Θεωρώ ότι αξίζει να εστιάσει κανείς σε ορισμένα καίρια σημεία τού βιβλίου της κ. Ελένης Τσεφαλά. Πρώτα απ’ όλα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το βιβλίο της, 100 Χρόνια Θέατρο των Ελλήνων στην Αυστραλία, προέκυψε στο πλαίσιο μιας διδακτορικής έρευνας. Αυτή είναι μία πολύ σημαντική λεπτομέρεια, την οποία πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νου εάν θέλουμε να εκτιμήσουμε σωστά το πώς γράφτηκε το εν λόγω βιβλίο. Η διδακτορική έρευνα της κ. Τσεφαλά κατατέθηκε το 2015 στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης και συγκεκριμένα στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Αφορούσε, σύμφωνα με τον τίτλο της, “Tο δίγλωσσο μεταπολεμικό θέατρο της διασποράς και ειδικότερα την περίπτωση των Ελλήνων/Ελληνίδων θεατρικών συγγραφέων πρώτης και δεύτερης γενιάς”. Το εξαιρετικό με αυτή τη διατριβή – το πρώτο σε μία σειρά από εξαιρετικά δεδομένα σχετικά με αυτή τη διατριβή – είναι πως όταν τη δει κανείς διαπιστώνει ότι καταλαμβάνει 1.403 σελίδες!
Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα έργο γιγαντιαίων διαστάσεων. Περιλαμβάνει τα ζητήματα τα θεωρητικά και μεθοδολογικά που απασχόλησαν την ερευνήτρια-συγγραφέα, την ιστορία του ομογενειακού θεάτρου της Αυστραλίας – πράγματι, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αυτής της διατριβής – και τέλος τις συνεντεύξεις, τουτέστιν, όλο το υλικό των συνεντεύξεων, καθώς και την ανάλυσή τους. Επομένως, πέρα από μία ιστορική και κριτική επεξεργασία, το εν λόγω βιβλίο συνιστά ταυτόχρονα παρουσίαση και προσφορά – το αποθησαύρισμα, όπως λέμε – των ίδιων των θεατρικών δημιουργών. Αυτό, λοιπόν, που θα πρέπει να κρατήσουμε από τα ανωτέρω είναι ότι το βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας σήμερα προέρχεται από μία διδακτορική έρευνα που είναι, πιστεύω, από πάσης απόψεως ένας αληθινός άθλος.
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο της κ. Τσεφαλά, πολλές φορές ενδεχομένως – ιδίως αν δεν είναι ειδικός – να θέσει κάποια ερωτήματα, εύλογα οπωσδήποτε, τα οποία όμως δεν θα του δημιουργούνταν εάν είχε όλο το μεθοδολογικό και θεωρητικό υπόβαθρο των αναλύσεων που παρουσιάζει η συγγραφέας στη διδακτορική της διατριβή ευθύς εξαρχής με το πού ξεκινάει το κείμενό της. Επομένως, πάρα πολλά από τα ζητήματα που μας προβληματίζουν όταν διαβάζουμε το 100 Χρόνια Θέατρο των Ελλήνων στην Αυστραλία βασικά διευκρινίζονται στη διδακτορική διατριβή με πάρα πολύ ακριβή και καίριο τρόπο.
Όπως γνωρίζετε, στην επιστήμη η καινούργια γνώση παράγεται κατά βάση μέσω της έρευνας, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι αυτή της έρευνας είναι αυτό που ονομάζουμε «διδακτορική έρευνα». Πρόκειται για τα διδακτορικά που γράφουν οι μεταπτυχιακοί φοιτητές και τα οποία αποτελούν ένα σημαντικότατο κομμάτι καινούργιας γνώσης.
Κατά γενική ομολογία, ένα διακτορικό θα πρέπει να προσφέρει αυτήν την καινούργια έρευνα-γνώση, έτσι ώστε να μπορεί να είναι έγκυρο, να πληροί δηλαδή τις προϋποθέσεις ενός διδακτορικού. Αυτό με άλλες λέξεις το λέμε «πρωτοτυπία», «η πρωτοτυπία του διδακτορικού». Η ερευνητική εργασία της κ. Τσεφαλά, η οποία βέβαια αποτυπώνεται και στο βιβλίο της, στον βαθμό που το τελευταίο είναι μετάπλαση της διατριβής της, είναι αναμφίβολα πρωτότυπη, εξαιρετικά πρωτότυπη!
