Με σπαραγμό ψυχής αποχαιρέτησε η οικογένειά του τον συμπάροικο από το Κουίνσλαντ, Άγγελο Χρονόπουλο.

Στον επικήδειο λόγο του, ο μονάκριβος γιος του, Βασίλης, ανέφερε:

«Ο Άγγελος Χρονόπουλος του Άγγελου και της Βασιλικής γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1944 στο Κορυφάσιο Μεσσηνίας. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας.

Ο Άγγελος με τα αδέρφια του Γιάννη, Ελένη και Διονύση μεγάλωσαν φτωχικά και ορφανά από πατέρα, καθώς ο πατέρας τους Άγγελος πέθανε από πνευμονία πριν καν γεννηθεί εκείνος.

Σε ηλικία 20 ετών η μητέρα του Βασιλική τον έστειλε στην Αυστραλία όπου βρισκόταν η αδερφή του, Ελένη. Ταξίδεψε στο πρώτο ταξίδι του «Ελληνίς» τον Δεκέμβριο του 1963 και έφτασε στο Σίδνεϊ τον Ιανουάριο του 1964. Εκεί γνώρισε την Σωτηρία την οποία παντρεύτηκε το 1966. Μετά το γάμο τους μετακόμισαν στο Κουίνσλαντ όπου έγιναν καπνοπαραγωγοί στην περιοχή Glass House Mountains.

Λάτρευε την ελληνική γλώσσα και ξεκίνησε να διδάσκει Ελληνικά σε μια αίθουσα με λίγα παιδιά Ελλήνων μεταναστών.

Το 1968 ο Άγγελος και η Σωτηρία απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, τον Βασίλη.

[…] Το 1974, έπειτα από μια πολλή σοβαρή περιπέτεια υγείας ο Άγγελος αποφάσισε να πάρει την οικογένειά του και να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

[…] Το 1983 αποφάσισε να ξαναγυρίσουν στην Αυστραλία προκειμένου να έχει ένα καλύτερο μέλλον ο Βασίλης.

Συντετριμμένοι ο γιος του Βασίλης (δεξιά) και ο εγγονός του Άγγελος (αριστερά) συνοδεύουν τον αγαπημένο τους πατέρα και παππού, Άγγελο Χρονόπουλο, στην τελευταία του κατοικία. Φώτο: supplied

Το 2001 απέκτησε το πρώτο του εγγόνι, τον Άγγελο και το 2004 την εγγονή του, Άννα. Λάτρευε τα εγγόνια του με όλη του την ψυχή.

Ξεκίνησε πάλι τη διδασκαλία των ελληνικών και ταυτόχρονα έγινε εθελοντής εκφωνητής των ελληνικών προγραμμάτων στο ράδιο 4ΕΒ.

Αγαπούσε την Ελλάδα και τον ενοχλούσε όταν άκουγε κάποιον και μιλούσε άσχημα γι’ αυτήν. Αγαπούσε την Εκκλησία και ήταν από τους πρωτοπόρους της ανέγερσης του ναού της Αγίας Παρασκευής.

Πίστευε στο θεσμό της οικογένειας και ήταν πάντα πρόθυμος να τρέξει να βοηθήσει οποιονδήποτε χρειαζόταν τη βοήθειά του.

[…] Στον εγγονό του, Άγγελο, που είχε και το όνομά του ευχόταν να μπορέσει να συνεχίσει το έργο του, στο ράδιο, στο σχολείο, στην ζωή του.

Στην εγγονή του, Άννα, ευχόταν να είναι πάντα ευτυχισμένη και να μην σβήσει ποτέ το χαμόγελο από τα χείλη της.

Στον γιο του, Βασίλη, ευχόταν να προοδεύσει και να γίνει ένας σωστός άνθρωπος στην κοινωνία.

Στη σύζυγό του, Σωτηρία, ήθελε να δώσει τα πάντα. Την αγαπούσε τόσο πολύ που συχνά αναρωτιόταν αν της είχε δώσει όσα πραγματικά της άξιζαν.

Ήταν μια «ψυχούλα» και ήταν αγαπητός σε όλους.

Πατέρα, μας έφυγες νωρίς και τόσο ξαφνικά. Σε χάσαμε, όμως γνωρίζουμε ότι ο Παράδεισος κέρδισε έναν ακόμα άγγελο.

Να ξέρεις ότι μας χάρισες περισσότερα από ό,τι νόμιζες. Εύχομαι να σταθώ αντάξιος και να ξέρεις ότι θα μας λείψεις πολύ.

Καλό ταξίδι, πατέρα και πρόσεχέ μας από εκεί ψηλά που είσαι. Η σκέψη μας θα είναι πάντα κοντά σου. Μέχρι να ξανασυναντηθούμε, αιωνία σου η μνήμη, αγαπημένε».

Με το δικό τους τρόπο αποχαιρέτησαν τον πολυαγαπημένο τους παππού και τα δυο του εγγόνια, Άγγελος και Άννα.

«Ήταν σαν πατέρας μου, ο δάσκαλός μου, ο βράχος μου, ο άνθρωπος που θα μπορούσα να βασιστώ, επειδή ήταν πάντα εκεί για να με πιάσει. Το πιο σημαντικό, ήταν ο καλύτερος φίλος μου. […] Η σύνδεσή μας ήταν τόσο δυνατή που αισθάνομαι βαθιά την παρουσία του, ανεξάρτητα από το πού είμαι ή τι κάνω. […] Ήταν τιμή μου που ήταν μέρος της ζωής μου από τη γέννησή μου. […] Είμαι τόσο υπερήφανος για όλα όσα πέτυχε και προσπαθώ να είμαι ακριβώς όπως αυτός. Θα είναι πάντα δίπλα μας καθοδηγώντας μας με κάθε τρόπο», ήταν κάποια από τα λόγια που διάλεξε ο Άγγελος για να αποχαιρετήσει τον παππού του.

«[…] Θέλω να ξέρεις πως είμαι εντάξει και σε αγαπώ με όλη την καρδιά μου. Μπορείς να ξεκουραστείς τώρα με ειρήνη καθώς αυτό δεν είναι αντίο για πάντα. Θα σε κάνω υπερήφανο, υπόσχομαι», είπε συγκινημένη η εγγονή του Άννα.