ΠΡΟΛΟΓΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Σήμερα στη ζωή μας το περίφημο διαδίκτυο είναι μία παγκόσμια Βιβλιοθήκη, χιλιάδες και περισσότερες φορές μεγαλύτερη από την περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας και εκατομμύρια φορές πιο προσιτή σε κάθε πολίτη του κόσμου. Το μεγαλύτερό μας πρόβλημα είναι τι να πρωτοδιαβάσεις και με ποια προτεραιότητα.
Όντως πολύπλοκο και βασικά σύγχρονο πρόβλημα όλων μας. Ζητείται πρακτική και σωτήρια λύση!
Στα καθημερινά μου διαδικτυακά περιδιαβάσματα –σήμερα 4 Φεβρουαρίου 2020– «σκόνταψα» στο παρακάτω υποδειγματικό από κάθε άποψη κείμενο, γραμμένο με κάθε σεβασμό και αγάπη για την ελληνική γλώσσα και με άκρως προσωπικό και γλαφυρό λογοτεχνικό ύφος, το οποίο ήταν όντως μία εξαιρετική αναγνωστική απόλαυση, αυτό που στα Αγγλικά ακούγεται πολύ ευχάριστα: It was a great reading pleasure! Αυτό το σύντομο κείμενο με περίπου 500 μόνο λέξεις, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας σήμερα.
Επίσης, ευελπιστώ ότι κάποιος φιλόλογος καθηγητής μας εδώ στη Μελβούρνη, θα το πάρει και θα το διαβάσει –στο μάθημα της Έκθεσης- τουλάχιστον στους μαθητές μας του VCE, τονίζοντάς τους ότι και στα Ελληνικά γράφονται υπέροχα κείμενα, όχι μόνο στα Αγγλικά!
Γνωρίζοντας τις ικανότητες των μαθητών και μαθητριών μας εδώ, ως εξεταστής της Ελληνικής Γλώσσας στις απολυτήριες εξετάσεις του VCE, από το 1973 μέχρι σήμερα -ανελλιπώς και αδιαλείπτως– μπορώ να διαβεβαιώσω ότι έχουμε μαθητές –και ιδίως μαθήτριες– που μπορούν να γράψουν παρόμοια υποδειγματικά κείμενα, ίσως και καλύτερα. Το πρόβλημά μας είναι να τους/τις βρούμε και να τους/τις ενθαρρύνουμε να γίνουν οι μελλοντικοί δάσκαλοι και καθηγητές μας της Ελληνικής Γλώσσας εδώ στη Αυστραλία!
ΙΔΟΥ ΤΟ ΑΞΙΟΠΡΟΣΕΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Προσευχή
Αγαπητέ Θεέ,
Δεν ξέρω αν έχω χρόνο. Χρόνο να είμαι αυτά που θέλω. Βιάζομαι να στα γράψω, ίσως εμπνευστείς και μ’ εμπνεύσεις, ίσως μου αποκαλυφθούν επιτέλους.
Διεκδικώ παράταση, το μόνο σίγουρο. Ξαγρύπνησα χθες βράδυ. Έτριβα τα χέρια και τα πόδια μου, ήταν μουδιασμένα και κρύα. Σκεφτόμουν το θάνατο – είναι ένα τέλος ή αρχή; Ή και τα δύο; Δε χρειάζομαι ακόμη απάντηση σ’ αυτό. Υποθέτω πως περιλαμβάνει πένθος κι αγαλλίαση, πλάι πλάι – ό,τι ακριβώς παρατηρώ και στη ζωή. Καλύπτομαι.
Περιμένω στο νοσοκομείο, σήμερα θα μ’ ενημερώσουν για τις αξονικές. Δεν θέλω να διαπιστώσω αν αντέχω να ξαναπεράσω τα ίδια. Έχει πολύ κόσμο εδώ σήμερα. Μου φαίνονται όλοι νευρικοί, αμήχανοι και θλιμμένοι. Κουρασμένοι. Με περιεργάζονται απ’ τις θέσεις τους, με το βλέμμα τους μού τραβούν το μαντήλι, εκθέτουν το γυμνό, απροστάτευτο κεφάλι μου. Φοβούνται. Φοβάμαι όμως κι εγώ: μη με συμπαρασύρουν, μην αφεθώ και κουραστώ. Μη νιώσω το φόβο μου. Αποφεύγω τα μάτια τους, θα ‘θελα να ‘μουν αόρατη. Κοιτάζω εναλλάξ την κλειστή πόρτα του γιατρού, το στυλό μου, το ρολόι στον τοίχο, απέναντι.
