Ο έρωτας είναι τυφλός, λένε και μάλλον έχουν δίκιο. Ίσως γιατί οι καρδιές των ανθρώπων δεν γνωρίζουν ηλικία, οικονομική κατάσταση, μορφωτικό επίπεδο, καταγωγή ή γλώσσα.
Οι καρδιές δεν γνωρίζουν λογική και δεν υπακούουν σε κανόνες. Απλά αισθάνονται και δείχνουν έναν δρόμο. Το αν κανείς θα τον ακολουθήσει ή όχι είναι καθαρά δική του επιλογή.
Το 1962 θεωρείτο επανάσταση για μια κοπέλα της ελληνικής επαρχίας να επιλέγει μόνη της το σύζυγό της.
Σκεφτείτε τώρα, μια 23χρονη από ένα χωριό των Σερρών, όχι μόνο να μπαίνει στο καράβι και να ξενιτεύεται μόνη, αλλά να φτάνει στη μακρινή Αυστραλία, να γνωρίζει έναν Αυστραλό και να τον παντρεύεται μέσα σε έξι μήνες.
Τι σοκ για την οικογένεια και για ολόκληρη την κοινωνία της ελληνικής επαρχίας της εποχής!
Αυτό δεν στάθηκε ικανό να αναχαιτίσει τη νεαρή Φλώρα που είχε ως στόχο της να φτιάξει για τον εαυτό της τη ζωή που εκείνη ήθελε. Όχι μόνο μια ζωή καλύτερη από εκείνη της μεταπολεμικής περιόδου των παιδικών της χρόνων στη Λυγαριά Σερρών, αλλά και μια ζωή που θα στηριζόταν στις δικές της επιλογές.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Κάπου στα 1962, η Φλώρα αποφασίζει να ξενιτευτεί μέσω της ΔΕΜΕ στην Αυστραλία, αναζητώντας την τύχη της, όπως και τόσες άλλες ελληνοπούλες κι ελληνόπουλα της εποχής.
Το χωριό δεν είχε τίποτα να της προσφέρει και η οικογένεια τα έφερνε δύσκολα. Φτάνει, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη όπου ζούσε μια φίλη της για να παρακολουθήσει μερικά μαθήματα Αγγλικών πριν αναχωρήσει για τη μεγάλη περιπέτεια της ξενιτιάς.
Φεύγοντας, η φίλη της της έδωσε ένα δέμα για να τα φέρει στον αδελφό της το Σπύρο που ήταν μετανάστης στη Μελβούρνη.
Η Φλώρα το πήρε και αυτή η κίνηση ήταν που θα καθόριζε το υπόλοιπο της ζωής της.
Βλέπετε, ο Σπύρος που πρόσφερε στέγη στη νεοφερμένη κοπέλα είχε έναν πολύ καλό φίλο, Αυστραλό, τον Μάλκολμ. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Φλώρα σε κάποια φάση συνάντησε τον Μάλκολμ και οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά όπως λέει στον «Νέο Κόσμο» ο Μάλκολμ.
Ο γάμος έγινε μετά από έξι μήνες με τις δύο οικογένειες να έχουν τις αμφιβολίες τους.

«Στεναχωρήθηκαν πολύ οι δικοί μου, αλλά μόλις τον γνώρισαν, τον αγάπησαν αμέσως», λέει η κ. Φλώρα κι εξομολογείται πως ούτε τα πεθερικά της είδαν με καλό μάτι αυτό το γάμο, κάτι που την ίδια δεν την ένοιαζε και πολύ.
«Προσπάθησα να είμαστε όσο το δυνατόν ευτυχισμένοι, ανεξάρτητα από το τι πίστευαν οι άλλοι. Κοιτούσα το σπίτι μου και μόνο».
Αν τώρα αναρωτιέστε πώς το ζευγάρι συννενοοείτο καθώς δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα και πώς «τα βρήκαν» παρ’ όλες τις διαφορές στην κουλτούρα τους, η απάντηση είναι απλή.
«Εγώ έκανα αυτό που ήξερα και τίποτε άλλο. Τι να μάθω από την αυστραλέζικη κουλτούρα; Η δικιά μας είναι πολύ πλούσια. Μαγείρευα τα δικά μας φαγητά και ακολουθούσα όλες τις παραδόσεις».
Όπως καταλαβαίνετε, ο Μάλκολμ δεν είχε και πολλές επιλογές.
Ωστόσο, όπως μας εξομολογείται, είχε πάντα μια αδυναμία στους Έλληνες. «Ο Σπύρος ήταν ο καλύτερός μου φίλος», λέει ο ίδιος στον «Νέο Κόσμο».
