Είναι γνωστό σε όλους μας ότι δυο ήταν οι σπουδαιότερες πόλεις κράτη στην αρχαία Ελλάδα. Η Αθήνα και η Σπάρτη. Για τη Σπάρτη έχω αναφερθεί επανειλημμένα στο παρελθόν. Αυτή τη φορά θ’ αναφερθώ στην Αθήνα, «το κλεινόν άστυ = ένδοξη πόλη».
Δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει κανείς ότι η Αθήνα μαζί με τη Σπάρτη, πρόσφεραν στη ανθρωπότητα ό,τι το άριστο έχει. Πολιτισμό, ανδρεία, τέχνες, παιδεία, φιλοσοφία, φιλοπατρία και ό,τι άλλο περιέχει ένας σύγχρονος πολιτισμός. Οι απαρχές της πόλης που επρόκειτο να εξελιχθεί στο σημαντικότερο κέντρο του αρχαίου ελληνικού κόσμου μάς είναι λίγο γνωστές.
(Μια διευκρίνηση: Επειδή η σημερινή χρονολόγηση δεν πρέπει να βασίζεται σε θρησκευτικά γεγονότα, έχει αποφασιστεί να γίνεται η αναφορά του χρόνου σε κοινή εποχή “common era”, αντί για προ Χριστού ή μετά Χριστό. Γι’ αυτό αποφεύγω κι εγώ αυτούς τους ορισμούς).
Κατά την παράδοση, που βασίζεται σε μεταγενέστερους χρονογράφους, όπως ο Ερατοσθένης, η Αθήνα πριν από την πρώτη χιλιετία πριν κοινής εποχής (π.κ.ε.) αποτελείτε από δώδεκα διάσπαρτες πόλεις που κυβερνούνται από βασιλείς. Ένας από αυτούς, ο Θησέας, συνοίκισε τις πόλεις σε μία και γι’ αυτό και οι αρχαίοι συγγραφείς τον θεωρούσαν θεμελιωτή της αθηναϊκής πόλης-κράτους.
Είναι όμως κάπως αμφίβολο ένας βασιλιάς να κατάφερε να ενοποιήσει τις διάσπαρτες κοινότητες και πιο πιθανό είναι ο συνοικισμός να έλαβε χώρα σταδιακά κατά τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων (10ος-8ος αι. π.κ.ε.) για να συμπεριλάβει ολόκληρη τη νοτιοανατολική απόληξη της κεντρικής Ελλάδας, δηλαδή την περιοχή της Αττικής.
Ίσως η τελευταία πόλη που προσαρτήθηκε να ήταν η Ελευσίνα. Κατά την παράδοση, η Ελευσίνα είχε κάποτε διεξάγει πόλεμο κατά της Αθήνας, όπου ο Ίων, ο πρόγονος των Ιώνων, αναδείχθηκε σε πολέμαρχο των Αθηναίων και τους οδήγησε σε νίκη. Ο Ηρόδοτος πίστευε ότι οι τέσσερις αρχαίες Ιωνικές φυλές των Αθηνών, Αιγικορείς, Αργαδείς, Γελέοντες και Οπλίτες, έφεραν τα ονόματα των γιων του Ίωνα.
Η πληροφορία είναι κάπως αμφίβολη, αλλά ενδεικτική της πεποίθησης ότι οι Αθηναίοι ήταν αυτόχθονες και η Αττική η «αρχαιότερη γη της Ιωνίας». Το πολίτευμα του 7ου αι. π. κ. ε., η συνωμοσία του Κύλωνα και οι νόμοι του Δράκοντα Σύμφωνα με την Αθηναίων Πολιτεία, το αρτιότερο αρχαίο σύγγραμμα που διαθέτουμε για την εξέλιξη και λειτουργία του αθηναϊκού πολιτεύματος, έργο του Αριστοτέλη ή κάποιου μαθητή του, ο παντοδύναμος βασιλιάς σταδιακά παραχώρησε μερικές από τις εξουσίες του στον Πολέμαρχο και τον επώνυμο άρχοντα.
