ΚΑΘΕ φορά που θα με ενθουσιάσει ένα πνευματικό έργο, όπως π.χ. ένα βιβλίο ή ένα έργο Τέχνης, με καταλαμβάνει ακατάσχετη επιθυμία να γράψω κάτι κριτικό και να μοιραστώ με τους αναγνώστες τις εντυπώσεις μου.

Το ίδιο αισθάνθηκα και πρόσφατα όταν, εντελώς τυχαία, παρακολούθησα μια θαυμάσια κινηματογραφική ταινία, στη δημόσια τηλεόραση.

Εσθονο-γεωργιανής παραγωγής αντιπολεμική ταινία του 2013 με τον ποιητικότατο τίτλο «Μανταρίνια» («Tangerines»), μια αριστουργηματική ταινία του Γεωργιανού σκηνοθέτη Ζάζα Ουρουσάντζε, μια ταινία που από το πουθενά έφτασε την επόμενη χρονιά να βρίσκεται μεταξύ πέντε παγκοσμίως που διεκδικούσαν Όσκαρ και Χρυσό Φοίνικα.

Το πολεμικό δράμα εκτυλίσσεται μεταξύ Γεωργιανών και Αμπχαζίων το 1991σε μια εποχή κοσμοϊστορικών ανακατατάξεων στα ανατολικά κράτη που τις πυροδότησε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, πολλοί Εσθονοί -που είχαν κάποτε μαζικά μετοικήσει με απόφαση του Τσάρου στη Γεωργία- έφυγαν για την πατρίδα.

Ο κεντρικός ήρωας του έργου (Ίβο) που έχει πρόσφατα χάσει το γιο του στην αρχή του πολέμου, αποφασίζει να μείνει στην αγροικία και να μην φύγει. Πώς άλλωστε να φύγεις όταν έχεις θάψει δίπλα σου το παιδί σου.

Παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και βοηθάει τον γείτονά του (Μάργκους) να μαζέψει τον πολύτιμο καρπό των μανταρινιών του, εξ ου και ο τίτλος της ταινίας.

Σοβαρά γεγονότα διαδραματίζονται μπροστά στο καλύβι του Ίβο όταν τραυματίζονται σοβαρά δύο μαχητές, ο Τσετσένος μισθοφόρος Αχμέντ και ο Γεωργιανός Νίκα, και αυτός αναλαμβάνει με θάρρος, αυτοκυριαρχία και απαράμιλλο ανθρωπισμό να τους περιποιηθεί και τους δύο, καίτοι θανάσιμους μεταξύ τους εχθρούς, διδάσκοντας κατευνασμό και κατανόηση και αιρόμενος αταλάντευτα πάνω από προκαταλήψεις, έθιμα, συμφέροντα και θρησκείες.

Όλη η ταινία, μέχρι το θαυμάσιο τέλος της, είναι μια μεγαλειώδης αντιπολεμική ραψωδία του Καυκάσου, μιας περιοχής κατακερματισμένης σε δέκα (!) επίσημα έθνη και που δοκιμάστηκε για άλλη μια φορά εκπνέοντος του εικοστού αιώνα με τις αναπόφευκτες συγκρούσεις μεταξύ φυλών, συμφερόντων και θρησκειών.
Η ταινία ωστόσο, ως αντιπολεμική, δεν δογματίζει, δεν εξωραϊζει, δεν καταδικάζει.

Η εγγενής «κλασικότητά» της στηρίζεται στην επί ξυρού ακμής ισορροπία της ανάμεσα σε υπέρτατες αντιμαχόμενες ιδέες, την ιδέα της ζωοδότειρας ειρήνης που επιδαψιλεύει όλα τα καλά και ωφέλιμα στους ανθρώπους και την ιδέα του παμβασιλέα πολέμου που του αναθέτουμε πολύ συχνά να υπερασπίσει τη γη μας, το αίμα και τα πατρώα ήθη.

Οι στιγμές κατά τις οποίες (με πρωτοβουλία και αποφασιστικότητα του Ίβο) μεταστρέφεται το προαιώνιο μίσος των δύο τραυματιών σε αναγνώριση και αποδοχή του άλλου είναι συγκλονιστικές, πραγματικά ένα γλυκό βάλσαμο στην καρδιά του θεατή και μια αληθινή των παθημάτων του πολέμου (Αριστοτελική) κάθαρση.

Τα μανταρίνια ίσως ήταν μόνο η πρόφαση τού να μείνουν δυο άνθρωποι και να παλαίψουν για τον τόπο τους μέσα στα ουρλιαχτά του πολέμου, και ευτυχώς -σκέφτομαι- που δεν ήταν λωτοί, να τους φάνε και να ξεχάσουν την πατρίδα τους…

Λιτή, τρυφερή, υπερβατική, γενικά μια υπέροχη ταινία, που έχω την εντύπωση ότι την ώρα που προβαλλόνταν, τα όσκαρ κοιμόντουσαν!…