Μεγάλο αφιέρωμα στην τεράστια επιτυχία του Σπύρου Λούη να κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στο Μαραθώνιο στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα πριν από 124 χρόνια κάνει η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Στίβου (EA) στη σελίδα της στο διαδίκτυο.
Στις 10 Απριλίου 1896 ή στις 29 Μαρτίου με το Ιουλιανό Ημερολόγιο, ο Σπύρος Λούης, χωρικός και νερουλάς από το Μαρούσι, κέρδισε την πρώτη θέση στο Μαραθώνιο, διανύοντας την απόσταση σε 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα.
«Την Παρασκευή 10 Απριλίου 1896, στο αποκορύφωμα του Ολυμπιακού Προγράμματος, 17 αγωνιζόμενοι – μεταξύ των οποίων δρομείς από την Αυστραλία, τη Γαλλία, την Ουγγαρία και τις ΗΠΑ, καθώς και την διοργανώτρια χώρα την Ελλάδα – παρατάσσονται στην πόλη του Μαραθώνα για τον αγώνα των 42 χλμ. Ο αγώνας έγινε το απόγευμα και πάνω από σκονισμένους δρόμους με κατεύθυνση την Αθήνα», αναφέρει μεταξύ άλλων το αφιέρωμα της EA.
Και προσθέτει: «Μετά τον τερματισμό του Λούη σε 2:58:50, ακολούθησε με διαφορά πλέον των 7 λεπτών ο Χαρίλαος Βασιλάκος με 3:06:03 και τρίτος ο Ούγγρος Γκιουλά Κέλνερ, με τον τελευταίο να είναι ο μοναδικός μη Έλληνας που τερμάτισε τον Μαραθώνιο.
Αρχικά είχαμε μια καθαρή κυριαρχία για την διοργανώτρια χώρα, αφού τρίτος τερμάτισε ο Σπυρίδων Μπελόκας. Αλλά ακολούθησε μια ουγγρική διαμαρτυρία που τελικά έγινε δεκτή, ότι ο Μπελόκας είχε καλύψει μέρος της διαδρομής με τη βοήθεια ενός κάρου και έτσι αποκλείστηκε».
Το αφιέρωμα της EA κάνει αναφορά και στη μετέπειτα ζωή του Λούη, ο οποίος αφού δέχθηκες κάποια δώρα για τη νίκη του από εμπόρους της Αθήνας, επέστρεψε στο χωριό του το Μαρούσι, για να συνεχίσει τη ζωή του ως αγρότης και στη συνέχεια αστυνομικός.
Το 1926 συνελήφθη με την κατηγορία της παραποίησης στρατιωτικών εγγράφων και φυλακίστηκε για ένα χρόνο αλλά στη συνέχεια αθωώθηκε.
Ακολούθησε η πρόσκλησή του από τη γερμανική Ολυμπιακή Επιτροπή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936, ενώ απεβίωσε το 1940 στην ηλικία των 67 ετών, αλλά η ιστορία της μεγάλης Ολυμπιακής νίκης ζει μέχρι σήμερα και είναι μία από τις πιο γνωστές από όλες τις ολυμπιακές ιστορίες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κύπελλο που απονεμήθηκε στον Λούη μετά τη νίκη του και το οποίο είχε σχεδιάσει ο Μισέλ Μπρεάλ, πωλήθηκε για 860.000 δολάρια στο Λονδίνο στις 18 Απριλίου 2012. Το τρόπαιο, ύψους 15 εκατοστών, κατέρριψε τότε το ρεκόρ δημοπρασιών για τα ολυμπιακά αναμνηστικά.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1896 η Αυστραλία είχε ένα και μόνο εκπρόσωπο στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες που τα πήγε καλύτερα από κάθε άλλο συναθλητή του. Κέρδισε τρία μετάλλια, δύο χρυσά ένα χάλκινο, άσχετα εάν οι τρίτοι δεν έπαιρναν μετάλλιο, σε δύο διαφορετικά αγωνίσματα. Στον στίβο και στο τένις. Αυτός ήταν ο Εντγουϊν Φλακ.
