Η πρόσβαση για λόγους έκτακτης ανάγκης στο superannuation κατά τη διάρκεια της κρίσης του COVID-19 αποτέλεσε ευκαιρία για πολλούς Αυστραλούς να το ρίξουν έξω, ξοδεύοντας τα χρήματα αυτά σε τυχερά παιχνίδια, αλκοόλ και φαγητό σε πακέτο αντί σε βασικά είδη οικιακής χρήσης.

Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τα δεδομένα των τραπεζικών συναλλαγών σε πραγματικό χρόνο, που συνέλεξαν οι συμβουλευτικές εταιρείες Alpha Beta και Illion.

Η ανάλυση των οικονομικών συναλλαγών ενός δείγματος 13.000 ατόμων που είχαν πρόσβαση στο superannuation τους στο πλαίσιο του προγράμματος πρόωρης απελευθέρωσης δείχνει ότι το 64 τοις εκατό των αναλήψεων διατέθηκε σε ρούχα, έπιπλα, έτοιμο φαγητό, τυχερά παιχνίδια και αλκοόλ.

Τα δεδομένα πιστωτικών και χρεωστικών καρτών δείχνουν ότι οι παραλήπτες της πρόωρης πρόσβασης στο superannuation, οι οποίοι απέσυραν κατά μέσο όρο $ 8.000 από τα $ 10.000 που ήταν το όριο, ξόδεψαν σχεδόν $ 3.000 περισσότερο από το κανονικό κατά το δεκαπενθήμερο που ακολούθησε μετά την ανάληψη των χρημάτων.

Το 14% των επιπλέον δαπανών χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή προσωπικών χρεών, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών καρτών, εκκρεμείς λογαριασμούς αλλά και σε τυχερά παιχνίδια.

Από την άλλη, φαίνεται ότι οι εκκλήσεις από ορισμένους κτηματομεσίτες προς τους ενοικιαστές να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα του superannuation για να συνεχίσουν να πληρώνουν το ενοίκιο τους, δεν εισακούστηκαν, καθώς μόλις $122 από τα $2.855 των επιπλέον δαπανών έφτασαν στους σπιτονοικοκύρηδες.

Ο διευθυντής της Alpha Beta, οικονομολόγος Andrew Charlton, δήλωσε στο πρόγραμμα AM της ABC ότι το 40% των παραληπτών, στην πραγματικότητα δεν έχουν υποστεί μείωση των εσόδων τους μέχρι στιγμής λόγω της κρίσης COVID-19.

Ο κ. Charlton ανησυχεί ότι τα περίπου 15 δισεκατομμύρια δολάρια που έχουν ληφθεί από το superannuation μέχρι στιγμής θα επηρεάσουν αρνητικά τις μελλοντικές αποταμιεύσεις συνταξιοδότησης, καθώς οι αποταμιευτές χάνουν τις επιταχύνσεις των αποδόσεων.

Τα δεδομένα της Αυστραλιανής Φορολογικής Υπηρεσίας δείχνουν ότι έχουν μέχρι στιγμής εγκριθεί περίπου 1,35 εκατομμύρια αιτήσεις πρόωρης πρόσβασης στους λογαριασμούς συνταξιοδότησης, με πολλές να απαιτούν το μέγιστο των $10.000.

“ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ”

Ωστόσο, ο Δρ Charlton είπε ότι τα κριτήρια για τις αιτήσεις είναι λανθασμένα και προέτρεψε την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση να επανεξετάσει επειγόντως το πρόγραμμα και να θέσει αυστηρότερες κατευθυντήριες γραμμές.

«Η πολιτική δεν έχει σχεδιαστεί σωστά. Απλά πρέπει να δείξετε ότι είχατε μείωση κατά 20% στις ώρες εργασίας κατά τη διάρκεια του 2020 χωρίς επαλήθευση εισοδήματος», δήλωσε ο Δρ Charlton.

Ωστόσο, ο Θησαυροφύλακας Josh Frydenberg υπερασπίστηκε το δικαίωμα των ανθρώπων που παίρνουν τα χρήματα, να τα ξοδέψουν όπως θέλουν.

«Βιώνουμε μια πανδημία από αυτές που εμφανίζονται μια φορά στα 100 χρόνια και οι άνθρωποι χρειάζονται αυτήν την επιπλέον χρηματοδότηση, την επιπλέον οικονομική υποστήριξη πέρα από τις άλλες κυβερνητικές πρωτοβουλίες για να μπορέσουν να ξεπεράσουν αυτή την περίοδο».

«Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στα χρήματά τους τη στιγμή που τα χρειάζονται περισσότερο», δήλωσε ο κ. Frydenberg.

ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΘΑ ΔΙΑΡΚΕΣΕΙ 36 ΧΡΟΝΙΑ

Η συμβουλευτική εταιρεία PWC προειδοποιεί ότι, αν η κυβέρνηση δεν προβεί άμεσα σε σημαντικές φορολογικές μεταρρυθμίσεις, το διαρκώς αυξανόμενο χρέος θα φτάσει σε τέτοια επίπεδα που θα χρειαστούν περισσότερες από τρεις δεκαετίες για την αποπληρωμή του.

Οι προβλέψεις της PWC δείχνουν ότι χωρίς φορολογικές μεταρρυθμίσεις, ο προϋπολογισμός της Αυστραλίας θα παρουσιάσει ξανά πλεόνασμα μετά την πάροδο 19 ετών, ενώ η εκμηδένιση του χρέους θα καθυστερήσει έως το 2056-57 λόγω των ελλειμμάτων.

Ο κ. Abbey είπε, ότι ενώ οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις επείγουν για την ενθάρρυνση της οικονομικής ανάπτυξης, ωστόσο θα πρέπει να συμβούν μετά την κρίση του κορονοϊού.

Οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι η μέχρι τώρα ήπια συρρίκνωση της οικονομίας το πρώτο τρίμηνο αποτελεί το προοίμιο για μια πολύ πιο έντονη συρρίκνωση κατά το δεύτερο τρίμηνο, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η Αυστραλία βιώνει την πρώτη τεχνική ύφεση σε σχεδόν τρεις δεκαετίες.