Την περασμένη Πέμπτη έγραψα, συνοπτικά, για την πρώτη ποιητική συλλογή του Στάθη Ραυτόπουλου «Ελευθερίας Απάνθισμα». Σήμερα θα αναφερθώ στην δεύτερη ποιητική του συλλογή, με τίτλο «Νοσταλγίες και Όνειρα», η οποία δημοσιεύθηκε το 1952.

Τα θέματα των ποιημάτων της συλλογής αυτής αντλούνται από τη ζωή του ποιητή στην Μελβούρνη, από τη μέθεξή του στις εκδηλώσεις της ελληνικής παροικίας, αλλά και από εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο.

Αναφορικά με τις εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο καταπλήσσει το γεγονός ότι ο ποιητής, παρά το νεαρό της ηλικίας του (ήταν 31), την περίοδο εκείνη έδειχνε έντονο ενδιαφέρον για τα ευρύτερα εθνικά θέματα, για τα οποία ήταν ενημερωμένος, παρ’ ότι τότε δεν υπήρχαν ελληνικά ραδιοφωνικά προγράμματα. Η μόνη πηγή πληροφοριών, υποθέτω, ήταν η ελληνική εφημερίδα Το Φως που εκδιδόταν στη Μελβούρνη.

Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, με τίτλο «Πρόλογος», ο Στάθης μάς δίνει, με τον δικό του ποιητικό τρόπο, τη θεματογραφία της ποιητικής αυτής συλλογής.
Ακολουθούν οι τρεις πρώτες από τις επτά στροφές του ποιήματος:

Όνειρα, αγάπες, νοσταλγίες,
είναι ο τίτλος του βιβλίου μου αυτού,
είναι μοιρολόγια, μελωδίες,
είναι θρήνος κάποιου πόνου μου κρυφού.

Είν’ σκουξίματα, της νύχτας τα τσακάλια,
είν’του γκιώνη η φωνή η λυπητερή,
είναι τα ερημοπούλια στ’ ακρογιάλια,
κι ό,τι σβήσαν, και δεν σβήσαν, οι καιροί.

Είναι η αγάπη μου η μεγάλη στην Πατρίδα,
που στα ξένα δεν την ξέχασα στιγμή,
είναι καράβι που γυρνά χωρίς πυξίδα,
και το δέρνουνε βοριάδες τρομεροί.

Στο ποίημά του «Γράμμα από το Tocumwal», κωμόπολη της Νέας Νότιας Ουαλίας, σε μικρή απόσταση από την πόλη Albury, όπου υπηρέτησε ένα μέρος της στρατιωτικής του θητείας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Στάθης απευθύνεται στον αδελφό του Νάκη, και κάνει αναφορά σε άλλους, ελληνικής καταγωγής, στρατιώτες ως ακολούθως:

Μα πριν από το Albury εγώ αναχωρήσω
όλους τους παλιούς φίλους μας πήγα να χαιρετήσω,
λεβέντες από την τέταρτη και έκτη κομπανία,
παιδιά όπου τα τρόμαξε όλη η Αυστραλία.

Το ποίημα αυτό ο Στάθης το κλείνει ως ακολούθως:
Χαιρέτα όσους δε τυχόν σε ερωτούν για μένα,
πρόσεχε μη στενοχωρείς τη μάνα που μας γέννα.
Αυτά, λοιπόν, προς το παρόν, και έχε το μυαλό σου,
στα γράφει αυτά ο ποιητής, Στάθης ο αδελφός σου.

Το εν λόγω ποίημα γράφτηκε το 1944. Τον Αύγουστο του 2003 έλαβα ένα δέμα από τον Στάθη. Όταν το άνοιξα, είδα τρεις τόμους μεγάλου σχήματος, με χοντρά εξώφυλλα, και με τίτλο “Biography of the Poet Stathis Raftopoulos, MBE, 1921-2000.

Στις 600 σελίδες των τριών τόμων ο Στάθης έγραψε, σε γραφομηχανή, τη βιογραφία του από τα παιδικά του χρόνια στην Ιθάκη, μέχρι το 2000 στην Μελβούρνη. Όπως θα περίμενε κάποιος που γνώρισε τον Στάθη, παράλληλα με λεπτομέρειες από την προσωπική και οικογενειακή του ζωή, και τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, ο Στάθης δίνει πολύτιμες πληροφορίες γύρω από την ομογένεια της Μελβούρνης από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 μέχρι το 2000.

Ανέφερα το περιστατικό αυτό για να συνδέσω τον τελευταίο στίχο «στα γράφει αυτά ο ποιητής, Στάθης ο αδελφός σου», του παραπάνω ποιήματος, με τον τίτλο που επέλεξε 59 χρόνια αργότερα για τα Απομνημονεύματά του “Biography of the Poet Stathis Raftopoulos”. Από την αντιπαραβολή αυτή διαπιστώνουμε πως, παρ’ όλες τις πολλές ενασχολήσεις του κατά τη διάρκεια του βίου του, η ιδιότητα του ποιητή για τον Στάθη υπερείχε όλων των άλλων.

