταν το δεύτερο Βραβείου Νόμπελ για την Λογοτεχνία που δόθηκε σε Έλληνα λογοτέχνη. Το πρώτο είχε δοθεί στον Γιώργο Σεφέρη το 1963.

Το συγγραφικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη είναι εκτενές, και περιλαμβάνει 17 ποιητικές συλλογές, σημαντικά δοκίμια και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.

Α. Ποιητικές συλλογές (σε χρονολογική σειρά):
1939 Προσανατολισμοί – 1943 Ήλιος ο Πρώτος – 1945 Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας – 1959 Άξιον εστί – 1960 Έξι και μια τύψεις για τον ουρανό – 1971 Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τετάρτη ομορφιά – 1971 Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας – 1971 Το Μονόγραμμα – 1972 Τα Ρω του Έρωτα – 1974 Τα Ετεροθαλή – 1978 Μαρία Νεφέλη – 1982 Τρία ποιήματα σε τιμή ευκαιρίας – 1984 Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου – 1985 Ο μικρός ναυτίλος – 1991 Τα ελεγεία της οξώπετρας – 1995 Δυτικά της λύπης – 1998. Εκ του πλησίον.

Β. Πεζά και δοκίμια
1942 Η Αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου – 1973 Ο ζωγράφος Θεόφιλος – 1974 Ανοιχτά χαρτιά – 1976 Η μαγεία του Παπαδιαμάντη – 1978 Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο – 1989 Ιδιωτική Οδός – 1990 Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά – 1992 Εν λευκώ – 1995 Ο κήπος με τις αυταπάτες.

Γ. Μεταφράσεις
1976 Δεύτερη Γραφή – 1984 Σαπφώ – 1985 Η αποκάλυψη.
Η Σουηδική Ακαδημία, απονέμοντας το 1979 το Βραβείο Νόμπελ για την Λογοτεχνία στον Οδυσσέα Ελύτη, έκρινε πως η ποίησή του ερμηνεύει και λαμπρύνει, κατά τον πιο αιθέριο τρόπο, όλες τις πνευματικές, ηθικές και ποιητικές αρετές που αναπτύχθηκαν από την εποχή του Ομήρου ως την εποχή του, με κέντρο το Αιγαίο, τα νησιά του και τις Ιωνικές και αιολικές ακτές.

Στις 18 Οκτωβρίου 1979 η σουηδική ακαδημία είχε ανακοινώσει ότι ο Οδυσσέας Ελύτης ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, για το λόγο ότι η ποίησή του, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με ευαισθησία και πνευματική καθαρότητα τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην ποιητική συλλογή «Άξιον εστί».

Ο ίδιος ο Οδυσσέας Ελύτης, σε παλιότερη συνέντευξη, είχε αναφέρει τα ακόλουθα για το πώς είχε γράψει το «Άξιον Εστί»:

{…} Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μού την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του 1948 με 1951. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα.

{…} Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου.

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας!

Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι, που δεν μπορούσαν νά ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσαν. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε!

Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας, κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο, με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου.

Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.

{…} Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας…

Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου έδωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτήν τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».

ΚΑΠΟΙΑ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Ένα μεγάλο μέρος του ποιητικού έργου του Ελύτη έχει μελοποιηθεί από καταξιωμένους συνθέτες, με πρώτο τον Μίκη Θεοδωράκη.
Ακολουθεί απόσπασμα ποιήματος από την ποιητική συλλογή «Άξιον εστί»:

ΙΑ΄

Όπου, φωνάζω, και να βρίσκεστε, αδελφοί
όπου και να πατεί το πόδι σας
ανοίξετε μια βρύση
τη δική σας βρύση του Μαυρογένη.
Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.
Δροσερός ο κρουνός θ’ αγαλλιάσω.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
μεγαλόφωνα το νου μου ν’ απαγγείλει
ευανάγνωστα να γίνουν τα σωθικά μου.
Δεν μπορώ
η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε
και τα μάτια μαυρίζουν.
Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.
Σελτζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατούν το μέλλον.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ’ αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.
Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.
Όπου και να πατεί το πόδι σας, φωνάζω
ανοίξετε, αδελφοί
μια βρύση, ανοίξετε
τη δική σας βρύση του Μαυρογένη!

Ο Λίνος Πολίτης, στο βιβλίο του «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Αθήνα 1980, μεταξύ άλλων γράφει τα ακόλουθα για τον Οδυσσέα Ελύτη:

«Τον Οκτώβριο του 1940 ο Ελύτης (είκοσι εννέα χρονών) επιστρατεύεται και μένει στο αλβανικό μέτωπο όλη τη διάρκεια του πολέμου. Η καινούρια αυτή δοκιμασία θα σφραγίσει την κατοπινή του εξέλιξη. Χωρίς επαναστατική αλλαγή, ένας τόνος ώριμης σοβαρότητας και καινούριοι, πλατύτεροι ορίζοντες θα προστεθούν στην ποίησή του. Το 1945 δημοσιεύεται ένα μεγάλο ποίημα, καρπός υψηλής έμπνευσης και ποιητικής ευφορίας, το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».

Το Άσμα δείχνει όλες τις ποιητικές αρετές του Ελύτη – την παρθενικότητα της λέξης, την τόλμη και τη δόνηση της έκφρασης, τη σχεδόν κλασική ισορρόπηση της κατασκευής – φτασμένες εδώ σ’ ένα στάδιο ωριμότερο. Το έργο βρήκε ανταπόκριση και αγαπήθηκε από ένα μεγάλο μέρος του κοινού – όσο κι αν βέβαια βοήθησε σ’ αυτό και το θέμα».

Ο Π. Σαββίδης έγραψε τα ακόλουθα για την ποιητική συλλογή «Άξιον Εστί» στο περιοδικό ‘Ο Ταχυδρόμος’, 10 Δεκεμβρίου 1960:

«Ένα από τα ωραιότερα και τιμιότερα παραδείγματα αμείλικτης καλλιτεχνικής συνείδησης στην ιστορία της ευρωπαϊκής ποίησης».

Αυτά, όσο πιο συνοπτικά γινόταν, για τον Οδυσσέα Ελύτη, τον δεύτερο Έλληνα που πήρε το παγκοσμίου φήμης Βραβείο Νόμπελ για την Λογοτεχνία.