Είναι γεγονός πως ο κορονοϊός δεν άφησε καμιά πτυχή της ζωής μας που να μην την… μολύνει. Τρύπωσε παντού, στα σπίτια, στα σχολεία, στα μαγαζιά, στις δουλειές μας ζητώντας να χαλάσει κάθε μας στιγμή, τη χαρά μας ακόμα και τη λύπη μας.

Γάμοι και όνειρα μπήκαν στον πάγο αλλά οι απώλειες των ανθρώπων μας δεν γινόταν να πάρουν αναβολή κι έτσι οι κηδείες έπρεπε να γίνουν με τους όρους που επέβαλε ο άσπονδος ιός.

«Είναι πολύ λυπηρό γιατί αυτοί οι άνθρωποι (οι εκλιπόντες) είναι άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν πολύ στη ζωή τους. Πέρασαν πόλεμο, φτώχεια, πείνα, ξενιτιά, ρατσισμό και αγωνίστηκαν σκληρά κάνοντας τεράστιες θυσίες έτσι ώστε οι επόμενες γενιές να μην στερηθούν τίποτα και τώρα φεύγουν χωρίς να μπορούμε να τους τιμήσουμε και να τους αποχαιρετήσουμε όπως τους πρέπει», λέει ο κ. Νεκτάριος Γεωργακλής από το γραφείο τελετών Ioannidis Funerals.

Κατά την πρώτη φάση των περιοριστικών μέτρων οι συμμετέχοντες σε μια εξόδιο ακολουθία περιορίζονταν στα 10 άτομα, στη συνέχεια ο αριθμός αυξήθηκε σε 20 και από την 1η Ιουνίου σε 50.

Ποιον να καλέσεις; Ποιον να «κόψεις»; Ποιον να διαλέξεις; Ποιος είναι πιο κοντά; Διλήμματα τα οποία έπρεπε να ξεπεράσουν οι οικογένειες των συμπαροίκων μας κατά την οργάνωση της κηδείας του αγαπημένου τους προσώπου. Λες και δεν έφτανε ο πόνος της απώλειας…

Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, το δίλημμα γιγαντωνόταν καθώς ο επιτρεπόμενος αριθμός συμμετεχόντων ήταν πολύ μικρότερος από το σύνολο των μελών της στενής οικογένειας του εκλιπόντα.

«Ειδικά με τα 10 και 20 άτομα, έβλεπες τις οικογένειες να είναι πολύ στρεσαρισμένες και αγχωμένες γιατί έπρεπε να αφήσουν απέξω στενούς συγγενείς, όπως αδέρφια ή πρώτα ξαδέρφια. Αυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα», λέει στον «Νέο Κόσμο» ο ομογενής ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, κ. Παναγιώτης Τζιώτης.

Ο κ. Τζιώτης βίωσε την κατάσταση, όχι μόνο με την επαγγελματική του ιδιότητα, αλλά και από μέσα καθώς είχε την ατυχία να χάσει τη μητέρα του και μάλιστα ενόσω ίσχυε ο αυστηρότερος περιορισμός των δέκα ατόμων.

«Όσο και να μας πονούσε δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Αυτοί είναι οι νόμοι και πρέπει να τους τηρήσουμε», λέει στο ΝΚ.

Μάλιστα, όπως ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά, στην κηδεία της μητέρας του η αστυνομία έκανε έλεγχο για να διαπιστωθεί ότι τηρούνται οι περιορισμοί.

«Κατά τη διάρκεια της τελετής, χτύπησε η πόρτα του ναού. Ήταν η αστυνομία που είχε έρθει για να μετρήσει τα άτομα. Τράβηξαν και βίντεο κι όλα αυτά την ώρα της κηδείας. Εν ψυχρώ, ναι, αλλά αυτός ήταν ο νόμος», περιγράφει ο κ. Τζιώτης.

Για μια «πολλή δύσκολη κατάσταση» μιλά και ο κ. Νεκτάριος Γεωργακλής.