Έτσι δεν ήταν καθόλου δύσκολο γι΄ αυτόν να αγκαλιάσει κάθε τι ελληνικό που γνώριζε μέσω της Φλώρας και να το κάνει δικό του.
«Το πρώτο οικογενειακό ταξίδι στην Ελλάδα το κάναμε το 1974 ύστερα από αρκετές αναβολές λόγω των αναταραχών με την πτώση της χούντας. Από τότε εγώ πήγα μαζί με τη Φλώρα, αλλά και μόνος μου πάνω από 20 φορές» λέει ο Μάλκολμ, που αγαπά τον Θεοδωράκη και την ποντιακή μουσική και όταν έρθει στο κέφι μπορεί και να φέρει δυο στροφές στο άκουσμα του «Ζορμπά».
«Αγάπησα τους ανθρώπους, τα υπέροχα τοπία, τα νησιά, τη μεγαλειώδη ιστορία και τα μνημεία της Ελλάδας. Πήγα παντού. Από τον Παρθενώνα και τη γραφική Πλάκα στα Μετέωρα, τους Δελφούς και τις Μυκήνες, τη Θάσο και τη Λήμνο».
Ο ενθουσιώδης φιλέλληνας είναι περήφανο μέλος της Επιτροπής Μνήμης Λήμνου–Καλλίπολης και είναι φίλος του γνωστού ιστορικού ερευνητή Jim Claven, τον οποίο ακολούθησε στην περιοδεία του στην Ελλάδα το 2018 όπου επισκέφθηκαν τις τοποθεσίες που έδρασαν οι ANZAC.
Φέτος σχεδίαζε, όπως μας είπε, να παρευρεθεί στις εκδηλώσεις μνήμης στη Λήμνο, αλλά ο κορονοϊός τού χάλασε τα σχέδια.
«Μπορώ να πω ότι αισθάνομαι λίγο Έλληνας», ομολογεί ο Μάλκολμ που θεωρεί τον εαυτό του «τεμπέλη» όσον αφορά την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας.
«Ξεκίνησα μαθήματα γιατί ήθελα να μπορώ να επικοινωνώ καλύτερα με τους Έλληνες φίλους μου εδώ και στην Ελλάδα. Κανονικά θα έπρεπε να μιλάω άπταιστα ελληνικά αλλά ήμουν λίγο τεμπέλης και δεν μελετούσα αρκετά».
Ωστόσο και τα τρία παιδιά του ζευγαριού μιλούν τη γλώσσα και μάλιστα ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Βασίλης, πρώτα μίλησε ελληνικά και ύστερα αγγλικά προκαλώντας τη δυσαρέσκεια της μητέρας του Μάλκολμ, όπως μας λέει ο ίδιος γελώντας.
Όση ώρα διαρκεί η συνομιλία μας ο Μάλκολμ ρωτά συνέχεια τη Φλώρα για επιβεβαίωση. Στο τέλος μου τη δίνει στο τηλέφωνο για να είναι σίγουρος πως έχει αποδώσει σωστά όλες τις πτυχές της όμορφης ιστορίας τους.
Η Φλώρα δεν αλλάζει τίποτα από όσα έχει πει ο αγαπημένος της σύζυγος.
«Να ξέρεις ότι αγαπά την Ελλάδα και θέλει να πηγαίνει κάθε χρόνο» λέει με τρυφερότητα για τον σύντροφό της, πριν με αποχαιρετήσει για να του σερβίρει το αγαπημένο του γεύμα, τις παραδοσιακές φακές.
Έκλεισα το τηλέφωνο κι άφησα για αρκετή ώρα το μυαλό μου να περιπλανηθεί στο παρελθόν, σε μια άλλη κοινωνία με αυστηρές νόρμες που ήθελε κότσια για να τις κοντράρει κανείς.
Μόλις είχα μιλήσει με ένα από αυτά τα άτομα. Με την επαναστάτρια Φλώρα που χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες έπραξε το αδιανόητο για τα δεδομένα της εποχής.
Όρισε το πεπρωμένο της φεύγοντας για μια μακρινή άγνωστη χώρα, ακολούθησε την καρδιά της επιλέγοντας ένα «ξένο» για σύντροφό της, επέβαλε τους δικούς της όρους κρατώντας τη ζωή και την οικογένειά της μακριά από τα πρέπει και τα θέλω των άλλων κι έφτιαξε έναν Έλληνα ακόμα στην άλλη άκρη του κόσμου.
Σήμερα, οι επαναστάσεις γίνονται με ένα τατουάζ. Αλήθεια;