«Έφυγε» πρόσφατα ο Νίκος Μυρισκλάβος, ένας αυτοδημιούργητος ομογενής της Μελβούρνης, ένας άνθρωπος που ενέπνεε με το θάρρος, την ευφυΐα, την αντοχή του στα δύσκολα, κυρίως όμως τον τρόπο που είχε να βρίσκει την ισορροπία ανάμεσα στη φυσική και τη θετή του μητέρα, όπως αποκαλούσε συχνά την Αυστραλία.
«Όχι δεν θα την πω κακή μητριά», έλεγε συχνά με το δηκτικό χιούμορ του. «Θα ήταν αχαριστία».
Όποιος εντούτοις τον ήξερε καλά, γνώριζε το φλογερό πάθος του για την Ελλάδα, ιδιαίτερα για τον τόπο που είδε το πρώτο φως και γεύτηκε τις σκληρότερες ίσως εμπειρίες της ζωής του, ως παιδί, τη Λευκίμμη της Κέρκυρας.
Πραγματικός bon viveur, ζούσε τουλάχιστον για πέντε δεκαετίες τα καλοκαίρια στην Ελλάδα.
Στενός του φίλος θα πει σήμερα ότι μέχρι και μέρες πριν «φύγει», ονειρευόταν να ‘μη χάσει το φετινό καλοκαίρι’. «Να πάω τον Σεπτέμβρη, να προλάβω τουλάχιστον λίγο καλοκαίρι», έλεγε.
Η ζωή του Νίκου Μυρισκλάβου εμπνέει πραγματικά. Το θάρρος, η δημιουργικότητά του, η αντοχή του στα δύσκολα που άγγιζε συχνά τα όρια του ηρωισμού, αλλά και οι επιτυχίες στον επαγγελματικό χώρο και η αγάπη για τον συνάνθρωπο συνθέτουν μια ιδιόμορφη, όσο και σπάνια προσωπικότητα.
Ο αγώνας του για την επιβίωση αρχίζει από έξι χρόνων, όταν το 1942 οι Γερμανοί κατέκτησαν το νησί.
«Άδειαζαν τις αποθήκες των χωρικών από τα τρόφιμα, έπαιρναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και μας στερούσαν κι’ αυτό ακόμη το ψωμί. Ήμουν μικρός, ένοιωθα όμως την ευθύνη να κάνω κάτι, δε μπορούσα να μείνω με σταυρωμένα τα χέρια».
Χαμογελά, αναπολώντας τη μέρα που αψηφώντας τον κίνδυνο, μαζί με δυο τρία άλλα πιτσιρίκια, ανέβηκαν στο πίσω μέρος του γερμανικού φορτηγού που κουβαλούσε σιτάρι, τρύπησαν ένα σακί και γέμισαν τις τσέπες τους. Η μητέρα τους θα το ‘βραζε και θα είχαν το βράδυ ένα πιάτο ζεστό φαγητό στο τραπέζι.
«Μας τσάκωσαν όμως, μας άδειασαν τις τσέπες και κλωτσώντας μας στα ψαχνά, μας είπαν να μην ξανατολμήσουμε κάτι τέτοιο».
Μια σύσταση που, όπως φαίνεται, δεν έπιασε και πολύ τόπο, αφού τα ανδραγαθήματα συνεχίστηκαν.
Με μεγάλες δυσκολίες κατόρθωσε, μέσα στην κατοχή να τελειώσει το Δημοτικό. Μόλις σχολούσε πήγαινε σ’ ένα φραγκοραφτάδικο, όπως του άρεσε να διηγείται και μάθαινε ‘σχέδιο και ψαλίδι’.
«Στα 13 μου μπορούσα άνετα να ράψω μια φορεσιά. Ήταν μια τέχνη που με ιντρίγκαρε. Να έχεις ένα κομμάτι άψυχο ύφασμα και να του δίνεις ζωή. Να το φορά ο άλλος και να γίνεται άλλος άνθρωπος!»

ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΛΗ
Μετά την απελευθέρωση, σε ηλικία 13 χρόνων, δηλώνει στους γονείς του ότι θα πάει στην Αθήνα να εργαστεί ως ράφτης.
«Η μάνα μου τά ‘χασε, ο πατέρας μου έμεινε αμίλητος, τα αδέλφια μου με κοίταξαν σα να μη πίστευαν σ’ αυτά που άκουγαν. Ήμουνα όμως αποφασισμένος και τίποτε, καμμιά δύναμη, δεν μπορούσε να με σταματήσει».
Ένα ηχηρό γέλιο, από αυτά που τον χαρακτήριζαν και μετά μια εικόνα από αυτές που μένουν ανεξίτηλες.
«Έφυγα με τα ρούχα που φορούσα κι’ ένα ξύλινο βαλιτσάκι, αν μπορώ να το ονομάσω έτσι, που μέσα η μητέρα μου είχε βάλει μια κουβερτούλα και λίγα ψιλά. Έφυγα με το καράβι, φθάνω στον Πειραιά και μετά κατευθείαν στην Αθήνα, ψάχνοντας να βρω ένα καφενείο που το είχαν Κερκυραίοι. Τους είπα ότι είμαι ράφτης και ζητάω δουλειά. Αυτό που ήθελα από κείνους ήταν αν μπορούσαν, στο μεταξύ, να μου εξασφαλίσουν στέγη».
