Στις 15 Νοεμβρίου έγινε η ετήσια απονομή των διακρίσεων του Ελληνο-Αυστραλιανού Εμπορικού Επιμελητηρίου (HACCI). Οι διακρίσεις αυτές απονέμονται σε άτομα που έχουν διακριθεί σε διάφορους τομείς των δραστηριοτήτων της Ελληνικής παροικίας και όχι μόνον. Μεταξύ εκείνων που πήραν φέτος τιμητικές διακρίσεις είναι ο γνωστός αθλητικός αρχισυντάκτης του «Νέου Κόσμου», Ηλίας Ντωνούδης.
Με την ευκαιρία αυτή, αποφασίσαμε να κάνουμε μια σύντομη συζήτηση με τον Ηλία, αλλά πριν προχωρήσουμε στη συνομιλία μας, θα ήταν καλό να σταθούμε για λίγο και να εξηγήσουμε τι είναι εκείνο που κάνει κάποιο άτομο να ξεχωρίζει μέσα σε μια παροικία. Ποια είναι εκείνα τα διακριτικά στοιχεία που προδιαθέτουν μια κριτική επιτροπή να απονείμει μια διάκριση σε κάποιον και όχι σε κάποιον άλλο.
Αυτή η διευκρίνηση είναι απαραίτητη γιατί πάντοτε υπάρχουν οι αμφισβητίες των πάντων. Αυτοί που θα βρουν ότι κάποιος άλλος άξιζε να πάρει διάκριση ή ότι αυτός ή αυτή που την πήρε δεν ήταν ενός επιθυμητού επιπέδου διότι υπήρχαν καλύτεροι.
Οι διακρίσεις που απονέμονται είναι πάντα δυο ειδών: Εκείνες που βραβεύουν μια συγκεκριμένη επιτυχία και αφορούν κάτι που έγινε στον παρόντα χρόνο και εκείνες που αναγνωρίζουν την πολυετή προσφορά του ατόμου σε κάποιον τομέα του παροικιακού γίγνεσθαι. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκει ο Ηλίας Ντωνούδης. Επί σχεδόν 50 χρόνια παρακολουθεί, περιγράφει, επηρεάζει και οριοθετεί τα τεκταινόμενα στον χώρο του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού γενικότερα στη Μελβούρνη κατά πρώτο λόγο και στην Αυστραλία γενικότερα.

Ο εκδότης του «Νέου Κόσμου» Δημήτρης Γκόγκος, ο Φέρεντς Πούσκας, ο Ηλίας Ντωνούδης και ο Πέτρος Ιωαννίδης

