Από τον 8ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες ήλθαν σε επικοινωνία με τους λαούς που κατοικούσαν στα εδάφη της σημερινής Ουκρανίας. Στην ιστορία των αρχαίων Αθηνών βλέπουμε πολλούς Σκύθες από την περιοχή της Κριμαίας που εχρησιμοποιούντο κυρίως ως αστυνομικοί και σε άλλες υπηρεσίες. Από την βυζαντινή εποχή οι σχέσεις, οι επιρροές και οι αλληλεπιδράσεις Ελλήνων και Ουκρανών εξαπλώθηκαν λόγω της πολιτιστικής ένωσης και κυρίως του Χριστιανισμού. Και από την εποχή εκείνη τον κύριο ρόλο στην σύναψη και εμπέδωση των φιλικών σχέσεων παίζουν οι λόγιοι, οι άνθρωποι των γραμμάτων. Πρώτοι οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος οι οποίοι εδίδαξαν τον Χριστιανισμό και εδημιούργησαν το σλαβικό αλφάβητο.
Στα εδάφη της Ουκρανίας από τον 9ο αιώνα μ.Χ. το Κίεβο υπήρξε βασικό κέντρο, όπου εθεμελιώνονταν οι βάσεις της πνευματικής ζωής ολόκληρου του Ανατολικού σλαβικού κόσμου. Τον 19ο αι. στην Ουκρανία διαμορφώθηκε μια σταθερή παράδοση μελέτης του ελληνικού κόσμου και της γλώσσας. Φυσικά, τον σημαντικότερο ρόλο έπαιζαν τα τρία μεγαλύτερα Πανεπιστήμια.
Οι μελετητές έστρεψαν κυρίως την προσοχή τους στην έρευνα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, της καθημερινής και κοινωνικής ζωής της κλασικής αρχαιότητας, της ιστορικής πορείας των Ελλήνων, των πολιτευμάτων της Αρχαίας Ελλάδας και στην μετάφραση της κλασικής ελληνικής γραμματείας.
Αξιοσημείωτη ήταν η προσφορά του απόφοιτου του Πανεπιστημίου του Κιέβου, του Έλληνα ομογενή Θ. Χορταχάη που στο 2ο μισό του 19ου αι. συνέταξε το γλωσσάρι του ρουμέικου ιδιώματος της Αζοφικής θάλασσας με την ονομασία «Λεξικό του ψυχομαχούντος ελληνικού ιδιώματος», που μελέτησε και εξέδωσε με επιστημονικά σχόλια την δεκαετία του 1960 η υφηγήτρια Τ. Τσερνυσόβα. Στο «Πανεπιστήμιο του Αγίου Βλαδιμήρου» από την ίδρυσή του το 1834, υπήρχαν οι ελληνικές σπουδές ως απαραίτητο μέρος της φιλολογικής εκπαίδευσης.
Πολλοί αξιόλογοι καθηγητές εδίδαξαν και εργάστηκαν ως ερευνητές. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο Α. Σόννη μελετούσε τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, ιδιαίτερα την μορφή του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Ο καθηγητής Μίτσενκο το 1881 έγραψε μία μελέτη για την Θηβαϊκή τριλογία του Σοφοκλή και μετά μετέφρασε ολόκληρο το έργο του Θουκυδίδη και του Ηροδότου (1888). Έναν αιώνα μετά, μετάφραση του έργου του «πατέρα της ιστορίας» έκανε στα ουκρανικά ο αείμνηστος καθηγητής Αντρέι Μπιλέσκου. Επιτυχημένες ήταν και οι μελέτες των ιστορικών Θ. Κνάουερ, Γ. Κουλακόβσκυ, Σ. Ντλοζέβσκυ.
Ακολούθησαν αρκετοί σπουδαίοι επιστήμονες. Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους επιστήμονες αυτούς κατέχει ο καθηγητής Α. Μπιλέσκου που με τις υπεράνθρωπες προσπάθειές του κατάφερε να κρατήσει ζωντανό το νήμα των ελληνικών σπουδών στο Κίεβο, που κόντευε να χάσει αυτή την πολύτιμη παράδοση.
