«Πέθανε ο Μαχαιρίτσας». Η είδηση έσκασε σαν βόμβα. Ένας ακόμα σπουδαίος τραγουδοποιός κι ερμηνευτής, ένας ακόμη εκπρόσωπος εκείνης της ιδιαίτερης γενιάς καλλιτεχνών που εισέβαλαν δυναμικά στη δεκαετία του ’90 αφήνοντας το αποτύπωμά τους όχι μόνο σε εκείνη την εποχή αλλά και τις δεκαετίες που ακολούθησαν, έφυγε.

Ερωτευτήκαμε, ονειρευτήκαμε, διαμαρτυρηθήκαμε, ταξιδέψαμε μέσα από τις μουσικές του και ακόμη και σήμερα τις λίστες μας συμπληρώνουν πολλά από τα κομμάτια του που αγαπήσαμε. «Ο Τούρκος», «Μου λες τα μάτια σου…», «Ο μικρός Τιτανικός», «Ο Μ’ αγαπάς κι η Σ’ αγαπώ», «Και τι ζητάω» και πόσα άλλα…
Αισθάνομαι τυχερή που γνώρισα από κοντά το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Ήταν το 1991, όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει το «Διδυμότειχο Μπλουζ» και τότε γινόταν ο χαμός στα ΜΜΕ. Πολλοί αντιδρούσαν λόγω της γλώσσας αλλά κυρίως λόγω των αιχμών που άφηνε κατά των συνθηκών που επικρατούσαν στους κόλπους του ελληνικού στρατού.

Για πρώτη φορά κάποιος μιλούσε ανοιχτά για τα καψόνια των φαντάρων και τα υπόλοιπα που όλοι γνωρίζαμε και συζητούσαμε κατ’ ιδίαν αλλά κανείς δεν παραδεχόταν δημόσια. Από την άλλη ήταν και κάποιοι εκπρόσωποι του Διδυμότειχου που αισθάνθηκαν θιγμένοι και διατείνονταν πως το τραγούδι αμαυρώνει την όμορφη πόλη τους.

Όλες οι μεγάλες εφημερίδες και τα ραδιόφωνα φιλοξενούσαν δηλώσεις του αείμνηστου Λαυρέντη και απαντήσεις του στους πολέμιους του τραγουδιού. Εγώ τότε έκανα εκπομπές στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό της Κορινθίας Scan FM, έναν ιδεολογικά και πολιτικά «ανένταχτο» σταθμό που έπαιζε κατά κόρον ελληνική ποιοτική ροκ μουσική και διοργάνωνε συναυλίες με καλλιτέχνες που εκπροσωπούσαν αυτό το είδος. Θυμάμαι είχαμε φέρει τον Παπακωνσταντίνου, τον Μπουλά και πολλά μεγάλα ονόματα της εποχής.

Έτσι, με όλη αυτή τη φασαρία που είχε ξεσπάσει γύρω από το «Διδυμότειχο Μπλουζ» δεν ήταν δυνατόν να μην φέρουμε τον Λαυρέντη στην Κόρινθο. Ήταν η εποχή που συνεργαζόταν με τον Διονύση Τσακνή και πήγαιναν «πακέτο».

Η συμφωνία περιελάμβανε και την παραχώρηση συνέντευξης την παραμονή της συναυλίας. Ήμουν μεν η πιτσιρίκα αλλά και η φίρμα του σταθμού και ο διευθυντής προγράμματος μου ανέθεσε τη συνέντευξη. Ήμουν ενθουσιασμένη αλλά και πολύ φοβισμένη. Εγώ ασχολιόμουν με τα πολιτικά τι δουλειά είχα τώρα με δυο καλλιτέχνες που δεν τους καλοήξερα… Και πώς θα αντιμετώπιζα ένα θέμα με το οποίο είχαν ασχοληθεί όλοι οι τότε κολοσσοί των ΜΜΕ.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βροχερό βραδάκι της Παρασκευής που ο Λαυρέντης με το Διονύση ήρθαν στις απομακρυσμένες εγκαταστάσεις του Scan για να μιλήσουν με μια εικοσάχρονη φοιτήτρια που ευελπιστούσε να γίνει δημοσιογράφος. Θ

υμάμαι ότι ξεκινώντας αστειεύτηκαν για την ηλικία τους προσπαθώντας να πλησιάσουν πιο κοντά στη δική μου. Μέσα σε δυο λεπτά ήταν σαν να τους γνώριζα χρόνια και η συζήτηση κυλούσε τόσο φυσικά και με τόση ουσία.