Με τον δημοσιογράφο και πρώην υφυπουργό Αθλητισμού, Γιώργο Λιάνη
Στη σημερινή συζήτηση που κάναμε μαζί του με την ευκαιρία της βράβευσής του από το Επιμελητήριο, δεν επιχειρήσαμε να φτιάξουμε μια «αγιογραφία». Απλά προσπαθήσαμε να βάλουμε στο χαρτί απαντήσεις σε ερωτήματα που όχι μόνο εμείς του θέσαμε αλλά και που πολλοί άλλοι θα ήθελαν να του θέσουν αν είχαν την ευκαιρία να τον συναντήσουν. Πολλοί που είτε τον συμπαθούν είτε όχι. Διότι κάποιος δεν βραβεύεται γιατί ήταν καλός στο να χαϊδεύει αυτιά και να κολακεύει άλλους. Βραβεύεται γιατί υπάρχει σε ένα χώρο, στον οποίο πολλοί, συνήθως οι γενικώς τα πάντα επικρίνοντες, πέρασαν και δεν ρίζωσαν ούτε άφησαν κάποιο σημάδι που να θυμίζει το πέρασμά τους.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν τη συζήτησή μας με τον Ηλία:
Είσαι στο χώρο του Αυστραλιανού αθλητισμού σχεδόν 50 χρόνια. Βλέπεις γεγονότα να επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο. Δεν έχει επέλθει κάποιος κορεσμός στην επιθυμία σου να ασχολείσαι με το χώρο;
Ο κορεσμός επέρχεται αν κάποιος κάνει κάτι με το ζόρι. Αν κάνει κάτι που δεν το αγαπάει και έχει μόνο βιοποριστικά κίνητρα. Αν όμως αυτό που κάνεις το αγαπάς τότε ποτέ δεν το βαριέσαι. Στο χώρο του αθλητισμού γενικότερα και του ποδοσφαίρου ειδικότερα βρίσκομαι από τότε που φοιτούσα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκα στην εφημερίδα «Τα Σπορ του Βορρά». Είναι ένας χώρος ανεξάντλητος που διαρκώς προσφέρει εμπειρίες και νέες προκλήσεις που δεν αφήνουν ούτε μια χαραμάδα για να μπει το συναίσθημα του κορεσμού.
Μπορείς να ξεχωρίσεις δυο στιγμές από την πολυετή θητεία σου στο χώρο. Μια που σου έδωσε πολύ μεγάλη χαρά και μια που σε γέμισε πικρία και απογοήτευση;
Μπορώ να ξεχωρίσω δύο στιγμές. Ίσως αν το σκεφτώ περισσότερο να βρω και άλλες που θα ήταν πιο κορυφαίες. Την μεγαλύτερη χαρά την πήρα όταν η Ελλάς Μελβούρνης του Φέρεντς Πούσκας κατέκτησε το πρωτάθλημα Αυστραλίας, κερδίζοντας στο «γκραν φάιναλ» την Κροάτια Μελβούρνης. Η χαρά μου αυτή έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν διαπίστωσα ότι αυτός ο τίτλος είναι μοναδικός τίτλος πρωταθλητή που κέρδισε ο Φέρεντς ως προπονητής σε όλη την προπονητική του καριέρα. Τη μεγαλύτερη απογοήτευση την ένοιωσα όταν μέσα σε ένα κατάμεστο MCG και μπροστά σε 100.000 κόσμο η Αυστραλία αποκλείστηκε από το Ιράν και δεν πήγε στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ήταν η πρώτη φορά που το ποδόσφαιρο έδειξε την πραγματική του δύναμη σε αυτή τη χώρα και θα ήταν όμορφο αυτή η δύναμη ισχύος να είχε επιβραβευθεί με μια πρόκριση. Βέβαια, ήρθαν προκρίσεις αργότερα και κάπως ξεχάστηκε εκείνη η βραδιά, αλλά τότε η απογοήτευση ήταν μεγάλη.

