Καλώς σας βρήκα. Δεν θέλω αλαλαγμούς, ζητωκραυγές, χειροκροτήματα και άλλες ενθουσιώδεις εκδηλώσεις. Δεκάδες χιλιάδες οι φίλες και οι φίλοι, αναγνώστριες και αναγνώστες… Για να είμαι ειλικρινής μαζί σας και επειδή δεν μου αρέσουν οι υπερβολές, ας περιορίσω τις χιλιάδες σε εκατοντάδες, άντε σε δεκάδες και ας ευχαριστήσω καμιά εικοσαριά φίλες και φίλους που, με διάφορους τρόπους, εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους, τηλεφωνώντας, γράφοντας ή επισκεπτόμενοι τα γραφεία μας.

– Τι γίνεται βρε Κώστα; Ζεις; Δουλεύεις ακόμη στο «Νέο Κόσμο»; Σε χάσαμε. Δεν γράφεις πια;

– Σας ευχαριστώ. Ζω, είμαι καλά, μεγαλώνω και δεν γερνάω. Θα το ξεκινήσω (το γράψιμο) και αυτή τη φορά και σας υπόσχομαι να προσπαθήσω να δώσω στα γραπτά κάποια ευχάριστη νότα, χιουμοριστική πνοή (αρκετό το καθημερινό ψυχοπλάκωμα). Άλλες φορές, θα τολμήσω να σας «γνωρίσω» αξιόλογα ονόματα λογοτεχνών και να «κουβεντιάσω» μαζί σας για τα δημιουργήματά τους, τ’ αριστουργήματά τους.

Μίλησα για κείμενα με χιουμοριστικές πνοές, ευχάριστες νότες, φιλολογικές εξάρσεις και, οξύμωρα, το πρώτο, το σημερινό σημείωμα, έχει τίτλο «Ο Θάνατος».

Δεν ξέρω τι γνώμη έχετε εσείς γι’ αυτόν τον… κύριο, αλλά εγώ δεν έχω γνωριστεί μαζί του προσωπικά, δεν έχουμε συστηθεί, δεν έχω καμιά σφοδρή επιθυμία να τον γνωρίσω και είμαι θυμωμένος μαζί του, γιατί, απ’ ό,τι πληροφορούμαι, πολλές φορές, τις περισσότερες, δεν ξέρει τι κάνει.

Θυμάμαι δημοσίευμα της εφημερίδας μας (Δευτέρα, 27 Αυγούστου 2012), με τίτλο «Στο πένθος η παροικία» και το κράτησα γιατί μου άρεσε. Με σχετικά λίγες λέξεις, ο συντάκτης του κειμένου, ο Σωτήρης Χατζημανώλης, γράφει σελίδες… σημερινής και αυριανής ιστορίας. «Πολλές φορές εδώ στο «Νέο Κόσμο» ο ρόλος μας είναι ιδιαίτερα άχαρος. Καταγράφουμε τις αγωνίες της παροικίας, τα επιτεύγματά της, την εξέλιξή της, αλλά καταγράφουμε και τον… θάνατό της!» Έτσι ξεκινάει ο αρχισυντάκτης το άρθρο του την προαναφερθείσα ημερομηνία που ο… κύριος που προανέφερα αποφάσισε να πάρει, μαζεμένους, είκοσι συμπάροικους. Έτσι για να δω τι θα μου απαντήσει, αν τον πετύχω, θα τον ρωτήσω: Γιατί κύριε Χάρε μου τέτοια βιασύνη; Και τώρα τι θα κάνει η συνομήλική μου κυρία που της πήρες τον γέρο σύντροφό της; Τα παιδιά της είναι σκόρπια απ’ εδώ κι’ από εκεί. Έτσι τους έλαχε. Όταν γυρίσουν, μετά την κηδεία του γέρου, θ’ αρχίσουν να τρέχουν από… γηροκομείο σε γηροκομείο για να βολέψουν την δόλια μάνα τους. Τι σου έφταιγε η γιαγιά και της στέρησες το μοναδικό, δικό της, το σαραβαλιασμένο μονάκριβο στήριγμά της; Γιατί βρε άπονε δεν τους έπαιρνες και τους δύο μαζί; Και μη μου πεις… για τα εγγονάκια της που την αγαπούν την άφησα να ζήσει και κάτι τέτοια γλυκανάλατα και συγκινητικά. Τον παππού δεν τον χρειαζόντουσαν τα εγγονάκια βρε άπονε μαυροφορεμένε Χάρε;

