Συνεχίζω με σχόλια για την ποιητική συλλογή του Στάθη Ραυτόπουλου «Νοσταλγίες και Όνειρα», με την οποία ασχολήθηκα την περασμένη Πέμπτη.
Από το 1934 που ήρθε στην Αυστραλία, το 1951 ο Στάθης έκανε την πρώτη του επίσκεψη στην Ιθάκη. Τον μάγεψαν οι Θιακοπούλες με την ομορφιά και τη χάρη τους, και κάνει έκκληση στην μούσα του να τις εξυμνήσει.

Παραθέτω δύο από τις έντεκα στροφές του ποιήματος, στις οποίες ο λυρισμός του Στάθη φτάνει σε νέα ύψη.

Θιακοπούλες
Μούσα μου πάρ’ τη λύρα την παλιά
που κρέμεται στον τοίχο σκονισμένη
και ψάλε με τη θεία σου λαλιά
ό,τι πιο ωραίο μες το Θιάκι απομένει.
………………………………………………………
Ω Θιακοπούλες καστανές, μελαχροινές,
που σας θρέφει του νησιού μας το αγέρι,
σαν ανθισμένες είσθε αμυγδαλιές,
σαν ρόδα που ανθούν το καλοκαίρι.

Η ποιητική συλλογή «Νοσταλγίες και Όνειρα» κλείνει με το ποίημα «Στα τραγούδια μου». Αν το ποίημα αυτό είναι χρονολογικά από τα τελευταία της συλλογής, ο Στάθης τότε θα ήταν νέος 30 ετών. Και όμως, δείχνει μια ασυνήθιστη για την ηλικία του ωριμότητα.
Από τις έξι στροφές του ποιήματος δίνω την πρώτη, την τρίτη και την έκτη.

Στα τραγούδια μου

Φτωχά μου τραγούδια, δειλά και πονεμένα,
εσείς είστε για μένα η ελπίδα μου η κρυφή,
κι αν είμαι εδώ μόνος και έρημος στα ξένα
χαρά μόνο κοντά σας ευρίσκω και ζωή.
…………………………………………………………………….
Τραγούδια μου ποιος ξέρει σαν ποιοι θα σας διαβάσουν,
ποιος ξέρει αν θα δακρύσει για σας καμιά καρδιά,
ή μήπως στα σκουπίδια με μίσος σας πετάξουν,
ή μήπως για προσάναμμα σας ρίξουν στη φωτιά.
……………………………………………………
Κι αν τύχει εδώ στα ξένα μια μέρα να πεθάνω,
μακριά απ’ της Ελλάδας το γαλανό ουρανό,
να έρχεσθε φτωχά μου στο μνήμα μου επάνω
ν’ ακούω τη φωνή σας, που τόσο νοσταλγώ.

Καϋμοί της Ξενητειάς, 1971
«Καϋμοί της Ξενητειάς» είναι ο τίτλος της τρίτης ποιητικής συλλογής του Στάθη Ραυτόπουλου, η οποία δημοσιεύθηκε το 1971. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ποίημα «Στην πρεμιέρα της πρώτης ελληνικής ταινίας», καθότι αναφέρεται σε ένα σημαντικής ιστορικής σημασίας γεγονός για την ελληνική παροικία της Μελβούρνης, αλλά και για τον εν γένει Ελληνισμό της Αυστραλίας.
Η πρεμιέρα της κινηματογραφικής ταινίας της Φίνος Φίλμς «Η φωνή της καρδιάς» έγινε στο Nicholas Theatre, 148 Lonsdale St., Μελβούρνη, στις 13 Φεβρουαρίου 1949, παρουσία του Αναπληρωτή Προξένου, του Προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας, και πολλών άλλων επισήμων.
Την ίδια βραδιά ο Στάθης απήγγειλε το ποίημά του «Στην πρεμιέρα της πρώτης ελληνικής ταινίας», από το οποίο δίνω δύο στροφές.

Είναι ιστορικός σταθμός ετούτη η εσπέρα
που απόψε θε να προβληθεί πρώτη φορά δω πέρα
σ’ αυτήν την παροικία,
η πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία.
………………………………………………………………………..
Εδώ μακριά στην ξενιτιά δεν θά ’μαστε πια μόνοι,
διότι σε τούτο το πανί που λέγεται οθόνη
απόψε σας υπόσχομαι μια δυο φορές το μήνα
θα φέρνω έργα εκλεκτά για σας απ’ την Αθήνα.