Ο Ηλίας Ντωνούδης ήταν δημοσιογράφος πριν έρθει στην Αυστραλία

O Ηλίας Ντωνούδης το 1983 στο Στάδιο των Αζτέκων στην Πόλη του Μεξικού

Η «Αγία Τριάδα» του «Νέου Κόσμου», Ηλίας Ντωνούδης, Σωτήρης Χατζημανώλης και Μπάμπης Σταυρόπουλος
Φέρεντς Πούσκας! Εμβληματική μορφή του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Εργάστηκε στη Μελβούρνη ως αποτέλεσμα δικής σου πρωτοβουλίας. Πώς έγινε αυτό;
Ο Φέρεντς βρέθηκε στη Μελβούρνη για λίγες εβδομάδες ως προσκεκλημένος ενός Ούγγρου παράγοντα ποδοσφαίρου που είχε ποδοσφαιρικές ακαδημίες για μικρά παιδιά. Ο άνθρωπος αυτός μου ζήτησε να προβάλλω την εδώ παρουσία του διάσημου Μαγυάρου. Με την ευκαιρία αυτή συναντήθηκα μαζί του και προσπάθησα να μάθω αν θα ήθελε να εργαστεί στην Αυστραλία. Φάνηκε κατ’ αρχήν σύμφωνος. Τον έπεισα. Στη συνέχεια μετέφερα το ενδιαφέρον του στη διοίκηση της Ελλάς. Υπήρξαν μερικοί δισταγμοί στην αρχή αλλά ξεπεράστηκαν αφού όλοι κατάλαβαν γρήγορα ότι η πρόσληψή του στην Ελλάς θα αποτελούσε γεγονός που θα πρόβαλλε το όνομα της ομάδας σε παγκόσμια κλίμακα.
Στη διάρκεια της πολυετούς παρουσίας σου στο χώρο, έχεις δεχθεί επαίνους, αλλά και κριτική για τις διάφορες θέσεις που πήρες σε διάφορα θέματα. Είναι κάτι που σε έχει ενοχλήσει από αυτά που διάβασες ή άκουσες σε μορφή κριτικής;
Οπωσδήποτε κάποιος που εκθέτει τις απόψεις του δημόσια δεν μένει, εξ ορισμού, στο απυρόβλητο. Υπάρχουν οι συμφωνούντες και οι διαφωνούντες με τις θέσεις του. Το σημαντικό για μένα, διαχρονικά, ήταν και είναι να έχω θέσεις και να μπορώ να τις στηρίζω. Η κριτική πρέπει να είναι καλοδεχούμενη γιατί σημαίνει ότι κάποιος σε διάβασε ή σε άκουσε και δίνει τον δικό του αντίλογο. Συνήθως στο χώρο μας παίρνει δημοσιότητα η άποψη αυτών που διαφωνούν με τις τοποθετήσεις μας. Αυτοί που συμφωνούν μπορεί να είναι μια «σιωπηρή πλειοψηφία» που δεν εκδηλώνεται γιατί δεν έχει λόγο να κάνει κάτι τέτοιο. Στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου ομολογώ ότι με ενοχλούσαν σχόλια διαφωνούντων που τα έκρινα ως κακόπιστα. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, συνειδητοποίησα και αποφάσισα ότι δεν υπάρχουν κακόπιστα σχόλια. Υπάρχουν άνθρωποι με κακή προδιάθεση ή με προκαταλήψεις. Έμαθα να συζητώ μαζί τους και προτάσσοντας επιχειρήματα να στηρίζω τις απόψεις μου. Αν αυτές δεν συμφωνούσαν με τις δικές τους δεν ήταν θέμα για αντιδικία. Εξάλλου, η ιστορία μακροχρόνια βγάζει την απόφαση της για το ποιος είναι σωστός σε μια τοποθέτηση. Φτάνει βέβαια να υπάρχει η όποια τοποθέτηση. Αυτό είναι το σημαντικό.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Πολλοί σου αποδίδουν μια προτίμηση ή εύνοια για το χώρο της Ελλάς Μελβούρνης και άνιση μεταχείριση της άλλης ελληνικής ομάδας, του Αλεξάνδρου. Βέβαια, μιλάμε για τα χρόνια που οι δύο ομάδες έπαιζαν στο Εθνικό Πρωτάθλημα.
Ο δημοσιογράφος ζει και κινείται στον ίδιο χώρο με όλους τους άλλους ανθρώπους. Οπωσδήποτε έχει κάποια συμπάθεια σε κάποια ομάδα, σε κάποιο κόμμα, σε κάποια οργάνωση, όπως ακριβώς όλοι οι άνθρωποι. Άλλο συμπάθεια και άλλο προτίμηση ή εύνοια. Θα μπορούσε κάποιος να μου καταλογίσει προτίμηση ή εύνοια αν πρόβαλα τη μία ομάδα εις βάρος της άλλης. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αν η ομάδα της Ελλάς είχε μια επιτυχημένη πορεία και αυτή η πορεία προβλήθηκε αυτό δεν σημαίνει προτίμηση ή εύνοια. Να θυμίσω ότι στα πρώτα χρόνια της καθιέρωσης του Εθνικού Πρωταθλήματος Αυστραλίας η ομάδα του Αλέξανδρου είχε μια ξεχωριστή πορεία διαρκείας η οποία είχε προβληθεί όπως έπρεπε. Γενικά ένας δημοσιογράφος προβάλλει κυρίως αυτό που βλέπει. Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Πάντα υπάρχουν και οι παράλογες απαιτήσεις από τον κόσμο. Θυμάμαι κάποιον παράγοντα ομάδας που δεν είναι πια κοντά μας, που είχε την απαίτηση να μη γράφουμε ποτέ ότι σε κάποιο παιχνίδι διακρίθηκε ο τερματοφύλακάς τους. Κατά τη δική του κρίση, η διάκριση του τερματοφύλακα σήμαινε ότι ο αντίπαλος είχε υπεροχή. Η απαίτηση ήταν αστεία αλλά εκείνος σοβαρολογούσε.

Με τον τότε αρχηγό της Ελλάς Πολ Τριμπόλι, τον τέως πρωθυπουργό της Βικτώριας Τζεφ Κένετ, και τον τότε πρόεδρο της Ελλάς Γιώργο Βασιλόπουλο