Η ετήσια θητεία του τελευταίου ξεκίνησε με τον Κρέοντα στα 683/2 π.κ.ε., ενώ αργότερα ένα σώμα εννέα θεσμοθετών ανέλαβε την καταγραφή και διαφύλαξη των θεσμών. Οι εννέα αυτοί άρχοντες εκλέγονταν με βάση την αριστοκρατική καταγωγή και τον πλούτο τους, πιθανόν από την εκκλησία του δήμου. Με τη λήξη της ετήσιας θητείας τους επάνδρωναν την πανίσχυρη Βουλή του Αρείου Πάγου, επιφορτισμένη με τη διαφύλαξη των νόμων και του πολιτεύματος. Περί τα 640 π.κ.ε., ένας ολυμπιονίκης ονόματι Κοίλων αποπειράθηκε με τη βοήθεια του τυράννου των Μεγάρων, Θεαγένη, να καταλύσει το πολίτευμα και να επιβάλει τυραννία καταλαμβάνοντας την Ακρόπολη.
Το πραξικόπημα απέτυχε και οι συνωμότες, εκτός του ίδιου του Κοίλωνα και του αδερφού του που κατάφεραν να ξεφύγουν, κατέφυγαν στο βωμό της Αθηνάς ως ικέτες. Αυτό όμως δεν στάθηκε ικανό να τους σώσει και η ευθύνη για την ανίερη εξόντωση των συνωμοτών έπεσε στον επώνυμο άρχοντα Μεγακλή του αριστοκρατικού γένους των Αλκμεωνίδων.
Οι «μιασμένοι» εξορίστηκαν, αλλά το αποκαλούμενο «Κυλώνειον άγος» θα συνοδεύει τους Αλκμεωνίδες για περισσότερο από έναν αιώνα. Μέσα σε αυτό το κλίμα εμφύλιας διαμάχης πρέπει ίσως να εντάξουμε τη νομοθεσία του Δράκοντα, που χρονολογείται στη δεκαετία του 620 π.κ.ε. Ο μόνος νόμος που μας σώζεται σε αντίγραφο του τέλους του 5ου αιώνα π.κ.ε., είναι αυτός περί ανθρωποκτονίας, ο οποίος ξεχώριζε την εκούσια από την ακούσια πράξη και έθετε φραγμό στην άνομη καταδίωξη των ανθρωποκτόνων.
Ο λαός μας ακόμα αναφέρεται στους νόμους του Δράκοντα ως δρακόντεια μέτρα. Αυτό δείχνει πόσο αυστηροί ήταν οι νόμοι του Δράκοντα. Ο Σόλων διετέλεσε επώνυμος άρχων στα 594/3 π.κ.ε.. και κατά την Αθηναίων Πολιτεία το πολίτευμα που θέσπισε σήμανε την αρχή της δημοκρατίας. Από τις ισχνές πληροφορίες που διαθέτουμε, καταλαβαίνουμε ότι οι νόμοι του Σόλωνα κάλυπταν όλους τους τομείς της δικαιοσύνης με βασική αρχή τον καθορισμό δίκαιων ορίων ανάμεσα στους πολίτες, πλούσιους και φτωχούς, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι έριδες και ν’ αποκατασταθεί η κοινωνική ισορροπία.
Μέχρι τότε μεγάλο ποσοστό των φτωχών Αθηναίων ήταν εκτήμοροι, δηλαδή υποχρεώνονταν να δίνουν το 1/6 της σοδειάς τους στους αριστοκράτες γαιοκτήμονες και να δανείζονται με ενέχυρο την ελευθερία τους. Ο Σόλων, στα έμμετρα ποιήματά του που διασώζουν η Αθηναίων Πολιτεία και ο Πλούταρχος, κατηγορεί την αριστοκρατική τάξη με την απληστία και την υπεροψία της για τα δεινά των Αθηνών. Απελευθέρωσε αυτούς που είχαν ήδη υποδουλωθεί λόγω χρεών και απαγόρευσε στο εξής το «δανείζειν επί τοις σώμασιν». Επιπλέον, προχώρησε στην κατάργηση των χρεών (χρεών αποκοπή), ένα προφανώς εφάπαξ μέτρο που οι αρχαίοι ονόμασαν «σεισάχθεια».
