ίναι νεαρά παιδιά γεμάτα ζωή, δύναμη και θέληση να αγωνιστούν για ένα καλύτερο αύριο. Το αύριο που τους στέρησε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Το αύριο που τώρα απειλείται σοβαρά από την κρίση του κορονοϊού.
Η ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΜΕ ΠΕΤΑΕΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΥΜΝΟ ΚΑΙ ΞΥΠΟΛΗΤΟ
Ο Βασίλης Νταλέ έφτασε από την Αθήνα στη Μελβούρνη το 2015 παρακινημένος από κάποιο φίλο του που ήδη βρισκόταν εδώ. Στα 27 του χρόνια ήταν πανέτοιμος να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία που είχε να του προσφέρει η μακρινή αυτή χώρα που αποφάσισε να την κάνει δεύτερη πατρίδα του.
Ξεκίνησε τη διαδικασία για την απόκτηση φοιτητικής βίζας και σχετικά γρήγορα ήρθε η χορηγία από μία μεγάλη εταιρία στο χώρο της φιλοξενίας.
Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο. Στην πορεία γνώρισε την Ιωάννα, επίσης νεοφερμένη από την Ελλάδα, αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν και απέκτησαν ένα κοριτσάκι που τώρα είναι ενός έτους.
Η Ιωάννα, όπως ήταν φυσικό, σταμάτησε τη δουλειά της προσωρινά για να είναι κοντά στο μωρό. Δεν υπήρχε πρόβλημα. Ο Βασίλης εργαζόταν κανονικά, οι σπουδές τους είχαν ολοκληρωθεί και μάζευαν χρήματα για την αίτηση μόνιμης κατοικίας (permanent residency) και για τα βαφτίσια της μικρής στην πατρίδα.
Η οικογένεια Νταλέ, όπως και εκατοντάδες άλλες οικογένειες που βρίσκονται στο ίδιο καθεστώς, τα είχε όλα υπό έλεγχο.
Ώσπου ήρθε ο κορονοϊός για να μολύνει όχι μόνο τα σώματα αλλά και τα όνειρά μας. Τα όνειρα του Βασίλη, της Ιωάννας και πόσων άλλων νέων.
Η εταιρία του Βασίλη έκλεισε προσωρινά στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του ιού κι ο Βασίλης έμεινε άνεργος και στην κυριολεξία ξεκρέμαστος καθώς δεν δικαιούται κανένα επίδομα ή άλλη παροχή.
Το καλό από όσα μας λέει ο ίδιος είναι ότι το κράτος πήρε απόφαση να επεκτείνει το χρονικό διάστημα που έχει στη διάθεσή του ως κάτοχος βίζας εργασίας με σπόνσορα (sponsorship visa) πριν χρειαστεί να βρει άλλον σπόνσορα ή να φύγει από τη χώρα.
«Το πρόβλημα είναι πως δεν μας έχει ξεκαθαριστεί εάν ο χρόνος μετράει κανονικά για τη λήξη της χορηγίας ή παγώνει και θα προσμετρηθεί μετά. Στο μεταξύ το δικαίωμα για να κάνουμε αίτηση για χορήγησης βίζας μόνιμου κατοίκου (σ.σ. Permanent Residency) μας το έχουν κόψει. Από την εταιρία μας ειδοποίησαν ότι όλες οι διαδικασίες θα ξεκινήσουν και πάλι όταν επιστρέψουμε στις δουλειές μας, αν επιστρέψουμε ποτέ», σχολιάζει με πικρία ο Βασίλης.
Η οικογένεια Νταλέ πλέον προσπαθεί να συντηρηθεί από τις οικονομίες που έκανε το νεαρό ζευγάρι για μια ώρα ανάγκης. Με αυτά τα χρήματα μπορεί να αντέξουν έως και έξι μήνες. Μετά από εκεί θα πρέπει να ξαναρχίσουν από το σημείο μηδέν.
«Τα έξοδα τρέχουν συνεχώς και τα έσοδά μας είναι μηδενικά. Αν εξαντληθούν οι οικονομίες μας δεν θα υπάρχουν πια χρήματα για να κάνουμε αίτηση για μονιμότητα», λέει ο Βασίλης.
Μιλώ μαζί του και θαυμάζω την ψυχραιμία και τη στωικότητά του, δυο χαρακτηριστικά που αποδεικνύουν την δύναμη και την αποφασιστικότητα που κρύβει μέσα του.
Τον ρωτώ ποια είναι τα σχέδιά τους για το μέλλον.
«Η αλήθεια είναι ότι με την Ιωάννα έχουμε βάλει ένα χρονικό περιθώριο μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους εδώ, δηλαδή τον Ιούνιο, σε περίπτωση που αλλάξει κάτι προς το καλύτερο, είτε με τη μορφή βοήθειας είτε με την επιστροφή στις δουλειές μας, να το παλέψουμε λίγο. Αν όχι, δε νομίζω πως είμαστε διατεθειμένοι να εξαντλήσουμε όλα τα έτοιμα και τελικά να αναγκαστούμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα χωρίς τίποτα».
Ο Βασίλης ήρθε στην Αυστραλία με πολύ διάθεση να κάνει αυτή τη χώρα δεύτερη πατρίδα του. Σπούδασε, εργάστηκε και δημιούργησε τη δική του οικογένεια στήνοντας το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο κομμάτι της ζωής του εδώ.