Το Πανεπιστήμιο του Κιέβου είναι γνωστό για το ότι στην δεκαετία του 1960 εδώ για πρώτη φορά σε ολόκληρη την Σοβιετική Ένωση ενσωμάτωσαν στα μαθήματα κορμού την διδασκαλία των Νεοελληνικών. Την διδασκαλία ανέλαβε ο Α. Μπιλέτσκυ που ήταν ο σημαντικότερος όχι μόνον μελετητής αλλά και πρακτικός δάσκαλος των Νεοελληνικών Σπουδών στην τότε Σοβιετική Ένωση. Το κύρος του Α. Μπιλέτσκυ φαίνεται και από το γεγονός ότι έγραψε την «Σύντομη ανασκόπηση της νεοελληνικής γραμματικής». Ήταν η πρώτη προσπάθεια να γίνει συστηματική δομική περιγραφή των γραμματικών φαινομένων των νεοελληνικών στα ρωσικά.
Εκτός από τον Α. Μπιλέτσκυ τα νεοελληνικά δίδασκε και η σύζυγός του, η υφηγήτρια Τ. Τσερνυσόβα, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διάδοση του νεοελληνικού πολιτισμού στην Ουκρανία, ενθαρρύνοντας την μετάφραση έργων της νεοελληνικής Λογοτεχνίας από τους φοιτητές της, που σε λίγο συνέστησαν την μεταφραστική σχολή των Μπιλέτσκυ – Τσερνυσόβα.
Ο καθηγητής Μπιλέτσκυ και η υφηγήτρια Τσερνυσόβα στα σχόλιά τους, στις μεταφράσεις, επιμένουν να αντλείται το ζητούμενο λεξιλόγιο προπαντός από κείμενα γραμμένα στα μεσαιωνικά ουκρανικά, το πρωτότυπο λεξιλόγιο των οποίων να υφίσταται κριτική επεξεργασία για τις ανάγκες της στιγμής, γεφυρώνοντας έτσι τα απομονωμένα συστατικά μιας ενιαίας γλωσσικής παράδοσης των αρχαίων και νέων ουκρανικών.
Άλλη πλευρά των προσπαθειών του ταλαντούχου ζευγαριού ήταν η διάδοση του ουκρανικού πολιτισμού στην Ελλάδα, συγκεκριμένα μέσω μεταφράσεων κλασικής ουκρανικής λογοτεχνίας.
Ο Μπιλέτσκυ αφιέρωσε πολλά άρθρα στα φιλοσοφικά ζητήματα της γλωσσολογίας, συγκεκριμένα, στην έρευνα της μονομερούς ή διμερούς φύσης του γλωσσικού σημείου, στην τυπολογική ανάλυση των γλωσσών, στο συστηματικό χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των γλωσσικών επιπέδων κλπ.
Ερευνά τα ζητήματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας και υποστηρίζει ότι η άποψη περί ξεχωριστής «βυζαντινής» ελληνικής έχει τεχνητό χαρακτήρα, υπερασπίζοντας την άποψη για ενιαία γλωσσική παράδοση του Ελληνισμού και απορρίπτοντας την εφαρμογή στην περίπτωση των ελληνικών του μοντέλου της απλής συγγένειας που υπάρχει μεταξύ της λατινικής και των ρωμανικών γλωσσών (και υπάρχουν, δυστυχώς, κάποιοι Έλληνες καθηγητές που κόπτονται για τη λατινική γραφή…).
Όσον αφορά στην μελέτη της Νέας Ελληνικής το ζεύγος Μπιλέτσκυ – Τσερνυσόβα έκανε μεγάλες προσπάθειες για την περιγραφή, κωδικοποίηση, συντήρηση και έρευνα του ιδιώματος των Ελλήνων της Αζοφικής. Η επεξεργασία του υλικού επέτρεψε στους δύο αυτούς μελετητές να συμπεράνουν πως το ιδίωμα της Μαριούπολης συστάθηκε στην όψιμη βυζαντινή περίοδο από μία πανσπερμία Ελλήνων από διάφορες περιοχές του Πόντου, της Βόρειας και Στερεάς Ελλάδας, πως στην αρχή ήταν ένα γλωσσικό σύνολο αρκετά ετερογενές, γεγονός που οδήγησε σε αρκετές αποκλίσεις από τα ιδιώματα – πηγές και δεν ολοκληρώθηκε με την εμφάνιση γλώσσας, αλλά ιδιώματος συγγενούς στα ελληνικά. Η δημιουργία του ολοκληρώθηκε τον 18ο αιώνα μ.Χ., δεχόμενο και επιρροές από τα ρωσικά και τα νότια ιδιώματα της ουκρανικής.
Όπως βλέπουμε, η ελληνική γλώσσα έλκει το ενδιαφέρον των Φιλολόγων και Γλωσσολόγων όλου του κόσμου. Και αυτό γιατί έτσι εξάγουν συμπεράσματα και για τις δικές τους γλώσσες.