Δεν ξέρω αν έχω χρόνο – να σταματήσω να φοβάμαι να είμαι αυτά που θέλω. Θα ξεκινήσω να τα γράφω, μπας και τους δώσω υπόσταση. Θέλω να είμαι επιστήμονας. Να μελετώ το σύμπαν, να κλείνω στη χούφτα μου το χρόνο και το χώρο. Το κενό απ’ το οποίο όλα ξεπηδούν και χάρη στο οποίο αναδεικνύονται.
Θέλω να είμαι ταξιδευτής. Να συναντώ μέρη της γης, να χάνομαι, να με βρίσκω ξανά, παντού, με όλες τις αισθήσεις μου. Θέλω να είμαι καλλιτέχνης. Μουσική, χρώμα και λέξεις. Να αγγίζω ευαίσθητες χορδές, να συγκινήσω, να συγκινηθώ. Θέλω να είμαι θεραπευτής. Να φροντίζω, ν’ ανακουφίζω, να δίνω ελπίδα σε όποιον τη χρειάζεται.
Κάποιος άνοιξε το παράθυρο, με δροσίζει λυτρωτικά ένα αεράκι στο πρόσωπο. Νιώθω να καίγομαι, σα να ‘χω πυρετό.
Θέλω χρόνο: να νιώσω το δέρμα μου να αναριγεί αμέτρητες φορές ακόμα.
Κοιτάζω στην άκρη της αίθουσας τα χαμηλά τραπεζάκια με τα παιδικά καθίσματα και τις κορνιζαρισμένες ζωγραφιές στον τοίχο. Από πάνω τους κρέμονται δυο διακοσμητικά ελαφάκια, που τώρα στριφογυρίζουν απ’ τον αέρα, σα να χορεύουν. Με πιάνει το παράπονο, γιατί να συμπεριλαμβάνονται τα παιδιά σ’ αυτό το σκηνικό; Αλλά πάλι, μήπως όλοι παιδιά δεν είμαστε στο βάθος;
Θέλω χρόνο: να κλάψω, ξανά και ξανά.
Σκουπίζω τα μάτια μου, αντιλαμβάνομαι πως απέναντί μου με παρατηρεί ένας νέος άντρας, που συνοδεύει ηλικιωμένη γυναίκα – μάλλον τη μητέρα του. Τους έχω ξαναδεί. Είναι όμορφος. Υποψιάζομαι πως έχω γίνει κατακόκκινη – μάτια, μύτη κι αυτιά. Ντρέπομαι.
Θέλω χρόνο: να φλερτάρω, να ερωτευτώ. Να νιώσω πόθο μ’ ανταπόκριση. Ν’ αγαπήσω και ν’ αγαπηθώ, κι άλλο.
Θέλω χρόνο: να διαπιστώσω αν επιθυμώ ν’ αποκτήσω παιδί. Κι αν ναι, θέλω χρόνο να δω το θαύμα να μορφοποιείται μέσα μου, μέσω εμού, μπροστά μου, μαζί μου, μακριά μου, ερήμην μου.
Ανοίγει η πόρτα του γιατρού, μου κάνει νόημα η γραμματέας του.
Θέλω να παραμείνω ονειρευτής. Να συνεχίσω να δημιουργώ κόσμους παίζοντας με το άπειρο των πιθανοτήτων. Να επαναδιαπραγματεύομαι συνεχώς όλα αυτά που τώρα σου γράφω.
Πάω να μάθω αν έχω χρόνο – να ζήσω. Σ’ ευχαριστώ που αρχίζεις και μου ξεκαθαρίζεις τι ακριβώς σημαίνει αυτό.
Δική σου,
Αλκυόνη
***
ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ: Το κείμενο είναι της Ιωάννας Περλίγκα, γεννημένης το 1980. Έχει σπουδάσει Νομικά. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως δικηγόρος. Αλιεύτηκε από την ιστοσελίδα του Βιβλιοπωλείου Πολιτεία, politeianet.gr.
Σχολιάζω μονολεκτικά τη συγγραφέα ως ευαισθητογράφο, το Βιβλιοπωλείο ως μοναδικό και τον Ιστότοπο ως πρωτοποριακό! Επισκεφτείτε τον. Είσοδος Δωρεάν!