Το ποίημα «Το μέλλον μου» είναι ενδεικτικό της λυρικής ποίησης του Στάθη. Δυστυχώς τα λυρικά του ποιήματα δεν είναι γνωστά στην πλειονότητα των ομογενών, γιατί δεν απαγγέλθηκαν σε δημόσιες εκδηλώσεις, και ως εκ τούτου η εσφαλμένη, και άδικη κατά την άποψή μου, αντίληψη, που επικράτησε ότι ο Στάθης ήταν απλώς ένας περιστασιακός ποιητής.
Ακολουθούν κάποιες από τις στροφές του ποιήματός αυτού:
Το μέλλον μου
Εάν της τύχης είν’ γραφτό
πάντα φτωχός να ζήσω,
ένα βιολί θα φορτωθώ
τον κόσμο να γυρίσω.

Εκείνον θε να μιμηθώ
το διακονιάρη το φτωχό,
με το σακί στον ώμο,
και σαν κι εκείνον θα γυρνώ
απ’ το πρωί έως το δειλινό
στον άγνωστο το δρόμο.
…………………………
Θα βάλω τις δυνάμεις μου
να φθάσω στην Ιθάκη,
εκεί που είναι το σπιτάκι μου
κάτω στο Πηγαδάκι.

Κι εκεί, στον ίσκιο δροσερής
ελαίας θα πλαγιάσω,
τη ματαιότητα αυτού
του κόσμου να ξεχάσω.

Και τα εθνικά θέματα έχουν τη θέση τους στην συλλογή «Νοσταλγίες και Όνειρα». Το 1948, στις εορταστικές εκδηλώσεις στην Μελβούρνη για την 25η Μαρτίου, ο Στάθης απήγγειλε το ποίημα «Στην Δωδεκάνησο».

Για την ιστορία αναφέρω εδώ πως τα Δωδεκάνησα το 1911 είχαν περιέλθει στην κατοχή της Ιταλίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα αποφασίστηκε στο Παρίσι από το Ανώτατο Συμβούλιο των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων τον Φεβρουάριο του 1947 και επικυρώθηκε με την Ελληνοϊταλική Συνθήκη Ειρήνης που υπογράφηκε τον ίδιο μήνα στο Παρίσι.

Η επίσημη τελετή της ένωσης έγινε στις 7 Μαρτίου 1948 πανηγυρικά, και μέσα σε άκρατο ενθουσιασμό των κατοίκων της Δωδεκανήσου.
Εν όψει αυτών των εξελίξεων προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Στάθης, στην μακρινή Αυστραλία, γνώριζε στις 25 Μαρτίου 1948 πως τα Δωδεκάνησα είχαν επισήμως ενσωματωθεί με την Ελλάδα λίγες ημέρες νωρίτερα.

Στην τρίτη στροφή του ποιήματός του ο Στάθης, απευθυνόμενος στην Δωδεκάνησο, λέει τα ακόλουθα:

Χαίρε ω Δωδεκάνησος, Βασίλισσα Μεγάλη,
σε χαιρετούν οι Έλληνες από μιαν άκρη σ’ άλλη,
κι όλοι το γόνυ κλίνουνε ευλαβικά μπροστά σου,
στον κόσμο κι όπου βρίσκονται τα τίμια παιδιά σου.
Στην προτελευταία στροφή ο Στάθης βάζει την Ελλάδα, συγκινημένη καθώς ήταν από την επιστροφή των Δωδεκανήσων κοντά της, να ρωτάει με θλίψη γιατί και τα δύο άλλα της παιδιά, η Κύπρος και η Βόρειος Ήπειρος, δεν επέστρεψαν στην μητρική αγκαλιά.
Η απάντηση σε αυτήν την απορία δίνεται στην τελευταία στροφή του ποιήματος:
Κάνε μανούλα υπομονή, έχε ακόμη ελπίδες,
κι η Κύπρος και η Ήπειρος πίσω θα έρθουν πάλι,
μόλις θα σπάσουνε κι αυτές τις μαύρες αλυσίδες,
να κάνουνε τη μάνα μας μια μέρα πιο μεγάλη.

Μάλιστα. Το 1948 ο Στάθης Ραυτόπουλος, από τη Μελβούρνη της Αυστραλίας, έθετε το ερώτημα πότε θα λυνόταν το Κυπριακό και το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα, όταν στην ίδια την Ελλάδα τα θέματα αυτά αποτελούσαν ταμπού, και καμιά μνεία γι’ αυτά δεν γινόταν στα σχολικά βιβλία.
Είναι κι αυτή μια άλλη πρωτιά του Απόδημου Ελληνισμού στα εθνικά θέματα…

Συνεχίζεται…