«Συχνά ο περιορισμός των 10 ατόμων σήμαινε ότι οι σύζυγοι των παιδιών των εκλιπόντων ή τα εγγόνια τους δεν μπορούσαν να παραβρεθούν στην κηδεία. Από την άλλη η φυσική απόσταση εμπόδιζε τους συγγενείς να παρηγορήσουν ο ένας τον άλλον. Είδα μητέρα να έχει χάσει το παιδί της και να μην μπορεί κανείς να την αγκαλιάσει για να την ανακουφίσει στο μεγάλο της πόνο», περιγράφει χαρακτηριστικά ο κ. Γεωργακλής και σχολιάζει πως ειδικά αυτός ο περιορισμός «δεν είχε καν νόημα αφού τις περισσότερες φορές επρόκειτο για άτομα που έμεναν στο ίδιο σπίτι».

Ανάλογη είναι και η εμπειρία του κ. Κρις Σταμέλου ο οποίος μαζί με τη σύζυγό του Μαρία Σταμέλου διατηρούν γραφείο τελετών εδώ και 29 χρόνια.

«Σε μια περίπτωση, οι πόρτα της εκκλησίας έκλεισε μόλις συμπληρώθηκε ο αριθμός, αφήνοντας απέξω τα εγγόνια του εκλιπόντα», περιγράφει ο κ. Σταμέλος.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Η κ. Μαρία Σταμέλου μοιράζεται μαζί μας τη διαφορετική οπτική γωνία κάποιων οικογενειών που, όπως λέει, της εκμυστηρεύτηκαν πως ο περιορισμένος αριθμός παρευρισκομένων τους έδωσε την ευκαιρία να συγκεντρωθούν περισσότερο στην ουσία της τελετής.

«Δεν υπήρχε καθόλου βιασύνη, είχαν το χρόνο να κάνουν ό,τι επιθυμούσαν, να πάρουν φωτογραφίες, να σταθούν δίπλα στο φέρετρο για όσο ήθελαν και γενικά είχαν περισσότερο χρόνο με τον αγαπημένο τους», λέει η κ. Σταμέλου και συμπληρώνει πως όταν συζητούσε με τους πελάτες της μετά το τέλος της κηδείας, τής εξομολογούνταν πως λυπούνταν μεν που οι συγγενείς και οι φίλοι δεν ήταν εκεί αλλά γι’ αυτούς ήταν μια «μοναδική εμπειρία».

Επιπλέον, για τις οικογένειες αυτές ήταν πολύ σημαντικό ότι ήταν απαλλαγμένες από το άγχος του «τι θα πει ο κόσμος» και του αναπόφευκτου «κουτσομπολιού» που είθισται σχεδόν πάντα να ακολουθεί κάθε Μυστήριο.

ΔΙΕΞΟΔΟΙ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ

Μια απώλεια συνοδεύεται από πόνο και οδύνη. Αυτό είναι υπεραρκετό θα έλεγε κανείς για να αυξήσει τα επίπεδα άγχους των ανθρώπων του εκλιπόντος. Οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν την προετοιμασία της κηδείας επωμίζονται το βάρος να απαλύνουν τον πόνο και να μειώσουν αυτό το άγχος.

Σε αυτή την περίεργη χρονική περίοδο που πόνος και στρες ήταν στο μάξιμουμ λόγω της επιπλέον παρουσίας των περιορισμών, αυτό το βάρος έγινε διπλό.

Οι οικογένειες απαιτούσαν – και δικαίως – να δουν τους δικούς τους, να τους αποχαιρετήσουν. Από την άλλη, ο νόμος ήταν νόμος. Εκεί κάπου μπήκε η ευαισθησία και η ανθρωπιά των εργολάβων κηδειών κι έδωσε λύσεις.

«Δεν μπορούσα να στερήσω για παράδειγμα από τα αδέρφια των εκλιπόντων το δικαίωμά τους στο στερνό αντίο. Τους πρότεινα, λοιπόν, να έρχονται στο γραφείο μου για να αποχαιρετήσουν τον άνθρωπό τους, αφού δεν μπορούσαν να παρευρεθούν στην κηδεία», λέει ο κ. Τζιώτης.

Ένα άλλο έθιμο που είναι συνυφασμένο με το τελευταίο «χαίρε» στους δικούς μας ανθρώπους είναι το τραπέζι μετά την τελετή της κηδείας.

Και αυτό υπό το καθεστώς των περιορισμών είναι απαγορευτικό.

Η λύση που πρότεινε ο κ. Τζιώτης στους πελάτες του ήταν να το αναβάλουν για αργότερα και «να το κάνουν μετά από 3 ή 6 μήνες που τα πράγματα θα είναι καλύτερα ως μνημόσυνο. Έτσι τους έβγαζα από την απελπισία και τον προβληματισμό».

