Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Ελληνισμός ζούσε την περίοδο αναγέννησής του που συνδυάστηκε με τη σημαντική δημογραφική άνοδο, η οποία στις αρχές του 20ου αιώνα ξεπέρασε τα 3.000.000, χωρίς να υπολογίζεται στον αριθμό αυτό ο αριθμός των εξισλαμισμένων και των προσφύγων /μεταναστών στη Ρωσία.

Η εμφάνιση του κινήματος των Νεότουρκων το 1908 αποτέλεσε μία (ψευδεπίγραφη όπως αποδείχτηκε) κίνηση απόδοσης δικαιωμάτων στις μη μουσουλμανικών εθνών, που σύντομα μετατράπηκε σε οργανωμένη ομάδα δίωξης των Ελλήνων.

Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν με τη μορφή κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών& πολύ γρήγορα όμως έγιναν πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν μαζικά πλέον κατά των Ελλήνων.Η τρομοκρατία, τα τάγματα εργασίας, οι εξορίες, οι απαγχονισμοί, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες ειδικά στον Πόντο ως μέσο αυτοάμυνας να αναλάβουν αντιστασιακή δράση εναντίον του οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης. Έχει γίνει πλέον σήμερα αντιληπτό ότι τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε η αντίσταση.

Τον επίλογο της Γενοκτονίας αποτελεί ο ξεριζωμός των επιζώντων και έτσι έρχονται στην Ελλάδα και τα τελευταία υπολείμματα της «εν ροή γενοκτονίας» όπως ονομάστηκε από τον Πολυχρόνη Ενεπεκίδη. Πολλοί επιζώντες θα ζήσουν δύσκολες στιγμές στο ελλαδικό κράτος. Σύντομα πολλοί θα αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στο εξωτερικό, ενώ σε λιγότερο από τη χρονική περίοδο μίας γενιάς αρκετοί θα ξαναγίνουν πρόσφυγες με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Εκεί στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης θα ξαναβρούν τους συγγενείς τους και συμπολίτες τους και θα μάθουν για την τύχη των αγνοούμενων μετά τη Γενοκτονία.

Η έννοια «γενοκτονία εκφράζεται για πρώτη φορά το 1944 από τον Ραφαήλ Λέμκιν -πριν από τον όρο «Γενοκτονία» υπήρχε ο όρος «Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας»- και αναδείχθηκε λίγο πριν από τη Δίκη της Νυρεμβέργης, κατά των πρωταιτίων της εξολόθρευσης των Εβραίων από τους Γερμανούς Ναζί.

Η γενοκτονία σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, αφορά ένα έγκλημα που αποβλέπει στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο και πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις. Η Γενοκτονία, η οποία αποτελεί το βαρύτερο έγκλημα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, για το οποίο μάλιστα δεν υπάρχει παραγραφή, μπορεί να επιδιωχθεί είτε με σειρά ομαδικών φόνων, όλων ή σχεδόν όλων των μελών μιας φυλής, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με διάφορα μέσα) μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της φυλής. Στα βίαια δε μέσα αυτά περιλαμβάνονται και σειρά απαγορευτικών μέτρων επί εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθικών, ιστορικών ή άλλων παραδόσεων προκειμένου να επέλθει διαφοροποίηση ή αλλοίωση της ομάδας με βέβαιη με την πάροδο του χρόνου απώλεια του εθνικού και φυλετικού γνωρίσματός της.

Σ΄ όλο το διάστημα μετά το μαζικό έγκλημα, το ζήτημα της Γενοκτονίας ενταφιάσθηκε, με την υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου του 1930. Ωστόσο η πίεση στον ελλαδικό χώρο και τη Διασπορά από τον οργανωμένο Ποντιακό χώρο έθεσε το αίτημα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας.Τελικώς, μετά από πρόταση του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο» , ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα.

Η Γενοκτονία και ιδιαίτερα η διεθνοποίησή της αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο, παρά τα χαμένα χρόνια και την πολιτική και κρατική ολιγωρία αδιαφορία και απροθυμία κυριαρχεί ως αίτημα παγκοσμίως.

Τα χαμένα χρόνια- στην πολιτική ο χρόνος δεν είναι ουδέτερος- και την ολιγωρία κυβερνώντων, κομμάτων και πολιτείας που δεν επέτρεψαν να τεθεί το ζήτημα διεθνώς είναι μία σκληρή πραγματικότητα.Η ανάδειξη και διεθνοποίηση της Γενοκτονίας αφορά όλους τους Έλληνες και θα πρέπει αποτελεί κυρίαρχο συστατικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής που σέβεται την ιστορία και την αλήθεια, δηλαδή τη μνήμη της. Ταυτόχρονα, η αναγνώριση της Γενοκτονίας αποτελεί και ένα σπουδαίο βήμα του Τουρκικού λαού προς την απελευθέρωση, βήμα που δείχνει και τις βάσεις μίας πραγματικής φιλίας και σχέσης βασισμένης στην ειλικρίνεια και στο σεβασμό. Το ζήτημα της Γενοκτονίας δεν είναι ένα θέμα της ιστορίας ή των μουσείων. Είναι ένα ζωντανό ζήτημα με εθνικές και διεθνείς διαστάσεις, το οποίο οι εξελίξεις στην Ευρώπη και διεθνώς το καθιστούν επίκαιρο ως θέμα δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ελευθερίας, αξιοπρέπειας, φιλίας και συνεργασίας.

*Ο Θεοφάνης Μαλκίδης είναι Διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου.