Νίκη της παροικίας χαρακτηρίζουν ομογενείς εκπαιδευτικοί την ακύρωση απόφασης της Επιτροπής Διαμόρφωσης του Εθνικού Προγράμματος Διδασκαλίας Γλωσσών (ACARA), να συμπεριλάβει την ελληνική γλώσσα στο Εθνικό Πρόγραμμα ως γλώσσα διδασκόμενη σε μαθητές και μαθήτριες ελληνικής καταγωγής, μόνο (…to learners who have some background in the language).

Η απόφαση πρόβλεπε την περίληψη στο Εθνικό Πρόγραμμα ενός επιπέδου διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας για το Δημοτικό και Γυμνάσιο (Πρώτη Τάξη Δημοτικού μέχρι Τετάρτη Τάξη Γυμνασίου) και σε μαθητές με «πολιτιστικό υπόβαθρο στη γλώσσα», αντί της περίληψης της ελληνικής ως «δεύτερης ξένης γλώσσας» και στο επίπεδο που διδάσκονται η Γαλλική, η Γερμανική, η Ινδονησιακή, η Ιταλική, η Ιαπωνική, η Κορεάτικη και η Ισπανική (…Pitched to second language learners)».

Η απόφαση αυτή υποβίβαζε την ελληνική γλώσσα στο επίπεδο της Αραβικής και της Βιετναμέζικης «ως γλώσσα κοινοτήτων» -υποβάθμιση που αγνοούσε τη σημασία της ελληνικής γλώσσας- και απέκλειε τη διδασκαλία της σε μαθητές και μαθήτριες που δεν έχουν σχέση με την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό – ελληνικής και μη καταγωγής.

Με πρωτοβουλία του Γραφείου Συντονιστή Εκπαίδευσης οργανώθηκε παναυστραλιανή τηλεδιάσκεψη –17 Σεπτεμβρίου 2012– με τους φορείς που εμπλέκονται στην Εκπαίδευση και συνεκτιμήθηκε, ότι «αν και θα ήταν ιδανικό να αναπτυχθούν περισσότερα από ένα επίπεδα διδασκαλίας (όπως συμβαίνει με την Κινεζική γλώσσα), το επίπεδο διδασκαλίας που αντιπροσωπεύει καλύτερα τις τωρινές αλλά και τις μελλοντικές ομάδες των μαθητών μας, είναι αυτό που χαρακτηρίζεται ως δεύτερη ξένη γλώσσα (δηλαδή, ό,τι ακριβώς προβλέπεται για τα Γαλλικά, Γερμανικά, Ινδονησιακά, Ιταλικά, ιαπωνικά, Κορεατικά και Ισπανικά) και όχι όπως έχει προταθεί, μόνο για μαθητές που διαθέτουν το ανάλογο πολιτισμικό υπόβαθρο» («Ν.Κ.», 4/10/2012).

Επικαλούμενο στοιχεία της απογραφής πληθυσμού του 2011 το Γραφείο Συντονιστή Εκπαίδευσης, που συντόνιζε την παρέμβαση της ομογένειας, επισήμανε στην Επιτροπή ACARA:
«…44,8% από αυτούς που δήλωσαν ότι είναι «ελληνικής καταγωγής», ήταν δεύτερης γενιάς Αυστραλοί και το 24,3% ήταν τρίτης γενιάς. Αντανακλώντας τη μεταβαλλόμενη φύση της κοινότητάς μας, το 26,2% ανέφερε, επίσης, «άλλη καταγωγή». Με άλλα λόγια, αν και η πολιτιστική παράδοση εντός της ελληνοαυστραλιανής κοινότητας παραμένει ισχυρή, τα αγγλικά είναι η κυρίαρχη γλώσσα ανάμεσα σε μαθητές που διδάσκονται τα Νέα Ελληνικά στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση».

Η επιστολή του Γραφείου Συντονιστή Εκπαίδευσης πρόσθετε:
«Η διδασκαλία των Γλωσσών, όπως τονίζεται στο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, είναι ένας από τους βασικούς τομείς μάθησης και βασικό συστατικό της εκπαιδευτικής εμπειρίας όλων των μαθητών. Σύμφωνα, λοιπόν, με το πνεύμα και το σκεπτικό αυτό η ανάπτυξη της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας θα μπορέσει να:

– Ενεργοποιήσει όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από το πολιτιστικό και γλωσσικό υπόβαθρό τους να συμμετάσχουν στην εκμάθηση της Νέας Ελληνικής, αν το επιλέξουν. Στο πλαίσιο αυτό, η αξία της Νέας Ελληνικής θα αποτελέσει επιπλέον εφόδιο για όλους τους μαθητές της Αυστραλίας που θα κατευθυνθούν στις Κλασικές Σπουδές, Βιβλικές Σπουδές, Ιατρική,  Φαρμακολογία κ.ά.

– Θα αγκαλιάσει τις μελλοντικές γενιές των μαθητών που επιθυμούν να σπουδάσουν Νέα Ελληνικά, ενώ παράλληλα δεν θα δημιουργήσει προβλήματα σε αυτούς που τώρα φοιτούν.

– Θα αντιμετωπίσει τη λανθασμένη, εδώ και χρόνια, αντίληψη ότι η ελληνική είναι διαθέσιμη μόνο για τους μαθητές που μιλούν την Ελληνική στο σπίτι (και η σχετική εικόνα της γλώσσας θα είναι αντικίνητρο για τη μελέτη της γλώσσας που υπάρχει σήμερα).

– Θα εξασφαλίσει το κύρος της Νέας Ελληνικής στο πλαίσιο του Αυστραλιανού Προγράμματος Σπουδών για όλες τις παρούσες αλλά και τις μελλοντικές γενιές των μαθητών».

Σύμφωνα με απόλυτα έγκυρες πληροφορίες του «Νέου Κόσμου στην τελευταία συνεδρίασή της (1η Νοεμβρίου 2012)  η Επιτροπή ACARA λαβούσα υπόψη τις υποδείξεις της ελληνικής παροικίας αποφάσισε να αλλάξει την προηγούμενη απόφασή της και να επιτρέψει την περίληψη της ελληνικής γλώσσας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών ως «δεύτερη γλώσσα», στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, αλλαγή που ικανοποιεί το αίτημα της ομογένειας και διαμορφώνει νέες, θετικές προοπτικές για τη γλώσσα μας στο αυστραλιανό εκπαιδευτικό σύστημα.

Ο διευθυντής του Αυστραλιανού Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού «ΛΟΓΟΣ» και συντονιστής του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Flinders Νότιας Αυστραλίας, καθηγητής Μιχάλης Τσιανίκας, θεωρεί «απόλυτα θετική» την απόφαση της ACARA.
«Η νέα απόφαση της ACARA ικανοποιεί πλήρως το αίτημα της ομογένειας να περιληφθεί η γλώσσα μας στο εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας ως «δεύτερη γλώσσα» δήλωσε στο «Νέο Κόσμο».

«Αναβαθμίζει την ελληνική γλώσσα στην Αυστραλία, ως γλώσσα ευρείας ζήτησης από μαθητές ελληνικής και μη καταγωγής. Πρόκειται για απόλυτα θετική απόφαση, η οποία ανοίγει νέες προοπτικές για το μέλλον».

Ο κ. Τσιανίκας προειδοποιεί παράλληλα, ότι η απόφαση αυτή δεν θα πρέπει να αποτελέσει αιτία εφησυχασμού για τη μακροπρόθεσμη επιβίωση της γλώσσας μας στο εκπαιδευτικό σύστημα της Αυστραλίας. Απεναντίας, υποστηρίζει, η απόφαση της ACARA πρέπει να αποτελέσει κίνητρο νέας, συντονισμένης εκστρατείας για τη διασφάλιση του μέλλοντος της γλώσσας μας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

«Βασικά, το μέλλον της γλώσσας μας στην Αυστραλία θα εξαρτηθεί από τις υποδομές που θα δημιουργήσουμε, από τα μακροπρόθεσμα προγράμματα και προτάσεις που θα υποβάλλουμε στα αρμόδια όργανα της πολιτείας καθώς και από τον τρόπο με τον οποίον θα εργαστούμε για να θωρακίσουμε τη γλώσσα μας έναντι των δημοφιλέστερων ευρωπαϊκών και ασιατικών γλωσσών.

Κοντολογίς, οφείλουμε σαν παροικία, που ενδιαφέρεται πραγματικά για το μέλλον της γλώσσας μας να δημιουργήσουμε υποδομές οι οποίες θα επιτρέπουν τη διδασκαλία της με μίνιμουμ κόστος στο σύστημα.

Για παράδειγμα, πρέπει να διαμορφώσουμε προγράμματα διδασκαλίας της γλώσσας μέσω διαδικτύου, να αναλάβουμε, ως ομογένεια, τη χρηματοδότηση των μισθών εκπαιδευτικών και την παροχή υποτροφιών. Μόνον έτσι θα διασφαλίσουμε τη μακροβιότητα της γλώσσας στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Επί τη ευκαιρία να σας πληροφορήσω, ότι από το 2014 θα λειτουργήσει στο Πανεπιστήμιο Griffith της Κουηνσλάνδης το διαδικτυακό πρόγραμμα διδασκαλίας ελληνικών σε επίπεδο Major. Σε τέτοια προγράμματα πρέπει να επικεντρώσουμε ενισχύοντας, παράλληλα, κάθε πρόγραμμα ώστε να κρατάμε ανοιχτές τις πόρτες των πανεπιστημίων» κατέληξε ο καθηγητής Τσιανίκας.

«Απόλυτα θετική» χαρακτηρίσει την απόφαση της ACARA και ο συντονιστής Εκπαίδευσης, κ. Βασίλειος Γκόκας.
«Αυτή η εξέλιξη είναι αναμφισβήτητα μεγάλη επιτυχία για το μέλλον της διδασκαλίας της Γλώσσας μας στη χώρα» δήλωσε στο «Νέο Κόσμο».
«Θα πρέπει να μας δημιουργήσει μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης και να μας παρακινήσει στη λήψη σημαντικών αποφάσεων, ώστε να εξασφαλίσουμε την εφαρμογή της. Το βάρος γι΄ αυτό θα επωμισθούν κυρίως οι ομογενείς εκπαιδευτικοί καθώς και οι παροικιακοί φορείς, που στηρίζουν την Ελληνομάθεια. Ό,τι επετεύχθη είναι προϊόν συνεργασίας πολλών φορέων και, κυρίως, οφείλεται στην πολύτιμη συνεισφορά προσώπων που εργάζονται άοκνα, σιωπηρά και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Η Ελληνόγλωσση εκπαίδευση στην Αυστραλία διέρχεται μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, τόσο λόγω της αλλαγής των δημογραφικών μεταβολών (διαδοχή των γενεών) όσο και των νέων μέσων και τρόπων προσέγγισης της διδασκαλίας με την χρήση των νέων τεχνολογιών.
Απαιτείται μια καλύτερη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων ομογενειακών φορέων για να υπάρξουν συντονισμένες και συλλογικές δράσεις σε παναυστραλιανό επίπεδο. Εκτός των άλλων, πρέπει να οργανωθεί μια καμπάνια για την προβολή της Ελληνικής Γλώσσας που να απευθύνεται σε όλους τους πολίτες της χώρας. Είναι ανάγκη να συσταθεί ένα σώμα αποτελούμενο από προσωπικότητες κύρους από όλες τις Πολιτείες της Αυστραλίας, που θα αναλάβουν κάτι τέτοιο και που θα προσπαθήσει να αναζητήσει χορηγούς ώστε να εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι.

Η πατρίδα μας, παρ’ ότι δεν μπορεί, λόγω της οικονομικής συγκυρίας, να στηρίξει με αποσπασμένους εκπαιδευτικούς και πόρους το τεράστιας εθνικής σημασίας αυτό έργο, με τον τρόπο που έκανε παλαιότερα, εντούτοις χαράζει μια νέα στρατηγική ώστε να βοηθήσει προκειμένου να μη χαθούν όσα με πολύ κόπο έχουν χτιστεί για πολλές δεκαετίες» κατέληξε ο κ. Γκόγκας.