Αυτή η παρατήρηση διατυπώνεται επί τη βάσει δύο κυρίως δεδομένων. Το πρώτο είναι το εύρος της έρευνας. Πιο συγκεκριμένα – και χωρίς καμία δόση υπερβολής – πριν από την έρευνα της κ. Τσεφαλά δεν έχει υπάρξει καμία, θα λέγαμε, τόσο συστηματική, μεθοδική και περιεκτική παρουσίαση του ελληνικού θεάτρου στην Αυστραλία.
Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις μικρής κλίμακας ή, αν θέλετε, περιστασιακές, συγκυριακές, ειδικές αναφορές, αλλά όχι αυτό το πανόραμα που έχουμε πια στη διάθεσή μας. Το δεύτερο δεδομένο που συνιστά την πρωτοτυπία στην οποία αναφέρθηκα είναι η συνδυασμένη μεθοδολογία. Η κ. Τσεφαλά δεν μελετά το θέατρο των Ελλήνων στην Αυστραλία μόνο από ιστορικής πλευράς, αλλά το μελετά και από γραμματολογικής πλευράς. Και όχι μόνο από γραμματολογικής πλευράς με την παραδοσιακή, κλασική πια έννοια της φιλολογίας, αλλά και με μια πιο σύγχρονη έννοια, αξιοποιώντας μία σειρά από διεπιστημονικά εργαλεία όπως είναι εκείνα της σημειωτικής, της κοινωνικής ανάλυσης, της πολιτικής ή ακόμα και της αισθητικής ανάλυσης πολλές φορές.
Ένα άλλο ζήτημα το οποίο πιστεύω ότι θα απασχολήσει αρκετά τον υποψιασμένο αναγνώστη αυτού του έργου είναι το ερώτημα σχετικά με το ποιο ακριβώς είναι το θέμα του! Φαίνεται ότι είναι προφανές το θέμα του – τα 100 χρόνια ελληνικού θεάτρου στην Αυστραλία – αλλά θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι το πραγματικό θέμα του βιβλίου είναι η ελληνική μεταναστευτική ταυτότητα. Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που τίθεται ένα καίριο ερώτημα: είναι αυτό το θέμα του ή μήπως το θέμα του είναι το ελληνικό μεταναστευτικό θέατρο; Πιστεύω ότι αυτό το ερώτημα, το διπλό ερώτημα, δεν είναι παρά ένα ψευδοπρόβλημα. Δεν πρόκειται για ένα πραγματικό πρόβλημα, διότι αυτό που ονομάζουμε «ταυτότητα» δεν είναι ποτέ κάτι το άσαρκο, ενώ και το θέατρο αποτελεί με τη σειρά και εκ των πραγμάτων την ενσάρκωση μιας εμπειρίας, μιας εμπειρίας ζωής! Επομένως, το θέατρο και η ταυτότητα δεν είναι παρά όψεις του ιδίου νομίσματος, που σημαίνει πως μπορούμε να μελετάμε την ταυτότητα σε μία από τις κορυφαίες εκφάνσεις της όταν μελετάμε το θέατρο.
Παρόλο που υπάρχει μία έμφαση στην ταυτότητα σε όλη την έκταση του βιβλίου τής κ. Τσεφαλά, θα τολμούσα να πω ότι πολλές φορές η συγγραφέας περνά και σε κάτι βαθύτερο από την ταυτότητα: υπαινίσσομαι αυτό που στις κοινωνικές επιστήμες ονομάζουμε «υποκειμενικότητα» και «αυτο-επιτέλεση», και για το οποίο μπορούμε να πούμε ότι συνίσταται σε πιο επιτεταμένες μορφές τής ταυτότητας. Ανεξάρτητα πάντως από αυτήν την έμφαση στην ταυτότητα, μεθοδολογικά στο βιβλίο της κ. Τσεφαλά το θέατρο παραμένει αυτό που λέμε «πεδίο αναφοράς». Με απλά λόγια, δηλαδή, αυτό είναι ουσιαστικά το «γήπεδο» μέσα στο οποίο «παίζει μπάλα» η ερευνήτρια-συγγραφέας. Παράλληλα, από πλευράς περιεχομένου, το θέατρο αναδεικνύεται ως το σώμα, ως ο φορέας των εμπειριών που ουσιαστικά θέλει να προσεγγίσει η μελέτη ως ταυτότητα.
