Τέσσερα χρόνια χρειάστηκε το Εργατικό Κόμμα για να υιοθετήσει τη λύση Χάουαρντ στο πρόβλημα των προσφύγων.
Μετά από σκληρούς αγώνες με την αντιπολίτευση, διανθισμένους με σκληρές δηλώσεις της πρωθυπουργού και άλλων ηγετικών στελεχών της κυβέρνησης κατά της επαναφοράς της πολιτικής εγκατάστασης προσφύγων εκτός Αυστραλίας, η πρωθυπουργός έκανε τη θεαματικότερη αναδίπλωση της πολιτικής καριέρας της αποδεχόμενη, «συμβιβαστικά», την επαναλειτουργία των κέντρων υποδοχής μεταναστών στα νησιά Nauru και Manus Island της Παπούα-Νέας Γουϊνέας – δηλαδή συμφώνησε να υλοποιήσει την «απάνθρωπη» πολιτική “Pacific Solution – Λύση Ειρηνικού» των κυβερνήσεων Χάουαρντ, που κατήργησε ο πρώην πρωθυπουργός, Κέβιν Ραντ, το 2008 μήνες μετά την επιστροφή του Εργατικού Κόμματος στην εξουσία.
Η αλλαγή διάθεσης της κυβέρνησης επιβλήθηκε από την Επιτροπή Houston, την Επιτροπή Προσωπικοτήτων στην οποία η πρωθυπουργός μεταβίβασε τη θεσμική ευθύνη της κυβέρνησης να αναχαιτίσει την πλημμυρίδα των προσφύγων, που άρχισε το 2008 με την αλλαγή πολιτικής της Αυστραλίας.
Η Επιτροπή πρότεινε ως «άμεση λύση» την επαναλειτουργία κέντρων κράτησης προσφύγων εκτός Αυστραλίας και θέσπιση κινήτρων και αντικινήτρων, που θα ενθαρρύνουν την επιλογή της νόμιμης οδού από τους πρόσφυγες αντί των επικίνδυνων σαπιοκάραβων. Προτάσεις, που η κυβέρνηση δεν είχε μαντέψει ή που επιζητούσε ως νομιμοφανή δικαιολογία για την αλλαγή της πολιτικής της.
Τα γεγονότα και οι αριθμοί βεβαιώνουν, ότι η πολιτική διαχείρισης των προσφύγων, που υλοποίησαν οι κυβερνήσεις Ραντ-Γκίλαρντ, απέτυχε παταγωδώς.
Ας κάνουμε μία αναδρομή στο απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν για να εκτιμήσουμε το μέγεθος της αποτυχίας των δύο Εργατικών κυβερνήσεων.
Από τον Ιανουάριο 2000 μέχρι το Δεκέμβριο του 2001 –περίοδο διακυβέρνησης από την κυβέρνηση Χάουαρντ– είχαν καταπλεύσει στην Αυστραλία 94 πλοία με 8,455 πρόσφυγες. Η ροή των προσφύγων ανακόπηκε μετά το 2001 από την ψήφιση από το εθνικό κοινοβούλιο νόμου της κυβέρνησης Χάουαρντ για τη μεταφορά και κράτηση των προσφύγων σε νησιά του Ειρηνικού (Nauru και Manus Island).
Η πολιτική της κυβέρνησης Χάουαρντ, γνωστή ως «Pacific Solution- Λύση του Ειρηνικού» ίσχυσε μέχρι τις εκλογές του 2007 και αναχαίτισε την «εισβολή» προσφύγων από το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Σουδάν και άλλες εμπόλεμες χώρες. Την περίοδο 2001-2007 μπήκαν στα χωρικά ύδατα της Αυστραλίας 18 πλοία, μόνο, με 288 πρόσφυγες.
Τιμώντας την προεκλογική υπόσχεσή του ο Κέβιν Ραντ –νικητής των εθνικών εκλογών της 24ης Νοεμβρίου 2007– ακύρωσε την «απάνθρωπη» πολιτική των κυβερνήσεων Χάουαρντ και επέτρεψε την εγκατάσταση των προσφύγων εντός των ορίων της Αυστραλίας.
Η αλλαγή πολιτικής από τις κυβερνήσεις Ραντ και Γκίλαρντ προκάλεσε πλημμυρίδα προσφύγων. Υπολογίζεται, ότι από το 2008 μέχρι σήμερα έχουν εισέλθει στα χωρικά ύδατα της Αυστραλίας 384 καράβια με 21,634 πρόσφυγες, κυρίως από ασιατικές χώρες. Το 2012, μόνο, έχουν αφιχθεί 7,629 πρόσφυγες οι οποίοι έχουν καταλήξει σε κέντρα κράτησης προσφύγων στην ενδοχώρα και στα Νησιά Χριστουγέννων, βορειοδυτικά της Πέρθης.