Ο κ. Γεωργακλής βλέπει την χαλάρωση των περιορισμών ως μια ευκαιρία για περισσότερα μέλη του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος του θανόντα να απευθύνουν το ύστατο χαίρε στο αγαπημένο τους πρόσωπο.

«Καθώς επιτρέπεται πλέον η έκθεση της σορού σε δημόσιο προσκύνημα (viewing), κάποιοι μπορούν να παρευρεθούν εκεί και οι άλλοι στην τελετή της κηδείας», λέει.

Η ζωντανή αναμετάδοση των τελετών (live streaming) ήταν μια επιλογή που, όμως, οι συμπάροικοί μας δεν φάνηκε να προτιμούν ιδιαίτερα, κατά γενική ομολογία όλων των επαγγελματιών του χώρου με τους οποίους συνομιλήσαμε.

Η κυριότερη αιτία γι’ αυτό ήταν επειδή οι οικογένειες δεν επιθυμούσαν την χωρίς περιορισμούς δημοσιοποίηση μιας τόσο ιδιαίτερης στιγμής.

ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΕΛΕΤΩΝ

Η νέα κανονικότητα δεν αφορά μόνο τους πενθούντες αλλά και τα ίδια τα γραφεία τελετών που πλέον έχουν εντάξει στην πρακτική τους τη σχολαστική απολύμανση των χώρων και την τήρηση αναλυτικών αρχείων με τα στοιχεία των παρευρισκομένων σε κάθε τελετή, όπως απαιτείται για τη διευκόλυνση της ιχνηλασίας των επαφών σε περίπτωση που εντοπιστεί κάποιο κρούσμα ανάμεσά τους.

Αυτό απαιτεί κάποιο χρόνο από τους εργολάβους κηδειών καθώς πρέπει να ετοιμάσουν τρία αντίγραφα, το δικό τους, της εκκλησίας και του νεκροταφείου ενώ μερικές φορές «κάνει και τη ζωή μας δύσκολη», όπως λέει χαρακτηριστικά ο κ. Σταμέλος περιγράφοντας με χιούμορ τι του απαντούν κυρίως οι πιο ηλικιωμένοι όταν τους ζητά τα στοιχεία τους: «Τι το θες το όνομά μου, αφού με βλέπεις ότι είμαι εδώ και με γνωρίζεις».

Η ΝΕΑ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ

Όλοι οι επαγγελματίες του χώρου με τους οποίους μιλήσαμε συμφωνούν ότι η προσαρμογή στη νέα κανονικότητα εκτός από υποχρέωση είναι και θέμα κοινωνικής ευθύνης.

«Πάνω από όλα είναι η ασφάλεια της κοινότητας», υπογραμμίζει η κ. Σταμέλου.

Τη σημασία της παρακολούθησης των εξελίξεων και της σωστής και διαρκούς ενημέρωσης σχετικά με τους κανονισμούς τονίζει ο κ. Τζιώτης.

«Πρέπει να είμαστε όλοι σωστά ενημερωμένοι και στην ίδια σελίδα για να τα καταφέρουμε», πιστεύει.

Παρόλο που οι περιορισμοί χαλάρωσαν και τώρα επιτρέπονται 50 άτομα στις κηδείες, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και εφικτό με δεδομένο τον κανόνα της φυσικής απόστασης ο οποίος είναι ακόμα υποχρεωτικός, όπως διευκρινίζει ο κ. Γεωργακλής.

«Κάποιοι ναοί δεν έχουν τη δυνατότητα να υποδεχτούν 50 άτομα, είτε γιατί είναι μικροί, είτε για άλλους λόγους που εμποδίζουν τη σωστή τήρηση της φυσικής απόστασης. Έτσι, οι ιερείς μάς ανακοινώνουν πόσα άτομα μπορούν να δεχτούν χωρίς προβλήματα», λέει.

Οι οικογένειες πλέον καλούν τα άτομα που θα παρευρεθούν στην τελετή και στις δημόσιες ανακοινώσεις δεν αναφέρουν τον τόπο και το χρόνο τέλεσης της κηδείας προκειμένου να αποφευχθεί η συγκέντρωση ατόμων επιπλέον του επιτρεπόμενου αριθμού.