Με τον Γιώργο Βασιλόπουλο, τον Λεωνίδα Ανεζάκη και τον Άγγελο Ποστέκογλου

Με τον Γιαννέλο Μαργαρίτη, τον Άγγελο Ποστέκογλου και τον Λεωνίδα Ανεζάκη

Με τον νυν πρόεδρο της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Αυστραλίας, Κρις Νίκου
Το ποδόσφαιρο φαίνεται ότι βρήκε το δρόμο του στην Αυστραλία τα τελευταία χρόνια. Οι Ελληνικές ομάδες όμως φαίνεται να μην τα καταφέρνουν να βρεθούν στην κορυφαία διοργάνωση της χώρας, του A-League. Γιατί;
Θα τονίσω τη λέξη «φαίνεται»! Οπωσδήποτε έγινε μια μεγάλη προσπάθεια ανασυγκρότησης της κορυφαίας διοργάνωσης αλλά η έμφαση που δόθηκε στον αποκλεισμό από τη διοργάνωση των σωματείων που δεν είχαν καθαρά αγγλοσαξονικό χρώμα δεν έκανε καλό. Φοβάμαι ότι αυτό θα φανεί σε βάθος χρόνου. Εκτός, βέβαια, αν οι διοικούντες το χώρο αλλάξουν γραμμή πλεύσης διαπιστώνοντας ότι χάνουν κόσμο από τα γήπεδα αντί να κερδίζουν. Από την άλλη μεριά και όσον αφορά το χώρο του Ελληνικού ενδιαφέροντος, έγιναν προσπάθειες για τη δημιουργία κάποιας εκπροσώπησης στη μεγάλη κατηγορία αλλά μέχρι στιγμής δεν απέφεραν καρπούς. Ίσως να δούμε κάτι στο μέλλον. Εκφράζω βέβαια ευχή. Δεν έχω στοιχεία που να δείχνουν ότι κάτι τέτοιο είναι στα σκαριά.
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνιση: Άλλο ποδόσφαιρο σε συλλογικό επίπεδο και άλλο σε επίπεδο Εθνικής ομάδας. Η Αυστραλία με την ένταξή της στη Ασιατική Συνομοσπονδία βρήκε ένα πιο βατό δρόμο στην πορεία προς τα Παγκόσμια Κύπελλα. Επίσης το Ασιατικό Κύπελλο Εθνών είναι μια διοργάνωση που προβάλλεται παγκόσμια. Ταυτόχρονα, το Ασιατικό Champions League δίνει πρόσθετες ευκαιρίες για διακρίσεις και οικονομικά οφέλη. Όλα αυτά στα στοιχεία δίνουν μια νέα διάσταση στο άθλημα και προσφέρουν αισιόδοξες προοπτικές. Η επιθυμία μας όμως πάντα θα είναι να δούμε κάποια ομάδα με ρίζες στον Ελληνισμό να βρει τη θέση της σε αυτό το χώρο.
Στο χώρο του Τύπου γίνονται κοσμογονικές αλλαγές. Βλέπουμε μεγάλα συγκροτήματα να αναδιπλώνονται και κυκλοφορίες να κατρακυλούν. Είναι ανησυχητικό το φαινόμενο;
Οπωσδήποτε αλλάζει ο τρόπος επικοινωνίας του δημοσιογράφου με τον αναγνώστη. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, τwitter, Instagram και άλλα) έχουν δώσει μια αμεσότητα στην επικοινωνία. Ό,τι χάνεται από την κυκλοφορία των εντύπων μέσων δεν εξαφανίζεται. Απλά μετατίθεται στη διαδικτυακή ενημέρωση. Το ζητούμενο παραμένει πάντα η έγκυρη ενημέρωση του αναγνώστη. Ο δημοσιογράφος είναι πλέον ανοιχτός σε κριτική που μπορεί να έρθει άμεσα μέσα από το διαδίκτυο. Είναι γεγονός ότι όποιος θέλει μπορεί να ανοίξει μια ιστοσελίδα δική του και να γράφει ό,τι θέλει. Αυτό όμως κάνει πιο έντονη την επιθυμία της «σιωπηρής πλειοψηφίας» των αναγνωστών που ανάφερα στην αρχή της κουβέντας να αναζητά την ποιότητα και να την ανταμείβει.
Και να κλείσουμε με κάτι επίκαιρο. Η διάκριση που σου απένειμε το HACCI οπωσδήποτε σου έδωσε χαρά. Τι συναισθήματα σου έφερε στην επιφάνεια;
Πρώτα από όλα το συναίσθημα της βαθιάς ικανοποίησης ότι η πολυετής προσπάθεια στο χώρο δεν έμεινε απαρατήρητη. Ταυτόχρονα με συγκίνηση διαπίστωσα το πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός εκείνων που χάρηκαν για την απονομή αυτής της διάκρισης σε μένα. Η ανυπόκριτη χαρά αυτών που επικοινώνησαν μαζί μου για να με συγχαρούν ήταν μια δεύτερη διάκριση. Άτυπη μεν αλλά τόσο σημαντική.