Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα την 1η Απριλίου 1902, αλλά λόγω των μεταθέσεων που έπαιρνε ο καθηγητής Γυμνασίου πατέρας της, έζησε στο Γύθειο, στην νότια Πελοπόννησο, και τα Φιλιατρά, κωμόπολη του Νομού Μεσσηνίας.
Όταν το 1918 πήρε το απολυτήριο του Γυμνασίου έπιασε δουλειά στην Νομαρχία Μεσσηνίας. Το 1920 έχασε μέσα σε 40 μέρες και τους δύο γονείς της, γεγονός που την συντάραξε.
Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών, και παράλληλα γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου. Στην ίδια υπηρεσία εργαζόταν και ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, με τον οποίο γνωρίστηκε και σύντομα μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά την ζωή και το έργο και των δύο.
Η Μ. Πολυδούρη ήταν τότε 20 ετών και είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ ο Καρυωτάκης ήταν 26 ετών, και είχε ήδη εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: «Ο Πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» (1919), και τα «Νηπενθή» (1921).
Η Πολυδούρη είχε δώσει δείγματα του ποιητικού της ταλέντου από νωρίς, δεδομένου ότι στην νεαρή ηλικία των 14 ετών είχε δημοσιεύσει το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας», το οποίο αναφέρεται στον θάνατο ενός ναυτικού, το πτώμα του οποίου είχαν ξεβράσει τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της.
Το 1924 η Μ. Πολυδούρη γνωρίστηκε με τον δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος, και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925, αν και δεν είχε παύσει να αγαπάει τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε την δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες, και σταμάτησε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο.
Για ένα διάστημα φοίτησε στην Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και στη συνέχεια στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου, και είχε εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση ενός έργου, στο οποίο είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της με τον Αριστοτέλη Γεωργίου, και έφυγε για το Παρίσι. Μετά από ένα μικρό διάστημα προσβλήθηκε από φυματίωση, και επέστρεψε στην Αθήνα για νοσηλεία στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της, Κώστα Καρυωτάκη. Στο νοσοκομείο βρέθηκε με τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος νοσηλευόταν εκείνην την περίοδο.
Η ίδια είχε ζητήσει από τον καλό της φίλο, Βασίλη Γεντέκο, να της προμηθεύσει μια ένεση μορφίνης στο θεραπευτήριο όπου βρισκόταν, καθώς είχε προσβληθεί από φυματίωση, και έτσι έθεσε τέλος στη σύντομη ζωή της.
ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στην γενιά του 1920, η οποία καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο κύριοι άξονες, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της, η οποία είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό, που συχνά ξεσπά σε βαθιά θλίψη, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, τον Κώστα Καρυωτάκη.
Ο Χρήστος Παρίδης, σε άρθρο του με τίτλο «Ο απόλυτος, ποιητικός έρωτας της Πολυδούρη και του Καρυωτάκη γίνεται (ξανά) τραγούδι», δημοσιευμένο στις 25-1-2019, μεταξύ άλλων έγραψε και τα ακόλουθα:
«Δύο ξεχωριστοί άνθρωποι μπροστά από την εποχή τους, τόσο ως προς τα ήθη, όσο και ως προς τις τάσεις της γενιάς τους, που έζησαν τολμηρά, θαρραλέα, σχεδόν ποιητικά, και έφυγαν πολύ νωρίς.
Η σχέση τους ήταν από εκείνους τους θυελλώδεις έρωτες που αποτελούν μέρος της μυθολογίας μιας ολόκληρης εποχής. Δύο ξεχωριστοί άνθρωποι μπροστά από την εποχή τους, τόσο ως προς τα ήθη όσο και ως προς τις τάσεις της γενιάς τους, που έζησαν τολμηρά, θαρραλέα, σχεδόν ποιητικά, και έφυγαν πολύ νωρίς, πριν προλάβουν να αναγνωριστούν και να γευτούν την καθολική αποδοχή και δόξα.
