Ήταν ίσως από τις πιο μακροσκελείς ανακοινώσεις , η τελευταία σε αυτή τη φάση της πανδημίας, ανακοίνωση του εκπροσώπου του υπουργείου Υγείας για τον κορωνοϊό, καθηγητή Παθολογίας- Λοιμωξιολογίας, Σωτήρη Τσιόδρα, που έγινε στο πλαίσιο της καθιερωμένης επί τρεις και πλέον μήνες απογευματινής «ζωντανής» ενημέρωσης για την πανδημία στη χώρα μας.
Αλλά όσο μεγάλη ήταν η διάρκειά της, άλλο τόση ήταν και η ουσία της, το νόημά της, το μήνυμά της. Κι όσο δεδομένη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καθώς η ύφεση της επιδημίας δύσκολα δικαιολογεί την καθημερινή «ζωντανή» ενημέρωση, άλλο τόσο αιφνίδιο, απρόσμενο και συγκινησιακό βάρος είχε.
Μέσα σε περίπου 2.500 λέξεις ο κ. Τσιόδρας έκανε έναν εύληπτο και κατανοητό επιστημονικό απολογισμό της πανδημίας, του lockdown και της άρσης των μέτρων, μία συγκλονιστική αναδρομή στο πώς ξεκίνησαν όλα στη χώρα μας και κυρίως στο πως εκτιμήθηκαν και σταθμίστηκαν δύσκολες καταστάσεις παρότι δεν υπήρχαν πολλά δεδομένα, έναν ύμνο στη συνεργασία, στην ομαδικότητα, την εμπιστοσύνη που οικοδομήθηκε μεταξύ επιστημόνων και πολιτείας και πολιτών, μια εκ βαθέων εξομολόγηση του ανθρώπου αλλά και του επιστήμονα- λοιμωξιολόγου που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή στον πόλεμο με τους ιούς, το άγνωστο, τα αδιέξοδα και τις αβεβαιότητες της επιστήμης.
Κι ενώ έως τώρα ο κ. Τσιόδρας μας ενημέρωνε πως τα κρούσματα της λοίμωξης Covid-19 που προκαλεί ο κορωνοϊός, έχουν ξεπεράσει τα 5,6 εκατ σε όλο τον κόσμο, οι εκατομμύρια Έλληνες που τον παρακολουθούσαν μέσω τηλεόρασης, διαδικτύου ή τηλεόρασης ήξεραν πως θα ακούσουν από τον αγαπημένο τους καθηγητή πολλά και ουσιαστικά πράγματα.
Όχι μόνο γιατί σε αυτό τους είχε συνηθίσει, ενισχύοντας μια από τις σπάνιες καλές «τηλεοπτικές συνήθειες», με τον ήρεμο, απλό, μεστό λόγο του, που έσπαγε εξαρχής το στερεότυπο της επίσημης ανακοίνωσης και των απαντήσεων σε δημοσιογράφους, αλλά γιατί θα ήταν η τελευταία live ενημέρωση. Ο συντονιστής του γραφείου τύπου του υπουργείου Υγείας είχε πει ανοίγοντας τη διαδικασία ότι από σήμερα και μέχρι το τέλος του μήνα οι σχετικές ανακοινώσεις θα ήταν πλέον γραπτές.
«Προσπάθησα επί 4 μήνες να δίνω χρήσιμες πληροφορίες, να απαντώ στα ερωτήματα που έθεταν οι συμπολίτες μας μέσω των δημοσιογράφων και, κάποιες φορές, να εμψυχώνω από τη δικιά μου πλευρά μια κοινωνία που αγωνιούσε. Επανέλαβα πολλές φορές αυτό που είναι το μοναδικό δεδομένο στην Επιστήμη: η αβεβαιότητα, η εντιμότητα του να πει κανείς, “δεν γνωρίζω”. Όλον αυτό τον καιρό δεν αισθάνθηκα κάτι διαφορετικό από όλους σας, απλά ένας άνθρωπος απευθυνόμενος σε συνανθρώπους του. Ένας άνθρωπος με αδυναμίες, ένας άνθρωπος που φυσικά και δεν πρέπει να προβάλλεται σαν πρότυπο. Αναπάντεχα και απροσδόκητα βρέθηκα κοντά σας, τόσο κοντά σας, μέσω του τηλεοπτικού φακού και εν μέσω απαγορευτικού και αισθάνθηκα κοντά σας και ας μην επικοινωνούσαμε με φυσικό τρόπο» περιέγραψε ο κ. Τσιόδρας τι…έκανε όλο το προηγούμενο διάστημα.
«Σήμερα στη χώρα μας έχουν καταγράφει 173 θάνατοι. Με το καλύτερο δυνατό σενάριο σχετικά με τη θνητότητα του ιού και χωρίς τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα, δηλαδή μια μείωση των επαφών του πληθυσμού 10% , ο αριθμός των θανάτων θα ήταν σε μια μέση τιμή, 13.685» είπε χαρακτηριστικά, επικαλούμενος τα στοιχεία μελετών ειδικών της Επιτροπής για να καταδείξει το μέγεθος της καταστροφής, τις απώλειες που θα μετρούσε και η Ελλάδα, αν δεν είχαν ληφθεί οι γενναίες αποφάσεις αλλά και αν δεν είχαν συμμορφωθεί και συνεργαστεί οι Έλληνες πολίτες.
Και κατέληξε:
«Ελπίζω όλοι μαζί να συνεχίσουμε να προχωράμε μπροστά, να συνεχίσουμε να τα καταφέρνουμε. Φτάσαμε με πολύ κόπο, πολύ μακριά, για να επιτρέψουμε οποιοδήποτε πισωγύρισμα.
Εγώ θα κρατήσω την αγάπη σας που εισέπραξα αυτό τον καιρό και θα ήθελα να με συνοδεύουν οι ευχές σας, όπως αυτή που έλαβα από ένα σωματείο παιδιών με ειδικές δεξιότητες, που μου εμήνυσαν πως «οι άγγελοι στη Γη από το δικό τους μετερίζι μάς σκέπτονται». Όχι εμένα, όλους μας.
Θα ήθελα να τελειώσω αυτή την ενημέρωση με ένα απόσπασμα από τον Οδυσσέα Ελύτη.
Μπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα
και με τα πιο μικρά..
Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών.
Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.
Μου φτάνει που μ’ αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι.
Πολύ…
Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους.
Πολύ…
Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι.
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.
Που μπορώ και κλαίω ακόμα.
Και που τραγουδάω… μερικές φορές…
Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν.
Και ευωδιές που με γοητεύουν…
Σας ευχαριστώ για όλα».