Το φυλακτό της μάνας
Το ποίημα «Το φυλακτό της μάνας», το οποίο ο ποιητής απήγγειλε σε υπαίθριο ρεσιτάλ στην Ιθάκη τον Ιούλιο του 1951, είναι από τα πιο λυρικά του Στάθη.
Το ποίημα αυτό είναι αφιερωμένο στη μητέρα του, η οποία, όπως γράφει ο Στάθης, «πέθανε στην ξενιτιά, και δεν αξιώθηκε να αντικρύσει τα γαλανά ακρογιάλια της φιλτάτης πατρίδος».
Το ποίημα είναι εν μέρει σε τρίτο, και εν μέρει σε πρώτο πρόσωπο, και απαρτίζεται από 18 στροφές.
Όπως περιγράφει στην πρώτη στροφή του ποιήματος, ο Στάθης ήταν μικρό παιδί (13 ετών) όταν τον πήρε ο πατέρας του στην Αυστραλία. Όταν πήγε να αποχαιρετήσει τη μητέρα του, εκείνη:
του έδωσε ένα φυλακτό, «πάρτο του λέει παιδί μου
να σε φυλάει όπου πας και νά ’χεις την ευχή μου.
Στη συνέχεια του ποιήματος ο Στάθης αναφέρεται στο πρώτο ταξίδι που έκανε στην Ιθάκη, και εξηγεί το σκοπό του ταξιδιού:
Πήγε να ξαναζήσει εκεί πάλι ένα καλοκαίρι,
να αναπνεύσει του βουνού το μυρωμένο αγέρι.
Κι είπε, πατρίδα μου γλυκιά, ήρθα ξανά κοντά σου,
κοντά στην τόση δόξα σου, στην άφθαστη ομορφιά σου.
Θέλω να πίνω τη δροσιά του γαλανού ουρανού σου,
ν’ ακούω κελαϊδίσματα στ’ αγέρι του βουνού σου.

Που κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές, τις ράχες γύρω γύρω,
και που σκορπά ο ζέφυρος κάθε ευωδιά και μύρο.
Στ’ ακροθαλάσσι θά ’θελα κει να μου σκάψουν μνήμα,
για νά ’χω για νανούρισμα το γαλανό το κύμα,
ή σε μια άκρη που οι μυρτιές κι οι αγράμπελες ανθούνε
αυτά τα λίγα κόκκαλα για να ξεκουραστούνε.

Ο Στάθης έχασε τη μητέρα του το 1955, σε ηλικία 56 ετών, όταν ο ίδιος έλειπε στην Ιθάκη. Το γεγονός αυτό τον συγκλόνισε κυριολεκτικά, όπως διαπιστώνουμε από τα τρία ποιήματα της ποιητικής συλλογής αφιερωμένα στη μνήμη της μητέρας του.
Στο ποίημα «Γυρισμός» ο Στάθης εκφράζει τα συναισθήματά του όταν επέστρεψε στην Μελβούρνη μετά το θάνατο της μητέρας του.
Το ποίημα αρχίζει ως ακολούθως:
Σαν του φθινόπωρου λουλούδι μαραμένο
που ο άνεμος το παίρνει μ’ απονιά,
σα βότσαλο που κύμα μανιασμένο
στους βράχους το χτυπά στην αμμουδιά.

Μες του χειμώνα την καρδιά την κρύα
εγύρισα στο σπίτι μου ξανά,
με πόνους και με θλίψεις, μ’ αγωνία,
και με σβησμένη κάθε ελπίδα και χαρά.

Λίγο χώμα απ’ τη γη την τιμημένη,
απ’ τον τάφο των γονιών της το φτωχό,
το έφερα κρυφά εδώ στην ξένη,
και τό ’ριξα στο μνήμα το ψυχρό.

Της είπα – σού ’φερα μανούλα λίγο χώμα,
δώρο απ’ τους γέρους σου γονείς,
και λίγα μοσχολούλουδα ακόμα,
σπέρματα κι αυτά της μάνας γης.

Στο ποίημα αυτό, όπως και στα περισσότερα από τα άλλα του ποιήματα, βλέπουμε τον άρρηκτο δεσμό του Στάθη με την Ιθάκη, κι ας ήταν 13 χρόνων παιδάκι όταν ο πατέρας του τον έφερε στη Αυστραλία.

Συνεχίζεται την ερχόμενη Πέμπτη.