Η τραγική συνέπεια της αλλαγής πολιτικής διαχείρισης των προσφύγων από το 2009 είναι ο θάνατος 604 προσφύγων εν πλω προς την Αυστραλία.
Εξαιρετικά μεγάλο και το οικονομικό κόστος για τους Αυστραλούς φορολογουμένους, που υπολογίζεται στα 4,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Υψηλό και το πολιτικό κόστος των προσφύγων για τις Εργατικές κυβερνήσεις Ραντ-Γκίλαρντ. Η σχεδόν καθημερινή άφιξη πλοίων με φορτία προσφύγων εδραίωσε την πεποίθηση του μέσου Αυστραλού πολίτη, ότι οι Εργατικές κυβερνήσεις της χώρας αδυνατούν να προστατεύσουν τα σύνορα της χώρας.
Η πρωθυπουργός, Τζούλια Γκίλαρντ, αναζήτησε λύσεις του προβλήματος των προσφύγων, οι οποίες δεν τελεσφόρησαν και έπληξαν καίρια την αξιοπιστία της ιδίας και της κυβέρνησής της.
Τον Ιούλιο του 2010 η πρωθυπουργός ανακοίνωσε την επίτευξη συμφωνίας με την κυβέρνηση του Ανατολικού Τιμόρ για τη δημιουργία κέντρου υποδοχής προσφύγων στο νησί του Ειρηνικού. Η κυβέρνηση του Α. Τιμόρ διέψευσε την επίτευξη συμφωνίας –μετά από ανεπίσημες συνομιλίες της πρωθυπουργού με τον πρόεδρο του νησιωτικού Κράτους Χοσέ Ράμος Χόρτα– και στηλίτευσε την προσπάθεια της κυβέρνησης Γκίλαρντ να ασκήσει πίεση στην πολιτική ηγεσία του Τιμόρ μέσω Τζακάρτας – κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην πρωτεύουσα της Ινδονησίας ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Αυστραλίας, Στίβεν Σμιθ, είχε ζητήσει από την κυβέρνηση της γειτονικής χώρας να πιέσει το Ανατολικό Τιμόρ να δεχθεί τη δημιουργία κέντρου υποδοχής προσφύγων εντός των συνόρων του.
Η απόρριψη του αιτήματος της κυβέρνησης Γκίλαρντ από την κυβέρνηση του Ανατολικού Τιμόρ ήταν καίριο πλήγμα για την πρωθυπουργό και την κυβέρνηση. Η αξιωματική αντιπολίτευση άδραξε την ευκαιρία να αμφισβητήσει, εκ νέου, την αξιοπιστία της πρωθυπουργού και τη δυνατότητά της να διαχειριστεί το σοβαρό θέμα των προσφύγων. Πρότεινε, δε, την επαναφορά «της επιτυχημένης πολιτικής των πρώην κυβερνήσεων Χάουαρντ», δηλαδή την επαναλειτουργία των κέντρων κράτησης προσφύγων στα νησιά Nauru και Manus Island.
Η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε τρεις συγκεκριμένους στόχους: Να πλήξει την αξιοπιστία της πρωθυπουργού, να δημιουργήσει ρήγματα στην κυβέρνηση –διότι η αριστερή παράταξη του Εργατικού Κόμματος αρνείται κατηγορηματικά, για ανθρωπιστικούς και οικονομικούς λόγους, να στηρίξει την εγκατάσταση προσφύγων εκτός Αυστραλίας – και για να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τη δυσαρέσκεια του αυστραλιανού λαού που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις.
Το Εργατικό Κόμμα πλήρωσε το πολιτικό τίμημα της αναποτελεσματικής πολιτικής της στις εθνικές εκλογές του 2010 – το θέμα των προσφύγων ήταν ένα από τα βασικά θέματα της προεκλογικής εκστρατείας και συνυπολογίζεται στις αιτίες του εκλογικού καταποντισμού των Εργατικών και τον εξαναγκασμό του σε σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας με τη στήριξη των Πρασίνων και ανεξάρτητων μελών του εθνικού κοινοβουλίου.
Η συνεχής αύξηση των αφίξεων προσφύγων, η εμμονή της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην άγονη πολιτική της, η έκδηλη δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος έστρεψαν την κυβέρνηση προς τη Μαλαισία – ένα από τα μεγάλα ασιατικά κέντρα διακίνησης προσφύγων.
Η πρωθυπουργός διαπραγματεύτηκε με την κυβέρνηση της Μαλαισίας συμφωνία, η οποία προέβλεπε την ανταλλαγή 800 προσφύγων, που θα έφθαναν την Αυστραλία παράνομα, με 4,000 νόμιμους πρόσφυγες από καταυλισμούς προσφύγων της γειτονικής χώρας.