Ίσως να ήταν αναπόφευκτο, αφού η Μαρία Πολυδούρη και ο Κώστας Καρυωτάκης, όπως είπε και ο δημοσιογράφος Γιώργος Κορωναίος σε άρθρο του το 1950, «αντί να διαλέξουν τον φαρδύ δρόμο που οδηγεί στον άνθρωπο, προτίμησαν το σκοτεινό δρομάκι που οδηγεί στον θάνατο».
Η Λιλή Ζωγράφου, στο βιβλίο της με τίτλο «Μαρία Πολυδούρη: Η μποέμ ζωή της ‘καταραμένης’ ποιήτριας της Ελλάδας», το οποίο κυκλοφόρησε το 2016, μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα:
«Η Μαρία δραπετεύει από παντού. Από το σπίτι της, από τον έρωτα, από τη δουλειά της, από την Ελλάδα, από τα νοσοκομεία, από την παραδοσιακή ποίηση κι από την ίδια τη ζωή. Υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της, που ‘ναι ακατάλυτες. Ενώ η ίδια αισθάνεται πως ζει πολύ σοβαρά και με πάθος, εμείς, παρακολουθώντας τη ζωή της, έχομε την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει».
Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 πέθανε στην κλινική, και κηδεύτηκε την ίδια μέρα στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Για εκείνην την ημέρα ο Άγγελος Τερζάκης έγραψε στην εφημερίδα «Το Βήμα»: «Ακολουθήσαμε το δρόμο για τον τάφο λιγοστοί πάντα, μια κηδεία σχεδόν οικογενειακή, όπου εμείς, οι νέοι οι ολότελα ξένοι στην οικογένεια, είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιαν, που, κρυφά, ανήκει μόνο σ’ εμάς. Είναι κάτι, που δεν μοιάζει με τίποτα, το πένθος αυτό των νέων για τους νέους. Σα να ξέρουν αυτοί κάτι, ένα μυστικό, κάποιο σύνθημα, που τους δένει μεταξύ τους. Οι μεγάλοι δεν το υποψιάζονται. Είναι ανίκανοι να το νιώσουν. Σκέφτονται συμβατικά, τυπικά και καθιερωμένα».
Ο Κερκυραίος ποιητής Γιάννης Χονδρογιάννης, ο οποίος είχε γνωρίσει την Μ. Πολυδούρη, σε μια αναφορά του στο έργο της έγραψε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Η Μαρία Πολυδούρη είναι το πιο λεπτό άνθος, με το πιο δυνατό άρωμα, μέσα σε όλη τη νεοελληνική ποίηση… Μετά το θάνατο της Μαρίας Πολυδούρη χάθηκε για την Ελλάδα μια από τις μουσικότερες, τις γνησιότερες, τις καθαρότερες, τις λυρικότερες φωνές, που ακούσθηκαν τα τελευταία χρόνια».
Πράγματι, η Μαρία Πολυδούρη θεωρείται μια από τις σημαντικότερες ποιήτριες της Ελλάδας. Κινήθηκε και συμπεριφέρθηκε με φλόγα και ορμή σε όλη της τη ζωή.
Το λογοτεχνικό της έργο απαρτίζεται από τις δύο συλλογές: «Οι τρίλιες που σβήνουν» και «Ηχώ στο χάος», και από τα δύο πεζά έργα: το «Ημερολόγιο», και από μια νουβέλα χωρίς τίτλο, στην οποία σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.
Θα κλείσω την αναφορά μου στη ζωή και στο έργο της Μαρίας Πολυδούρη με δύο ποιήματά της.
Κοντά σου
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά,
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Σαν Πεθάνω
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θ’ ανοίγει μεσ’ τη γλάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη,
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν τη ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρυ θα κυλάει πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζει τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα θα μου είναι κρεβατάκι νεκρικό.
Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν,
και θα αφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ’ αγαπήσαν μόνο θά ‘ρθουν να με χαιρετήσουν,
και χλωμά θα με φιλούνε σαν αχτίδες φεγγαριού.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θά ‘ρθει να στο πει και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θά ‘ναι σα θαμπό καντήλι
φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.
Τέτοια προαίσθηση! Πέθανε στις 29 Απριλίου 1930, σε ηλικία 28 ετών.