Ένα περαιτέρω ζήτημα στο οποίο θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας είναι εκείνο που αναφέρεται στις δύο γενιές. Βέβαια, όταν η κ. Τσεφαλά μελετούσε το θέατρο – και δεν πάνε πολλά χρόνια, γύρω στη δεκαετία και ίσως λιγότερο από μία δεκαετία – τα δεδομένα ήταν κάπως διαφορετικά. Τώρα έχουμε περάσει και σε μία τρίτη γενιά και σίγουρα οι λεγόμενοι «νεο-μετανάστες», που αποτελούν τη νέα φάση της ελληνικής μεταναστευτικής εμπειρίας, έχουν επηρεάσει αρκετά το θέατρο, γεγονός που επιβεβαιώνεται επαρκώς στο Σύδνεϋ. Δεν έχω ακριβή εικόνα για το τι ακριβώς συμβαίνει στη Μελβούρνη, αλλά και εκεί τα πράγματα έχουν κατά πάσα πιθανότητα αρχίσει να διαμορφώνονται αναλόγως. Οι δύο γενιές Ελλήνων, πάντως, απασχολούν την κ. Τσεφαλά ως ζήτημα πολιτισμικής συνέχειας και ταυτόχρονα αλλαγής. Διότι, ναι μεν έρχεται ο μετανάστης στην Αυστραλία, όπου και ριζώνει ή τέλος πάντων ριζώνει όσο ριζώνει, αλλά η δεύτερη γενιά ριζώνει κι αυτή με τη σειρά της με άλλους όρους και με περισσότερο βάθος. Κατά συνέπεια, υφίσταται αυτή η αλλαγή και η κ. Τσεφαλά παρακολουθεί αυτήν την ιστορία τής μετάπλασης της ταυτότητας και νομίζω ότι επαρκώς μας παρουσιάζει τόσο τη συνέχεια όσο και την ασυνέχειά της.
*To B’ Μέρος θα δημοσιευθεί την επόμενη Δευτέρα, 2 Μαρτίου.
*Ο Βασίλης Αδραχτάς γεννήθηκε το 1968 στο Sydney της Αυστραλίας. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1987-1992) και παρακολούθησε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα του τομέα Φιλοσοφίας – Θρησκειολογίας – Κοινωνιολογίας του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας (1994-1996). Ειδικεύτηκε στη φιλοσοφία της θρησκείας με την εργασία του “Η χρήση της λογικής στο έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού: προσεγγίσεις στην Πηγή Γνώσεως” (2001). Το 2005 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Κοινωνιολογίας της Θρησκείας του Παντείου Πανεπιστημίου. Δραστηριοποιείται στον εκδοτικό χώρο με μεταφράσεις και επιμέλειες βιβλίων θρησκειολογικού και θεολογικού ενδιαφέροντος, ενώ κατά καιρούς αρθρογραφεί στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο (“Αχαϊκά Χρονικά”, “Κυριακάτικη Αυγή”, “Αφιέρωμα” και “Ε- Ιστορικά” της “Ελευθεροτυπίας”, Βήμα της Κυριακής”, “Εξουσία”, “Άβατον”, “Θεσσαλία”, “Βραδυνή” κ.ά.). Υπήρξε διευθυντής σύνταξης των εντύπων “Θεός & Θρησκεία”, “Religionsinfo” και “Ορθοδοξία -21ος Αιώνας” (1999-2000). Διευθύνει τη θρησκειολογική σειρά “Θρησκεία και Κοινωνία” των εκδόσεων “Φιλίστωρ” και τη θεολογική σειρά “Σημεία και Τέρατα” των εκδόσεων “Εξάντας”. Τέλος, ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Θρησκειολογικών Ερευνών (ΕΘΕ) και συμμετέχει ενεργά στο θρησκειολογικό της σεμινάριο από το 1994. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα καλύπτουν όλους τους κλάδους της θρησκειολογίας, με ιδιαίτερη έμφαση στη γνωσιολογική αποτίμηση της θρησκευτικής εμπειρίας, στην πολιτική θεωρία των θρησκειών, στη σχέση θρησκευτικότητας και σεξουαλικότητας και στην ιεροφανειακή ερμηνεία του πολιτισμού. Από το 2000 είναι εκδότης-διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού “Θρησκειολογία – Ιερά /Βέβηλα”, το οποίο κυκλοφορεί σε εξαμηνιαία βάση και αποτελεί το πρώτο ελληνικό έντυπο αυτού του είδους.