Ανάπτυξη χωρίς ξένα επενδυτικά κεφάλαια δεν είναι δυνατή, ωρύονται οι ηγέτες του επιχειρηματικού κύκλου της Αυστραλίας, απευθυνόμενοι και στις δύο πολιτικές παρατάξεις, απαιτώντας, δε, από την κυβέρνηση, να διαφωτίσει το ευρύ κοινό όσον αφορά το θέμα των ξένων επενδύσεων στη χώρα.
Μιλώντας εκ μέρους κορυφαίων επιχειρηματιών, ο γενικός διευθυντής της ANZ Bank, Mike Smith, λέει ότι «υπάρχει άγνοια γενικά στην Αυστραλία αναφορικά με τα κεφάλαια που απαιτούνται για την συνέχιση της ανάπτυξης και διεύρυνσης της οικονομίας και ότι οι επενδυτές θα στραφούν σε άλλη κατεύθυνση αν η κυβέρνησης δεν τους κάνει να αισθανθούν ότι είναι ευπρόσδεκτοι».
Επιδιώκοντας, δε, να φέρει το θέμα σε πρακτικά και πλήρως κατανοητά επίπεδα θα πει εμφατικά ότι «βρισκόμαστε μέσα στα πλαίσια μιας παγκόσμιας οικονομίας που διέπεται από κινητικότητα και οι επενδυτές προτιμούν να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους εκεί που αισθάνονται βεβαιότητα, σιγουριά, αλλά κυρίως ότι είναι ευπρόσδεκτοι. Είναι καθήκον των πολιτικών να πληροφορήσουν το κοινό σχετικά με το συμφέρον της χώρας αντί να παίζουν φιλολαϊκά παιχνίδια».
ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Στον ίδιο τόνο και κρούοντας, προφανώς, τον κώδωνα του κινδύνου, θα πει: « Υπάρχουν κι’ άλλες πλουτοπαραγωγικές χώρες στον κόσμο και όπως το κόστος στην Αυστραλία αυξάνεται και η παραγωγικότητα παρουσιάζει κάμψη, διατρέχουμε τον κίνδυνο να περιθωριοποιηθούμε».
Ο ίδιος θα πει ότι «πολλοί δεν γνωρίζουν πόσα κεφάλαια απαιτούνται πραγματικά για την ανάπτυξη της οικονομίας. Κεφάλαια τα οποία δεν είναι δυνατόν να βρεθούν από το εσωτερικό».
Επιχειρώντας πάντα να προβάλει την πρακτική πλευρά του θέματος, θα πει ότι «για την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας τα επόμενα 30 χρόνια, απαιτούνται $8 τρισεκατομμύρια. Μιλάμε για τεράστιο ποσό. Από την πλευρά της, η χώρα, όμως, σημειώνει έλλειμμα ύψους 9 δις το χρόνο μόνο για το κεφάλαιο που απαιτείται για τη γεωργία».
Αγγίζοντας ένα ευαίσθητο -για πολλούς Αυστραλούς- σημείο, θα προσθέσει: «Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι ξένοι αγοράζουν όλες τις γεωργικές εκτάσεις. Αν δει, όμως, κανείς τα πραγματικά νούμερα πρόκειται για πολύ λίγη γη».
Με την άποψη αυτή θα συμφωνήσει και ο γενικός διευθυντής της μεγαλύτερης εταιρίας βοοειδών της Αυστραλίας (Australian Agricultural Co), David Farley, θα πει ότι «δεν νομίζει ότι έχουμε τίποτε να φοβηθούμε από κρατικές επενδυτικές εταιρίες της Κίνας που έχουν τις βλέψεις τους στην Αυστραλία. Εκείνο το οποίο πρέπει να κάνουμε, ως χώρα, είναι να βεβαιωθούμε ότι το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο είναι σύγχρονο και μπορεί να ανταποκριθεί στην διαθεσιμότητα ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Ας μη μας διαφεύγει εξάλλου ότι η Αυστραλία, για την ανάπτυξή της στον γεωργικό τομέα, βασιζόταν ανέκαθεν στο ξένο κεφάλαιο».
ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ
Σε πρακτικό επίπεδο, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ερευνά τελευταία τρόπους να κάνει πιο ελκυστική σε ξένους επενδυτές, ιδιαίτερα από την Κίνα, την ανάπτυξη γεωργικών εκτάσεων στη Βόρεια Αυστραλία.