Έτσι, τώρα, που χωρίς δική του ευθύνη βρίσκεται σε αυτό το αδιέξοδο αισθάνεται «τεράστια απογοήτευση», όπως λέει ο ίδιος.
«Νιώθω ότι κάποιος με έχει εκμεταλλευτεί. Δεν επεδίωξα ποτέ να βρω χορηγό εργασίας, η εταιρία με επέλεξε και μου πρόσφερε τη χορηγία. Εργάστηκα εδώ, πληρώνω τους φόρους μου και όλες μου τις υποχρεώσεις και τώρα που εγώ χρειάζομαι την Αυστραλία αυτή με πετάει στο δρόμο γυμνό, ξυπόλητο».
Αυτό είναι που ενοχλεί τον Βασίλη και κάθε άλλον που βρίσκεται στην ίδια θέση με αυτόν, πέρα από τις οικονομικές ή άλλες δυσκολίες.
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΤΥΧΗΣ
Ο Ράλλης Παπαδόπουλος ήρθε πριν από τρεις μήνες στην Αυστραλία κι αυτός γεμάτος όνειρα και προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή.
Κουρασμένος από την κατάσταση στην Ελλάδα με περιστασιακές δουλειές μερικής απασχόλησης με πενιχρό μισθό, πείστηκε κι αυτός από έναν φίλο του να πάρει το δρόμο της ξενιτιάς.
Έφτασε εδώ με τουριστική βίζα και αμέσως έκανε τη διαδικασία για να πάρει φοιτητική βίζα με την ελπίδα να καταφέρει να κάνει ένα νέο ξεκίνημα εδώ.
Ένα μήνα περίπου μετά την κατάθεση της σχετικής αίτησης δεν έχει πάρει ακόμη καμιά απάντηση.
«Όλα τα χρήματα που είχα τα χρησιμοποίησα για να γραφτώ στη σχολή και για να κάνω την αίτηση και τώρα με την bridging visa δεν μπορώ να εργαστώ για να συντηρηθώ», λέει ο Ράλλης που αναγκάστηκε να κάνει μια ανάρτηση στην σελίδα των Ελλήνων Νεομεταναστών Αυστραλίας (Ε.Ν.Α) στο Facebook ζητώντας δουλειά.
«Αναγκάζεσαι να ψάξεις τρόπους να βγάλεις μαύρα χρήματα κι εγώ στην παρούσα φάση, έτσι όπως έχουν τα πράγματα με τον κορονοϊό, δεν μπορώ να βρω ούτε μαύρα», λέει.
Αυτή τη στιγμή και για τον Ράλλη το μέλλον διαγράφεται αβέβαιο, καθώς δεν ξέρει τι θα γίνει με τη φοιτητική βίζα αλλά ακόμα και αν τελικά την πάρει, δεν είναι σίγουρο ότι θα καταφέρει να βρει δουλειά δεδομένων των συνθηκών.
Ο Ράλλης θεωρεί πως η επιλογή της κυβέρνησης να αποκλείσει τους φοιτητές που αποτελούν μία «από τις κύριες πηγές εσόδων της Αυστραλίας» είναι λανθασμένη και «θα δημιουργήσει τεράστια οικονομικά προβλήματα καθώς ενδεχομένως θα οδηγήσει στο κλείσιμο πολλών σχολών ενώ η χώρα θα ζημιωθεί εκατομμύρια δολάρια».
Τον ρωτώ πώς αισθάνεται πιασμένος μέσα στη δίνη των καταστάσεων που ζούμε.
«Αισθάνομαι αφημένος ολοκληρωτικά στην τύχη. Είναι τέτοια η συγκυρία που διάλεξα να έρθω εδώ στην Αυστραλία που πλέον οι εξελίξεις είναι εντελώς απρόβλεπτες και έξω από τη δική μου επιρροή».
Ωστόσο ο 24χρονος είναι διατεθειμένος να το παλέψει κι εύχεται στο τέλος «να βγει κάτι καλό για όλο τον κόσμο» κι επιτέλους να παρθούν κάποιες αποφάσεις «για να ξέρουμε κι εμείς τι μας ξημερώνει», όπως λέει χαρακτηριστικά.
Αυτό το καθεστώς της αβεβαιότητας στο οποίο είναι αναγκασμένοι να ζουν ο Βασίλης, η Ιωάννα, ο Ράλλης και χιλιάδες άλλοι ακόμα, είναι ίσως η πιο σκληρή πραγματικότητα γι’ αυτούς.
Να βάζεις τα όνειρά σου στον πάγο επ’ αόριστον, να σταματάς τη ζωή σου μέχρι νεωτέρας είναι κάτι που δεν αξίζει σε κανένα και ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους που θέλουν να κάνουν επιτέλους το ξεκίνημά τους.
«Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία», λέει ο Βασίλης κλείνοντας την κουβέντα μας. Μια φράση τόσο οικεία που όμως σε αυτή τη συγκυρία αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Ας ευχηθούμε αυτή τη φορά η ελπίδα να γίνει η ευκαιρία για την οποία τόσο πολύ έχει αγωνιστεί ο ίδιος, η Ιωάννα, ο Ράλλης και όλα τα παιδιά σαν κι αυτούς.