Βεβαίως, την ιστορία της κλασικής Ελλάδας, η οποία περιστρεφόταν συχνά γύρω από την Αθήνα και τη Σπάρτη, είχαν καταγράψει άλλοτε με περισσότερη κι άλλοτε με λιγότερη ακρίβεια και αντικειμενικότητα ήδη οι σύγχρονοί τους της εποχής εκείνης ιστορικοί, όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών, ενώ την εικόνα της κοινωνίας και της πολιτείας παρουσιάζουν εν πολλοίς τα συγγράμματα των φιλοσόφων, όπως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Η μεγάλη αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών (Περσών), δεν κατάφερε να υποτάξει την Ελλάδα. Το ερέθισμα των Περσικών πολέμων και η ανέλπιστη νίκη των Ελλήνων, έβγαλαν την κυρίως Ελλάδα από την πολιτισμική αφάνεια και την γεωπολιτική ανυπαρξία, στην οποία είχε βυθισθεί μετά τον Τρωικό πόλεμο. Οι συνέπειες της ήττας των Περσών σ’ αυτούς τους πολέμους διαμόρφωσαν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της περιόδου που ακολούθησε και ονομάσθηκε κλασσική.
Το 490 π.κ.ε. ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος εκστράτευσε κατά των Ελλήνων με σκοπό να υποτάξει την ατίθαση αυτή μικρή χώρα που του είχε γίνει εμπόδιο στους επεκτατικούς του σκοπούς. Υποτάσσοντας την Ελλάδα έβαζε πόδι στην Ευρώπη και κατόπιν ποιος θα τον σταμάταγε να κυριεύσει και την υπόλοιπη Ευρώπη;
Στον Μαραθώνα όμως νικήθηκε ολοκληρωτικά από τον αθηναϊκό στρατό του Μιλτιάδη. Κάτι που δεν μπόρεσε να χωνέψει και όταν επέστρεψε στην Περσέπολη, υποχρέωσε έναν υπηρέτη του να του θυμίζει τρείς φορές την ημέρα τους Αθηναίους με την εξής φράση: «δέσποτα μέμνησο των Αθηναίων» που θα πει βασιλιά μου, θυμήσου τους Αθηναίους. Άφησε αυστηρή εντολή στα παιδιά του να εκδικηθούν τους Έλληνες όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Οι πεσόντες υπέρ της πατρίδας στο Μαραθώνα, 192 τον αριθμό ενταφιάστηκαν για μεγάλη τους τιμή σ’ αυτό το πεδίο της μάχης πλησίον της παραλίας σε ομαδικό τάφο, επί του οποίου ανεγέρθηκε τύμβος που υπάρχει μέχρι σήμερα. Πλησίον του τύμβου των νεκρών ανεγέρθηκε τρόπαιο από λευκό λίθο, επί του οποίου ο Σιμωνίδης έγραψε την εξής επιγραφή: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρευσαν δύναμιν».
Πριν τη μάχη έστειλαν τον Αθηναίο δρομέα Φειδιππίδη στη Σπάρτη να ζητήσει βοήθεια. Αυτός σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (6.105.1), διένυσε τη διαδρομή (περίπου 220 χλμ.) και μετέφερε το μήνυμα των Αθηναίων στους Λακεδαιμόνιους αλλά η απάντηση ήταν αρνητική καθότι δεν μπορούσαν οι Λακεδαιμόνιοι να στείλουν στρατό σε μάχη χωρίς να είναι πανσέληνος. Έστειλαν όμως το στρατό μόλις έγινε πανσέληνος αλλά έφτασε στο Μαραθώνα όταν η μάχη είχε τελειώσει.
