Καθώς στεκόμουν στην εκκλησία σιωπηλή και βυθισμένη στις σκέψεις μου αποχαιρετώντας τον θείο Μηνά που έφυγε από την ζωή πριν λίγες ημέρες μετά από μια σύντομη μάχη με τον καρκίνο, τη ροή της σκέψης μου διέκοψε ο εννιάχρονος γιος μου.
Τραβώντας επανειλημμένα το στρίφωμα της φούστας μου, με καλούσε επίμονα να σκύψω για να μου πει «κάτι».
Χαμήλωσα το βλέμμα μου προς το μέρος του, έτοιμη να του πω διακριτικά ότι δεν κάνει να κάνουμε φασαρία μέσα στην εκκλησία, αλλά πριν προλάβω να βγάλω λέξη μου ψιθύρισε συνωμοτικά:
“Μαμά, θα πεθάνει και ο δικός μας ο παππούς μου και η γιαγιά μια μέρα”;
«Ναι, αγόρι μου», του ψιθύρισα γνέφοντας καταφατικά προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρύψω δύο επίμονα και αυθάδη δάκρυα που είχαν από νωρίς το πρωί κατασκηνώσει στα μάτια μου και δεν έλεγαν να μου αδειάσουν τη γωνιά.
«Αλλά θα αργήσει να έρθει εκείνη η ώρα. Είναι νέοι ακόμα ο παππούς και η γιαγιά» τον καθησύχασα.
«Και αν πάθουν κάτι», συνέχισε ο μικρός. «Εμείς που είμαστε τόσο μακριά, πώς θα πάμε γρήγορα στην Ελλάδα; Και αν δεν προλάβουμε;, με ρώτησε, χωρίς όμως καν να περιμένει μια απάντηση. Με πήρε μόνο μια σφικτή «αγορίστικη» αγκαλιά, κάρφωσε το βλέμμα του στο πάτωμα και έμεινε σιωπηλός για το υπόλοιπο της λειτουργίας.
Ίσως να είδε, ή και να ήξερε μέσα του πως από εκείνη την ώρα και μετά, σκεφτόμασταν και οι δύο ακριβώς το ίδιο.
Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω και κανέναν να αγαπάει τις κηδείες.
Εντάξει υπάρχουν μερικοί που τις θεωρούν λύτρωση.
Τώρα το πώς και το γιατί μη με ρωτήσετε.
Εγώ πάντως δεν τις θέλω καθόλου.
Μου θυμίζουν την ματαιότητα της ύπαρξης μας και όσο και αν προσπαθώ να συμβιβαστώ με την ιδέα του θανάτου και να πείσω τον εαυτό μου πως το τέλος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η φυσική συνέχεια της αρχής, δεν το καταφέρνω.
Κάθε φορά που βρίσκομαι σε κηδεία, κοιτάζω γύρω μου, την οικογένεια εκείνου που έφυγε.
Προσπαθώ να φανταστώ το δικό του ταξίδι, να θυμηθώ στιγμές μαζί του, να «γιορτάσω» το δικό του πέρασμα, και να κρατήσω την μνήμη του ζωντανή με μια ανάμνηση.
Μετά την κηδεία του θείου Μηνά, τα τρία του αγαπημένα παιδιά στον «καφέ της παρηγοριάς» με όσο κουράγιο τους είχε απομείνει, αποχαιρέτησαν τον πατέρα τους, μιλώντας από καρδιάς για όσα εκείνοι είχαν την τύχη να μοιραστούν μαζί του τα τελευταία 76 χρόνια.
Μέσα από δυο ντουζίνες φωτογραφίες και λίγα λόγια, κατάφεραν να μας γυρίσουν όλους πίσω και μας επέτρεψαν να μπούμε για λίγο μέσα στις ζωές και στις αναμνήσεις που σαν οικογένεια είχαν δημιουργήσει όλοι μαζί.
Οικογενειακές διακοπές, γεννητούρια, μαιευτήρια, πρώτες μέρες στο σχολείο, αποφοιτήσεις παιδιών και εγγονών, αμέτρητες ώρες ψαρέματος, γενέθλια, πάρτι, βαφτίσεις, ταξίδια, διαφωνίες, τσακωμοί, στενοχώριες, χαρές, και γενικά μια ζωή γεμάτη με τα καλά και τα κακά της που όμως τα έζησαν όλοι μαζί.