Στην Αυστραλία ελάχιστοι έμαθαν για τις επιτυχίες του. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να μάθουν ότι ένας συμπατριώτης τους είχε καταφέρει τόσα πολλά στην Αθήνα!
Όταν έγινε γνωστό ότι θα γίνουν στην Ελλάδα Ολυμπιακοί Αγώνες ο Φλακ, που τότε σπούδαζε στo Λονδίνο, δεν έχασε την ευκαιρία. Γοητευμένος με την Ελλάδα, είχε άλλωστε σπουδάσει ελληνική ιστορία στην Αυστραλία, αποφάσισε να πάει στην Αθήνα. Έξι μέρες ταξίδευε με πλοία, τρένα και… κάρα για να φθάσει στο προορισμό του.
Στα προκριματικά των 800 μ. τερμάτισε πρώτος παίρνοντας θριαμβευτικά το εισιτήριο για τον τελικό. Την επόμενη αγωνίστηκε στα 1.500 μέτρα. Λίγο πριν τον τερματισμό έτρεχε δίπλα-δίπλα με τον Αμερικανό Άρθουρ Μπλέικ που ήταν φαβορί για το χρυσό. Το δυνατό φίνις του Φλακ τον βοήθησε να κερδίσει αφήνοντας πέντε, τουλάχιστον, μέτρα πίσω τον αντίπαλό του.
Επόμενο τεστ ο Μαραθώνιος. Αν και δεν είχε τρέξει ποτέ του περισσότερο από 10 χιλιόμετρα μπήκε στον επίπονο αυτό αγώνισμα και «κοντραρίστηκε» σκληρά με τον Λούη.
Όπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής ο Φλακ, που ποτέ δεν είχε συμμετάσχει σε αγώνα μεγαλύτερο των 10 μιλίων, ζοριζόταν, με τον Λούη στο κατόπι του.
Στα 34 χιλιόμετρα, ο «νερουλάς από το Μαρούσι» έφτασε τον Αυστραλό λογιστή. Για λίγο έτρεξαν δίπλα δίπλα, αλλά γρήγορα ο Φλακ άρχισε να παραπαίει.
«Βοηθήστε τον, θα πέσει», ζήτησε από τους θεατές ένας φίλος του Φλακ, που ακολουθούσε τους δρομείς. Ο Φλακ, στα πρόθυρα του ντελίριο, νόμισε ότι δεχόταν επίθεση και χτύπησε έναν ανύποπτο Έλληνα με γροθιές. Λίγες στιγμές αργότερα, τον φόρτωσαν σ’ ένα κάρο και τον μετέφεραν στο Στάδιο, όπου δέχθηκε τις περιποιήσεις του ίδιου του πρίγκιπα Νικολάου.
Με λίγο μπράντι κι έναν κρόκο αυγού, ο Φλακ συνήλθε. Στα αυτιά του ηχούσαν ήδη οι ζητωκραυγές του πλήθους που παραληρούσε για τη νίκη του Λούη.
Οι Βρετανοί αθλητές που ήταν και φίλοι του Φλακ τον ονόμασαν «λιοντάρι της Αθήνας».
Στην Αυστραλία επέστρεψε το 1898 κι ασχολήθηκε με την οικογενειακή επιχείρηση. Αργότερα αγόρασε μια φάρμα στο Μπέργουϊκ κι έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Ενδιάμεσα ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και εκπροσώπησε σε συνέδρια την Ολυμπιακή Επιτροπή της Αυστραλίας.
Εκεί στήθηκε ανδριάντας του, το 1996, έναν αιώνα μετά την αναβίωση των Ολυμπιακών και μετά ήρθε να τον συντροφεύσει ο ανδριάντας του Λούη.