Λέγεται δε ότι κάποιος οπλίτης πάνοπλος έτρεξε μετά τη νίκη στον Μαραθώνα περίπου 40χλμ. ν’ αναγγείλει στους δημογέροντες των Αθηνών τη νίκη, και μόλις έφτασε στην Αθήνα το μόνο που κατάφερε να πει ήταν: «νενικήκαμεν» και έπεσε νεκρός. Στα σχολεία μάς μάθαιναν πως αυτός ήταν ο Φειδιππίδης. Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς αυτό είναι αδύνατο καθότι ο Φειδιππίδης είχε προηγουμένως διανύσει τη διαδρομή Αθήνα-Σπάρτη-Αθήνα και πήρε μέρος και στη μάχη. Ο Πλούταρχος, 500 χρόνια αργότερα (1ος αι. μ. κ. ε.) κάνει την πρώτη αναφορά στον μαραθωνοδρόμο για τον οποίο λέει ότι ήταν ο Ηρακλείδης ο Ποντικός που ονομαζόταν Θέρσιππος ο Ερχιεύς αλλά οι περισσότεροι ιστορικοί έλεγαν ότι ονομαζόταν Ευκλής.
Το έργο του Δαρείου αποπειράθηκε να συνεχίσει ο γιος του Ξέρξης το 480 π.κ.ε. Συγκεντρώνοντας έναν απειράριθμο στρατό και μεγάλο στόλο στράτευσε κατά της Ελλάδας, ελπίζοντας αυτή τη φορά να την κυριεύσει. Αλλά και η δική του τύχη δεν ήταν καλύτερη του πατέρα του. Ο στόλος του καταστράφηκε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας από το συμμαχικό στόλο Αθηναίων και Σπαρτιατών υπό τους Θεμιστοκλή και Ευρυβιάδη.
Ο Μαρδόνιος που ήταν γαμπρός του Ξέρξη νυμφευμένος με την αδερφή του Αρτοζώστρα, παρέμεινε στην Ελλάδα να συνεχίσει τον πόλεμο στην ξηρά. Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, η συμμαχία των Πελοποννησίων, όρισε τον Παυσανία ως αρχηγό της. Αυτός οδήγησε τον στρατό πέρα από τον Ισθμό της Κορίνθου, στις Πλαταιές το 479 π.κ.ε., για να δώσει την τελική μάχη με τους Πέρσες στην οποία τους διέλυσε ολοκληρωτικά. Μαζί του ενώθηκαν και οι δυνάμεις των Ελλήνων από την Στερεά Ελλάδα, εξαιρουμένων των Θηβαίων οι οποίοι είχαν μηδίσει (συμπαραταχθεί με τους Πέρσες).
Η αναχαίτιση των Περσών στον Μαραθώνα από τους Αθηναίους υπό τον Μιλτιάδη το 490 π.κ.ε., η αυτοθυσία του Σπαρτιάτη Λεωνίδα με τους 300 και των 700 Θεσπιέων με το Δημόφιλο στις Θερμοπύλες το 480 π.κ.ε., η νικηφόρα για τους Έλληνες ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.κ.ε. και ο θρίαμβος των Σπαρτιατών στη μάχη των Πλαταιών υπό τον Παυσανία το 479 π.κ.ε., είναι από τις λαμπρότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας και κατ’ επέκταση της ευρωπαϊκής.
Παγκόσμιοι ιστορικοί ισχυρίζονται πως αν οι Έλληνες δεν κέρδιζαν τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας η σημερινή ιστορία της Ευρώπης και κα’ επέκταση της ανθρωπότητας θα ήταν τελείως διαφορετική. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε περήφανοι που είμαστε απόγονοι αυτών των ηρώων που με την ανδρεία τους άλλαξαν την παγκόσμια ιστορία.
Πάνος Σταματόπουλος
Μελβούρνη