Τους θαύμασα. Πόσες χιλιάδες αναμνήσεις και αμέτρητες στιγμές με τον πατέρα και την μάνα τους είχαν αυτά τα παιδιά και πόσο άραγε συνειδητοποιούσαν την αξία τους σήμερα;
Οι γονείς μου, ο Σωτήρης και η Άννα, είναι νέοι.
Δυο υγιείς, δραστήριοι, γλυκούληδες τύποι, γύρω στα 65 που έως τώρα δεν δείχνουν καμία διάθεση να «γεράσουν».
«Ευτυχώς είναι υγιείς παναγία μου», είπα μέσα μου αφού σταυροκοπήθηκα πέντε έξι φορές και χτύπησα ό,τι ξύλο βρήκα, ως πραγματική «δεισιδαίμονα» χριστιανή.
Προς στιγμήν ένιωσα ανακούφιση πως έκανα το χρέος μου. Είπα και τις προσευχές μου. Άναψα και τα κεράκια μου, και όλα καλά.
«Όταν εμείς κάνουμε σχέδια ο θεός γελάει» θυμάμαι την μητέρα μου να λέει από τότε που ήμουν μικρό παιδάκι.
Και μάλλον έχει δίκιο. Γιατί πώς να το κάνουμε; Η αλήθεια είναι πως κανείς μας δε ξέρει τί έρχεται.
Τους γονείς μου τους βλέπω μια φορά τον χρόνο, συνήθως το καλοκαίρι.
Με περιμένουν πάντα μαζί με την λατρεμένη μου αδελφή στο αεροδρόμιο.
Ο μπαμπάς μου κυριολεκτικά «ψηλώνει» δέκα πόντους εκείνη την ημέρα. Μάλλον από τη χαρά του, ή ίσως να’ ναι και η ιδέα μου αλλά μου φαίνεται πάντα δέκα πόντους πιο ψηλός. Έχει ένα πλατύ χαμόγελο, σαν έτοιμος να πρωταγωνιστήσει σε διαφήμιση οδοντόκρεμας, και κρατάει στο χέρι του τον αγαπημένο μου καφέ. Τον παραγγέλνει όπως μου εξομολογήθηκε πριν μερικά χρόνια περίπου την ώρα που προσγειώνεται το αεροπλάνο για να ναι δροσερός όπως μου αρέσει. Μάλιστα, αν δει καμιά φορά και αργώ να βγω τρέχει να μου πάρει άλλον, «φρέσκο».
Η μαμά μου μόλις ανοίξουν οι πόρτες στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου δεν ξέρει ποιο παιδί να «βουτήξει» πρώτο. Λες και από την ώρα που βλέπει τα εγγόνια της σταματούν να είναι δικά μου τα παιδιά και γίνονται αυτόματα δικά της. Παίρνει αγκαλιά το ένα. Ε, και αν καμιά φορά νιώσει γενναιόδωρη, αφήνει στην καημενούλα την αδελφή μου το άλλο.
Μετά αρχίζουν οι ανταλλαγές.
Εγώ πάλι, τρέχω σαν την τρελή στα δύο μου μικρά μου ανιψάκια που πλέον καταλαβαίνουν τί συμβαίνει και χοροπηδούν κι αυτά από την χαρά τους.
Το σκηνικό αυτό, με μικρές παραλλαγές συμβαίνει τα τελευταία 12 χρόνια.
Μένουμε στην Ελλάδα λίγες εβδομάδες. Αλλά όσες και να είναι, δεν είναι ποτέ αρκετές.
Και στις λίγες αυτές εβδομάδες κάνω σχεδόν αυτοσκοπό να περάσουν τα παιδιά μου όσο το δυνατόν περισσότερες στιγμές με τον παππού και την γιαγιά, την θεία, τον θείο και τα μικρά τους ξαδελφάκια.
Είμαι σε έναν διαρκή, σχεδόν ψυχαναγκαστικό πανικό.