Στο σκεπτικό της απόφασής της η πρωθυπουργός τόνιζε, ότι η πρότερη γνώση των προσφύγων, ότι διέτρεχαν τον κίνδυνο να επιστρέψουν στο λιμάνι από το οποίον ξεκίνησαν θα λειτουργούσε ως αντι-κίνητρο για τους ιδίους και τα διεθνή κυκλώματα διακίνησης προσφύγων.
Η «Λύση Μαλαισία» – όπως ονομάστηκε η διμερής συμφωνία – εμβολίστηκε τον παρελθόντα Σεπτέμβριο από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας, στο οποίον προσέφυγαν ακτιβιστές και συνήγοροι υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των προσφύγων.
Με πλειοψηφία έξι προς ένα η ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου απέρριψε τη «Λύση Μαλαισία» με το σκεπτικό, ότι η Μαλαισία δεν έχει υπογράψει τη Συμφωνία Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Προσφύγων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, άρα δεν υπάρχει εγγύηση για το σεβασμό των δικαιωμάτων των προσφύγων από την κυβέρνηση της ασιατικής χώρας.
Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου παρέτεινε το αδιέξοδο με την αντιπολίτευση να συνεχίζει να πολιτικοποιεί το θέμα των προσφύγων για ίδιον όφελος, την κυβέρνηση να καταγγέλλει την αντιπολίτευση για αδιαλλαξία και τους Πράσινους να δηλώνουν αποφασισμένοι να καταδικάσουν οποιοδήποτε σχέδιο εγκατάστασης προσφύγων εκτός Αυστραλίας υποβληθεί στη βουλή.
Ηττημένη κατά κράτος η πρωθυπουργός από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου και πιεζόμενη ασφυκτικά από τον πνιγμό 93 προσφύγων την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου και τις καθημερινές αφίξεις πλοίων, ανέλαβε νέα «συμβιβαστική» πρωτοβουλία.
Δέχθηκε να συναινέσει για τη λειτουργία του Κέντρου στο νησί Nauru, αν η αντιπολίτευση στήριζε τη «Λύση Μαλαισία». Η συζήτηση «συμβιβαστικής λύσης» στη βουλή και τη γερουσία εξελίχθηκε σε παράσταση υποκρισίας. Σε θέατρο του γελοίου.
Βουλευτές και γερουσιαστές αγόρευαν ολοφυρόμενοι (κλαίγοντας σπαρακτικά) για τις πολύνεκρες θαλάσσιες τραγωδίες χωρίς, όμως, να μετακινούνται από τις κομματικές θέσεις τους.
Η αξιωματική αντιπολίτευση συμμάχησε στη γερουσία με τους Πράσινους – τους κυβερνητικούς εταίρους της κυβέρνησης Γκίλαρντ – και καταψήφισαν από κοινού «συμβιβαστική» πρόταση του ανεξάρτητου βουλευτή Rob Oakshott.
Δυστυχώς οι εργασίες της φθινοπωρινής συνόδου του εθνικού κοινοβουλίου έληξαν χωρίς αποτέλεσμα. Χωρίς λύση του πιεστικού, πολιτικά και οικονομικά, προβλήματος των προσφύγων.
Την τελευταία ημέρα των εργασιών της βουλής –πριν τις χειμερινές διακοπές των εθνοπατέρων– η πρωθυπουργός ανακοίνωσε, ότι η παράταση της αδιεξόδου με υπαιτιότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και των Πρασίνων την υποχρέωσε να επιδιώξει την εξεύρεση λύσης εκτός κοινοβουλίου.
Η κ. Γκίλαρντ ανακοίνωσε τη σύσταση τριμελούς Επιτροπής Προσωπικοτήτων υπό τον πρώην αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας Αυστραλίας, Angus Hοuston, η οποία ανέλαβε να διαμορφώσει προτάσεις για έξοδο από το αδιέξοδο εντός έξι εβδομάδων.
Μετά από έξι εβδομάδες η τριμελής Επιτροπή δικαίωσε την αξιωματική αντιπολίτευση και γκρέμισε στον πολιτικό Καιάδα την πρωθυπουργό και την κυβέρνηση.
Η πρωθυπουργός εξασφάλισε τη στήριξη του κυβερνητικού νομοσχεδίου για άμεση υλοποίηση των προτάσεων της Επιτροπής Houston, αλλά επίκειται σκληρή μάχη με τους εσωκομματικούς δαίμονες, την κομματική αριστερά, και τη μερίδα του αυστραλιανού λαού που διαφωνεί με την εγκατάσταση προσφύγων εκτός της Αυστραλίας συν τη μερίδα του αυστραλιανού λαού, που θεωρούν την κ. Γκίλαρντ και τους συνεργάτες της συνυπεύθυνους για την άσκοπη, δαπανηρή διαμάχη της με την αντιπολίτευση.
Η οποιαδήποτε ανακούφιση της πρωθυπουργού και της κυβέρνησης από τις τελευταίες εξελίξεις θα είναι, μάλλον, προσωρινή. Τα δύσκολα έπονται.