Όταν φτάσαμε στο επίμαχο θέμα είχα πολύ άγχος γιατί ήθελα να φανώ αντάξια των περιστάσεων. Σκεφτόμουν πως ο Λαυρέντης θα έλεγε από μέσα του «Τι να πω τώρα σε αυτό το κοριτσάκι;». Καμία σχέση. Θυμάμαι πως με κοιτούσε με μεγάλη σοβαρότητα και απαντούσε στις ερωτήσεις μου πολύ αναλυτικά. Μάλιστα σχολίασε πολύ θετικά μια – δυο από αυτές.

Όταν η συνέντευξη τελείωσε δεν ήξερα τι να περιμένω. Τότε ο Λαυρέντης κοίταξε το Διονύση και μετά εμένα και μου είπε: «Δεν ξέρεις πόσο ευχαριστήθηκα αυτή τη κουβέντα. Ήταν πολύ καλύτερα και από τη συνέντευξη που δώσαμε προχτές στην Ελευθεροτυπία». Πετούσα στα ουράνια. Το βράδυ τους ξεναγήσαμε στην Κόρινθο και συζητούσαμε για την συναυλία της επόμενης μέρας.

Ήταν χειμώνας κι έτσι η συναυλία είχε κανονιστεί να δοθεί σε ένα κλειστό χώρο χωρητικότητας αρκετών εκατοντάδων ατόμων. Στο σταθμό επικρατούσε τρελός ενθουσιασμός. Αφισοκόλληση, προώθηση μέσω των δημοφιλέστερων εκπομπών, περιμέναμε πολύ κόσμο. Κι όμως… Εκείνο το Σάββατο βράδυ, το κοινό της Κορίνθου σνόμπαρε το δίδυμο ως πολύ «κουλτουριάρικο». Ίσως έτσι ήθελε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του που ο Λαυρέντης είχε θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων ή ίσως απλά δεν ήταν έτοιμο ακόμη γι’ αυτόν.

Σαράντα εννέα άτομα ήταν ο απολογισμός εκείνης της συναυλίας που αργότερα καταχωρήθηκε στην ιστορία του σταθμού ως «η συναυλία των 50 πλην ενός». Οι υπεύθυνοι του Scan αισθάνονταν πολύ άσχημα και για λίγο επικράτησε ο φόβος ότι η συναυλία θα ακυρωθεί. Δεν ξέραμε όμως καλά το Λαυρέντη και το Διονύση. «Παιδιά, προχωράμε κανονικά», είπε ο Λαυρέντης κι ανέβηκε επάνω στη σκηνή.

Έπαιξαν κανονικά όλο το πρόγραμμά τους και οι 49 συμμετέχοντες έζησαν μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Στην πορεία και όσο το όνομα του Λαυρέντη μεγάλωνε πολλοί από εμάς συνειδητοποιήσαμε τη μοναδικότητα εκείνης της βραδιάς και πόσο τυχεροί ήμαστε που τη ζήσαμε.

Αυτή είναι η δική μου προσωπική ανάμνηση από το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και αν θέλετε απόδειξη που να την πιστοποιεί, λυπάμαι μα θα πρέπει να δεχτείτε απλά το λόγο μου. Αλήθεια, καμιά από αυτές τις ιδιαίτερες στιγμές που έζησα στις λίγες αλλά εκλεκτές μέρες μου στο ραδιόφωνο δεν έχει καταγραφεί πουθενά πέραν της μνήμης και της ψυχής μου, μιας και για εμάς τους ρομαντικούς του επαγγέλματος η σημαντική στιγμή είναι η στιγμή που αστράφτει σαν φλασάκι και αυτή ποτέ δεν πιάνεται.