Παίξανε τα παιδιά αρκετά με τον παππού και την γιαγιά;
Αγκαλιάστηκαν όλοι αρκετά; Γέλασαν αρκετά; Συζήτησαν αρκετά; Αγαπήθηκαν αρκετά;
Ομολογώ πως κάτι φορές, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να βιώνει μια διαρκή αγωνία μήπως και δεν προλάβω να χωρέσω αρκετές πολύτιμες στιγμές μέσα στις λίγες ημέρες που είμαστε στην Ελλάδα, μη τυχόν και δεν προλάβω να δημιουργήσω αρκετές αναμνήσεις για να έχουμε να θυμόμαστε όλοι και πιο πολύ τα παιδιά και οι γονείς μου μετά.
Πότε μετά; Όταν έρχεται η ώρα του αποχαιρετισμού μετά. Και μετά. Πολύ πιο «μετά».
Είμαι σίγουρη πως και οι γονείς μου κάνουν το ίδιο. Δεν το λένε ποτέ. Αλλά το κάνουν.
Λες και όλοι μαζί έχουμε συνάψει μια μυστική συμφωνία, μια σιωπηλή συνομωσία για την οποία κανείς δεν μιλά αλλά όλοι μας τηρούμε ευλαβικά.
Και δως του οι αγκαλιές στα εγγόνια, και δως του τα φιλιά.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι.
Για ποιόν άραγε είναι δυσκολότερο;
Για αυτόν που πάντα φεύγει, ή για εκείνον που πάντα μένει πίσω;
Άλλες πάλι φορές σκέφτομαι. Άραγε νιώθουν κι άλλοι ξενιτεμένοι όπως εγώ;
Άραγε έχουν και άλλοι αυτό το βάρος της ενοχής που έρχεται και «παλουκώνεται» στην καρδιά μου κάθε λίγο και λιγάκι;
Να υπάρχουν ίσως και άλλοι σαν κι εμένα που σκέφτονται το αύριο και νιώθουν ήδη έντονα αισθήματα ενοχής που δεν βρίσκονται κοντά στους γονείς τους, συνέχεια;
Καθημερινά;
Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως εμείς τουλάχιστον είμαστε «από τους τυχερούς».
Βλεπόμαστε κάθε χρόνο.
Είμαστε ακόμα υγιείς.
Και είμαστε ακόμα ζωντανοί που λέει και το τραγούδι.
Γυρίζω με την σκέψη μου πίσω στο ’40, το ’50, το ’60 όλους εκείνους που με μια τρύπια βαλίτσα στο χέρι έφυγαν από την πατρίδα ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους, εννοείται όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη.
Εκείνους που από την ημέρα που ξενιτεύτηκαν δεν ένιωσαν ποτέ ξανά το άγγιγμα της μάνας τους. Εκείνους που δεν ξαναείδαν τους γονείς τους. Ούτε ζωντανούς. Αλλά ούτε και νεκρούς.
«Δεν την είδα ξανά την μάνα μου από τότε που έφυγα για την Αυστραλία. Και στην κηδεία της ακόμα δεν μπόρεσα να πάω. Βλέπεις δεν υπήρχαν χρήματα εκείνον τον καιρό. Ξέρεις πρώτη φορά το λέω σε άνθρωπο. Θα πεθάνω με αυτό τον καημό» μου εξομολογήθηκε πριν λίγες ημέρες η 72χρονη κ. Γεωργία που με τα λιγοστά χρήματα που έβγαζε στην Αυστραλία μαζί με τον σύζυγο της, προσπαθούσαν να μεγαλώσουν τα τρία τους παιδιά και δεν κατόρθωσαν ποτέ να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
«Πού χρήματα για ταξίδια εκείνο τον καιρό κούκλα μου. Πολυτέλειες» μου λέει η 79χρονη κ. Αγγελική που επίσης δεν κατάφερε να ξαναδεί τους γονείς της από όταν έφυγε για την Αυστραλία.
«Δεν μας περίσσευαν τότε καμάρι μου» μου εξηγεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια και με κάνει σχεδόν να ντρέπομαι που έχω το θράσος να νιώθω έτσι όπως νιώθω.
Κι όμως δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την ιδέα του θανάτου.
Ή ίσως να μην μπορώ να συμβιβαστώ και με την ιδέα της ξενιτιάς. Ή και με τις δύο.
«Όλο φεύγεις θειούλα μου» μου είπε πέρσι η 4χρονη ανιψιά μου καθώς με αποχαιρετούσε στο αεροδρόμιο.
«Μη φεύγεις».