Ο λαϊκός μας ζωγράφος Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ, αποκαλύφθηκε στους τριάντα πρωτοετείς φοιτητές της νεοΐδρυτης Έδρας Νεοελληνικών στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, το Μάρτιο του 1974, από τον πρώτο καθηγητή τους Στάθη Γκώντλετ (Gauntlett). Ήταν τότε που όλοι μας ακούγαμε για πρώτη φορά το όνομα του ζωγράφου που έμεινε γνωστός με το μικρό του όνομα, Θεόφιλος, και η φήμη του έφτασε μέχρι την Αυστραλία, σαράντα χρόνια μετά το θάνατό του.
Ήταν όντως μια σημαντική και πολύ ευχάριστη αποκάλυψη και ευελπιστώ πως όλοι οι τότε συμφοιτητές μου την ίδια ειλικρινή εξομολόγηση θα έκαναν σήμερα, σαράντα σχεδόν χρόνια μεταγενέστερα. Ο πανεπιστημιακός μας καθηγητής Γκώντλετ, μιλούσε με ενθουσιασμό και με πολλή εκτίμηση για τον Θεόφιλο και μας αποκάλυψε το λαϊκό ζωγράφο με όλα τα χρώματά του. Υποθέτω ότι και σήμερα υπάρχουν ίσως μερικοί αναγνώστες της στήλης που ακούν το όνομά του για πρώτη φορά. Η πολύ σύντομη –λακωνική θα έλεγα– αναφορά στο Θεόφιλο γράφεται ως ένα τιμητικό μνημόσυνο για την προσφορά του στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία μας.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ
Ο Θεόφιλος γεννήθηκε στο χωριό Βαρειά Λέσβου γύρω στο 1870 και πέθανε στις 24 Μαρτίου 1934. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και τις βασικές της γνώσεις τα απέκτησε δίπλα στον παππού του. Στα 18 του χρόνια εργάστηκε ως θυροφύλακας στη Σμύρνη.
Μετά από μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε στο Βόλο και από ευκαιριακές εργασίες του σώζονται τοιχογραφίες του που ζωγράφισε ο ίδιος. Εδώ ένας κτηματίας, ο Γιάννης Κοντός, στάθηκε προστάτης του και γι’ αυτόν ο Θεόφιλος ζωγράφισε την οικία του και αυτή σήμερα είναι το Μουσείο Θεόφιλου.
Εκτός από τη ζωγραφική, ο Θεόφιλος συμμετείχε στη διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές εορτές και πρωταγωνιστούσε ντυμένος πάντα ως Μεγαλέξανδρος ή ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, ντυμένος πάντα με φουστανέλα.
Το 1927 επέστρεψε στη Μυτιλήνη και παρά τα πειράγματα και τις κοροϊδίες του κόσμου, συνεχίζει να κάνει τοιχογραφίες σε διάφορα χωριά για «ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί».
Εδώ γνώρισε το Στρατή Ελευθεριάδη και σε αυτόν οφείλεται η αναγνώριση και η αξία των έργων του Θεόφιλου.
Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ
Πρώτος ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος, μίλησε με ενθουσιασμό για το έργο του Θεόφιλου στο Στρατή Ελευθεριάδη, ο οποίος καταγόταν από τη Μυτιλήνη, αλλά ζούσε στο Παρίσι με το γαλλοποιημένο του όνομα Τεριάν, και ήταν γνωστός τεχνοκριτικός στη Γαλλία. Αυτός είναι που έκανε γνωστό τον Θεόφιλο στην Ελλάδα και τον κόσμο.
Ο Τεριάν του αγοράζει ό,τι χρειάζεται ένας ζωγράφος: πινέλα, χρώματα, πανιά, και ανέθεσε στον πατέρα του ό,τι έργα ζωγράφιζε ο Θεόφιλος να του τα στέλνει στο Παρίσι. Παρατηρείται αμέσως μια στροφή της θεματολογίας του και τα ηρωικά θέματα γίνονται τώρα τα πιο καθημερινά, τα της ζωής, πιο σύγχρονα. Δυστυχώς, όμως, μόλις άρχισε για λίγο να του χαμογελά η τύχη, η ίδια τον πήρε κοντά της το 1934.
Το 1935 η εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» δημοσιεύει συνέντευξη του Τεριάν στην οποία τον χαρακτηρίζει «μεγάλο Έλληνα ζωγράφο». Τον επόμενο χρόνο οργανώθηκε έκθεση στο Παρίσι. Οι ξένοι κριτικοί επαινούν το έργο του και ονομάζουν τον Θεόφιλο «ζωγράφο γεννημένο από το ελληνικό τοπίο». Ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Γιώργος Σεφέρης εκφράζονται με θαυμασμό για την τέχνη του.
Τον Ιούνιο του 1961 γίνεται μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του Θεόφιλου στο Λούβρο.
Τέλος, πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, ο Θεόφιλος ανακηρύσσεται επισήμως ως ο μόνος καλλιτέχνης ολόκληρο το έργο του οποίου θεωρείται «εθνική πολιτιστική κληρονομιά» για όλους τους Έλληνες
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Ο Θεόφιλος είναι ο άνθρωπος που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο «Ελληνικός» με το καβαφικό πνεύμα. Ο κόσμος τον κορόιδευε επειδή ήταν αριστερόχειρας και του άρεσε να φορά την παραδοσιακή φουστανέλα. Αυτός, όμως, ζωγράφιζε σε καφενεία, ταβέρνες, χάνια, σε χωριά, εκκλησίες, σπίτια, ελαιοτριβεία, φούρνους, μύλους, προσφυγικούς καταυλισμούς και παντού όπου γινόταν δεκτός.
Δυστυχώς, πάρα πολλά έργα του έχουν χαθεί σε σεισμούς, πυρκαγιές, κατεδαφίσεις, αλλά και από αμέλεια. Αυτός, όμως, στόλιζε την πατρίδα του με την τέχνη του που ήταν πηγαία.
Αναγνωρίζεται η τέχνη του πολύ μετά το θάνατό του. Ονομάστηκε «ο Παπαδιαμάντης της ζωγραφικής». Άλλοι τον ταύτισαν με τον Μακρυγιάννη και σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους.
Το σημερινό μου δοκίμιο ας θεωρηθεί ως ένα μικρό και σεμνό αφιέρωμα σε έναν άξιο Έλληνα της σύγχρονης τέχνης.
ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ευχαριστώ από καρδιάς τον τακτικό αναγνώστη της στήλης, Δημήτριο Χ. Δελήβεη, από το Stirling της ACT, που ευγενέστατα συνέστησε ένα σύντομο αφιέρωμα στο Θεόφιλο, τον περίφημο σήμερα ζωγράφο μας.