Ο Συνασπισμός, εντούτοις, την περασμένη εβδομάδα, πρότεινε μια στρατηγική αποθαρρυντική για ξένους επενδυτές, πράγμα που προκάλεσε τον David Farley να ενοχοποιήσει τον Τόνι Άμποτ ότι εκμεταλλεύεται τη ξενοφοβία που επικρατεί στις τάξεις του Εθνικού κόμματος.
Ο ίδιος έθιξε και το θέμα της «προσαρμογής» των Κινέζων επενδυτών στο «αυστραλιανό περιβάλλον», τονίζοντας ότι «αν στόχο τους έχουν την επιτυχία, είτε πρόκειται για κρατικές ή ιδιωτικές εταιρίες, θα πρέπει να λειτουργήσουν σύμφωνα με το αυστραλιανό περιβάλλον».
Με την ευκαιρία, θα πρέπει να πούμε ότι «συμπληρώνονται 40 χρόνια από τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Αυστραλίας και Κίνας. Πρόκειται, ως γνωστόν, για πρωτοβουλία του πρώην πρωθυπουργού (του Εργατικού Κόμματος), Γκοφ Γουίτλαμ, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος Αυστραλός πρωθυπουργός που επισκέφθηκε τη γείτονα χώρα το 1973. Οι εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα ήταν της τάξης των $100 εκατ. τότε, ενώ σήμερα ανέρχονται στα $100 δις.
Οι κορυφαίοι επιχειρηματίες της Αυστραλίας, εντούτοις, δεν είναι ικανοποιημένοι από τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις χειρίζονται το θέμα των εμπορικών σχέσεων με την Κίνα, ισχυριζόμενοι ότι «η έλλειψη ουσιώδους στρατηγικής με την Κίνα υποσκάπτει τις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών».
Πρόκειται για μια άποψη που αντικρούει η κυβέρνηση ισχυριζόμενη ότι στο διάστημα που είναι στην αρχή η πρωθυπουργός Τζούλια Γκίλαρντ επισκέπτεται την Κίνα μία φορά το χρόνο, από το 2007 δε, έχουν γίνει στην Κίνα 47 επισκέψεις σε υπουργικό επίπεδο.
ΑΓΚΑΛΙΑΣΤΕ ΤΗΝ ΚΙΝΑ
«Αγκαλιάστε την Κίνα», είναι η προτροπή του πρώην πρωθυπουργού της Αυστραλίας, Πολ Κίτινγκ,
Με την ευκαιρία της παρουσίασης του νέου βιβλίου του Hugh White, «China Choice», στο Σίδνεϊ την περασμένη Δευτέρα, ένας υπέρκομψος -ως συνήθως- επιθετικός, όμως, προς τους φωτορεπόρτερ Κίτινγκ -«σταματήστε επιτέλους, με αποσυντονίζετε» φώναξε σε κάποια στιγμή- έδωσε με ακρίβεια τις θέσεις του συγγραφέα, που συμπίπτουν, όπως είπε, με τις δικές του.
«Η εξωτερική πολιτική της Αυστραλίας ταυτιζόταν ανέκαθεν με αυτή των ΗΠΑ. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίσει τις κυβερνήσεις της χώρας να αναγνωρίσουν τη δύναμη της Κίνας στην περιοχή, τις φιλοδοξίες της και να παύσουν να ακολουθούν πειθήνια τις ΗΠΑ.
Ισχυριζόμενος ότι είχε προβλέψει την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας από το 1990, θα αντικρούσει απόψεις ότι υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος πολεμικής σύρραξης με τη γείτονα και αν οι ΗΠΑ δεν διατηρήσουν την στρατιωτική κυριαρχία στην περιοχή, θα αποχωρήσουν, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στην Κίνα».
Η Κίνα αναπτύσσεται ραγδαία οικονομικά και αυτό δεν μπορεί τίποτε να το σταματήσει είπε ο Πολ Κίτινγκ. Απλά οι ΗΠΑ θα πρέπει να αναγνωρίσουν τη δύναμη της Κίνας και να σταματήσουν να τη βλέπουν ανταγωνιστικά. Υπάρχει τρόπος να συνυπάρξουν και σ’ αυτό μπορεί να παίξει ρόλο η Αυστραλία, αναγνωρίζοντας τη δύναμη της Κίνας και το δικαίωμά της να επιβληθεί ως μεγάλη οικονομική δύναμη.
Μια δύναμη όμως που θα πρέπει να «εκμεταλλευτεί» η Αυστραλία, όχι απλά για την προσωρινή της επιβίωση, αλλά δημιουργώντας τις προϋποθέσεις μιας οικονομικής συνεργασίας που θα έχει μακρόπνοες προοπτικές.