ΤΟ ΘΕΛΕΙΝ ΕΣΤΙ ΔΥΝΑΣΘΑΙ
Οι εικόνες που έδινε ο άνθρωπος που εξελίχθηκε σε μεγάλο εργοστασιάρχη, στην Αυστραλία και άφησε μια σεβαστή περιουσία πίσω του, εμπνέουν και αποδεικνύουν για άλλη μια φορά ότι «το θέλειν εστί δύνασθαι».
«Το πρώτο μου σπίτι ήταν μια κρύα, παγωμένη σοφίτα. Η πρώτη μου δουλειά σ’ ένα μικρό εργοστασιάκι, όπου έφτιαχναν ανδρικά κοστούμια και παλτά».
Για να πάει στη δουλειά περπατούσε κάθε μέρα 6 χιλιόμετρα. Έπιανε δουλειά στις 8 το πρωί και δούλευε ασταμάτητα μέχρι τις 11 το βράδυ. «Την έβγαζα μ’ ένα μικρό καρβέλι ψωμί και τα περισσότερα βράδια , ψόφιος από την κούραση, κοιμόμουν στον πάγκο», έλεγε χαμογελώντας, σα να επρόκειτο για κάποιον άλλον.
Εργάστηκε εκεί από το 1947 μέχρι το 59. Με αιματηρές οικονομίες κατόρθωσε σ’ αυτό το διάστημα να αγοράσει δυο μηχανές και να ανοίξει το δικό του μικρό εργαστήρι, μαζί μ’ ένα φίλο του ράφτη.
Όλο αυτό το διάστημα συντηρούσε, πίσω στο χωριό, τους γονείς του και τα τρία μικρότερα αδέλφια του, τον Φώντα, τη Μαρία και την Αλεξάνδρα.
Οι δουλειές του πήγαιναν πολύ καλά, τον απωθούσε όμως το πολιτικό κλίμα. Τον έπνιγε και ζητούσε διέξοδο.
Αυτή την βρήκε, στη μακρινή Αυστραλία.
«Κοίταξε εγώ μπορώ να επιβιώσω παντού. Ακόμη και στην έρημο μπορώ να ράβω κοστούμια!» έλεγε πάντα με το τρανταχτό του γέλιο.

ΣΤΟΥΣ ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ
Ο Νίκος Μυρισκλάβος όταν το Δεκέμβρη του 1959 σάλπαρε με το «Πατρίς» για την Αυστραλία, δεν είχε τίποτε σχεδόν το κοινό με τους περισσότερους συνταξιδιώτες του. Ήταν ‘πρωτευουσιάνος’ πλέον, άψογα ντυμένος και με το πορτοφόλι γεμάτο αυστραλέζικες λίρες, αμερικάνικα δολάρια και αρκετές χρυσές λίρες (just in case).
Στη Μελβούρνη, κατατοπίστηκε πολύ εύκολα, νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο Malvern, έπιασε δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο έτοιμων ανδρικών ρούχων στο Richmond ‘απλά για να δει πώς δουλεύει το σύστημα’, για περίπου δυο μήνες.
Τελειομανής, ταλαντούχος και γρήγορος εξέπληξε τους πάντες σ’ αυτήν την πρώτη του δουλειά που προσπάθησαν με πολύ δελεαστικές προτάσεις να τον κρατήσουν.
Ο ίδιος όμως –γεννημένος για αρχηγός– όπως έλεγαν όλοι όσοι τον γνώριζαν, πολύ σύντομα άνοιξε το δικό του εργοστάσιο «Nicholas Sportswear», στο Brunswick Street, Fitzroy, κατασκευάζοντας ανδρικά ρούχα που πουλούσε σ’ όλη την Αυστραλία.
Είχε μόνο λίγους μήνες στην Αυστραλία και ήδη τα ρούχα του ήταν γνωστά και περιζήτητα. Αυτό του έδωσε το έναυσμα ν’ ανοίξει περισσότερο τα φτερά του και να ανοίξει μεγαλύτερο εργοστάσιο όπου απασχολούσε μεγάλο αριθμό, κυρίως ομογενών, νεομεταναστών. Αυστηρός σ’ αυτό που περίμενε από τους άλλους, αλλά και ακριβοδίκαιος και αγαπητός, δεν ήταν τυχαίο ότι , μετά από πολλές δεκαετίες πολλοί από αυτούς θα ερχόταν να του πούνε, πριν λίγες μέρες, το ‘τελευταίο αντίο’.
Ο Νίκος Μυρισκλάβος υπήρξε ένας ξέχωρος άνθρωπος, αυτοδημιούργητος, με αγάπη για τον συνάνθρωπο και πάντα εκεί πρόθυμος να τον στηρίξει.
Είναι υπόδειγμα ανθρώπου που μπόρεσε να βρει την ισορροπία ανάμεσα στις δυο χώρες, χωρίς όμως ποτέ να παύσει να θεωρεί την Ελλάδα τη ‘μάνα που τον γέννησε’. Γι’ αυτό και επέλεξε να αφήσει την τέφρα του εκεί. Στη Λευκίμη με τους ελαιώνες, τα αμπέλια, το ποτάμι, την αμμουδερή παραλία στα πόδια της.