Τον άλλον παππού με όνομα Δημήτριο που πήρες πρόσφατα, το σκέφτηκες; Το ζύγισες ή έτσι τον βρήκαμε μπροστά μας και τον βουτήξαμε; Πάνω τον πήγες ή κάτω; Μην με παρεξηγείς κ. άσπλαχνε που δεν ξέρω σίγουρα που κατοικοεδρεύεις και που βρίσκεται το μόνιμο στέκι σου. Πολλές φορές βρίσκεσαι εκεί που δεν σε περιμένουνε και φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουνε. Δεν την λογαριάσαμε την άμοιρη γυναίκα του Δημήτρη που έμεινε μονάχη. Από παιδιά ήταν μαζί το ζευγάρι, βρε άπονε. Παιδιά αγαπηθήκανε εξήντα χρόνια ζήσανε ο ένας πλάι στον άλλο κι’ ήρθες εσύ και της στέρησες το στήριγμά της, το ίνδαλμά της, έτσι βιαστικά και αβασάνιστα. Ήταν βαρύ το φορτίο να τους πάρεις λίγο αργότερα και τους δύο μαζί;

Στο άρθρο της 27ης Αυγούστου που προανέφερα, ο συντάκτης του, σε άλλο σημείο, αναφέρει:

«Δεκάδες παροικιακές οικογένειες είναι βυθισμένες στο πένθος. Δεν είναι όλοι οι εκλιπόντες ηλικιωμένοι. Κάποιοι είναι νέοι και εδώ το πένθος γίνεται ιδιαίτερα δυσβάστακτο.»

Εδώ κ. μαυροφορεμένε, δρεπανηφόρε και άκαρδε τι έχεις να πεις;

Ξέρεις τι είναι να θάβει ο γονιός το παιδί του; Θυμάσαι το πρόσωπο της Παναγίας όταν είδε το παιδί της σταυρωμένο;

Τον Έκτορα γιατί τον πείρες; Ήθελες να απολαύσεις μουσική; Δεν είχες άλλο τρόπο; Έτσι για πείσμα θα πω στον πατέρα του, τα βράδια που του μιλάει, τις νύχτες που ξαγρυπνάει και συζητάει μαζί του, να του πει να μην σου τραγουδήσει, να τιμωρηθείς.

Θα τραγουδάει και θα τον άκουμε εμείς όταν θα λείπεις. Θα τραγουδάει και θα παίζει για μας όταν εσύ θα είσαι απασχολημένος. Θα παίζει τη θεια μουσική του όταν εσύ θερίζεις κοπέλες σαν τα κρύα νερά, στρατιώτες και πατριώτες, απογοητευμένους, μικρούς και μεγάλους, κουρασμένους επαναστάτες και αδέλφια αυτόχειρες που σκέφτηκαν να σε ξεκουράσουν μια και κουράστηκαν οι ίδιοι.

Κι’ αν τύχει κ. Χάρε μου κι ακούσεις τον Έκτορα να σου μιλάει για…καπέλο, μη νοιάζεσαι, μη χολοσκάς. Είπα στον Κώστα, στον πατέρα του, που του μιλά και συζητά ολημερίς κι’ ολονυχτίς μαζί του, να πει στο παλικάρι του να μη νοιαστεί, μαράζι μην το βάλει που το καπέλο, το δώρο μου, δεν πρόλαβε να μου το φέρει. Στα μπαγκάζια του, τη θέση του την είχε, μου το είπαν.

Ο Χάρος, που απ’ ό,τι λένε, είναι άκληρος. Απ’ ότι λένε δεν έχει ακούσει κλάμα δικού του παιδιού, ούτε και έθαψε παιδί του, κομμάτι της ψυχής του.

Απ’ ότι λένε, άκουσε του Έκτορα τη μουσική, ήξερε πως ένα πράμα, το ίδιο γλυκιά είναι και η ψυχή, έκοψε την κλωστή, τα πήρε κι’ έφυγε.