Την Παρασκευή, 9 Νοεμβρίου έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 81 ετών, ο πολύ γνωστός στην ομογένεια της Αυστραλίας, πανεπιστημιακός, κριτικός και μελετητής της Ελληνοαυστραλιανής Λογοτεχνίας, καθηγητής Κώστας Καστανάς, γνωστότερος ως Con Castan.

Ο μεταστάς γεννήθηκε στην Βρισβάνη το 1931, σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και πήρε διδακτορικό από βρετανικό πανεπιστήμιο. Δίδαξε επί σειρά ετών στο Τμήμα Αγγλικών του Πανεπιστημίου Κουϊνσλάνδης του οποίου υπήρξε και διευθυντής του Κέντρου Αυστραλιανών Μελετών (Australian Studies Centre) καθώς και πρόεδρος του Συνδέσμου Αυστραλιανών Μελετών (Australian Studies Association).

Ο αοίδιμος καθηγητής υπήρξε ιδιότυπη περίπτωση πνευματικού ανθρώπου στον αυστραλιανό χώρο, όπου ο όρος Ελληνοαυστραλός ή Αυστραλοέλληνας βρήκε στο πρόσωπό του ιδανική ενσάρκωση. Γιατί ο Κώστας, αν και αυστραλογεννημένος, δεν ξέχασε ποτέ την ελληνική καταγωγή του παρ’ ότι οι πρόγονοί του ήρθαν στην Αυστραλία στα 1890. Έτσι, μολονότι γεννήθηκε και μεγάλωσε μακριά από τα μεγάλα κέντρα του αυστραλιώτη ελληνισμού, σε μεγάλη ηλικία αποφασίζει να μάθει την ελληνική γλώσσα και να ενδιατρίψει γενικότερα στον ελληνικό πολιτισμό. Επιπλέον, αποφασίζει να ασχοληθεί ενεργά και με την Ελληνοαυστραλιανή Λογοτεχνία, όχι ως πάρεργο αλλά ισοδύναμα με τα άλλα ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα – δηλαδή την αγγλική λογοτεχνία που ήταν η ειδικότητά του.

Δεν αρκέστηκε όμως σ’ αυτά. Διεύρυνε τους ορίζοντες των ενδιαφερόντων του αναφορικά με τον ελληνισμό, δραστηριοποιούμενος με ζήλο εντός της ελληνικής παροικίας της Βρισβάνης, μέσα από ελληνικές ραδιοφωνικές εκπομπές, πνευματικούς συλλόγους που ο ίδιος ίδρυσε (όπως τον Πολιτιστικό Σύλλογο «Διονύσιος Σολωμός», τον Σύλλογο Μικρασιατών κ.ά.), πολιτιστικά δρώμενα (διαλέξεις, θεατρικές παραστάσεις κ.λπ.). Και όλα αυτά με απώτερο σκοπό την ανιδιοτελή προώθηση και προβολή του ελληνικού πολιτισμού, όχι μόνο στην ελληνική παροικία αλλά και στον ευρύτερο αυστραλιανό χώρο.

Δεν θυμάμαι πότε και πού ακριβώς πρωτογνωριστήκαμε με τον Κώστα Καστανά. Πιθανότατα στη Μελβούρνη, σε κάποιο από τα Συνέδρια Νεοελληνικών Σπουδών, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με αρχές του ’80. Σχεδόν από την πρώτη στιγμή ταιριάξανε τα χνώτα μας, προφανώς επειδή και οι δυο ήμασταν ντόμπροι και «τσεκουράτοι» χαρακτήρες, δεν μας ενδιέφερε να «χαϊδεύουμε αυτιά» για να είμαστε αρεστοί και δεν διστάζαμε να λέμε δυνατά και άφοβα τα πράγματα με τ’ όνομά τους, χωρίς να νοιαζόμαστε αν και ποιους θα δυσαρεστήσουμε. Γι’ αυτό και ανέκαθεν υπήρχε μεγάλη αλληλοκατανόηση, σεβασμός και αμοιβαία εκτίμηση, που κράτησε ως το τέλος – όχι ιδιαίτερα σύνηθες φαινόμενο στο χώρο μας. Υπήρχε, βέβαια, κάποιο συγκεκριμένο φιλολογικό ζήτημα για το οποίο λογομαχούσαμε πού και πού. Επειδή, όμως, ουδέποτε κατάφερε να πείσει ο ένας τον άλλον, αποδεχτήκαμε τη… μοίρα μας. Αποφασίσαμε, δηλαδή, να «συμφωνήσουμε ότι… διαφωνούμε» και μάθαμε να ζούμε μ’ αυτό…

Για τη σχέση μου με τον Κώστα θα μπορούσα να γράψω πολλά. Ο χώρος, όμως, δεν το επιτρέπει. Οφείλω να πω όμως ότι για μένα ο Κώστας –εκτός από λαμπρός επιστήμονας και έξοχος μελετητής της Ελληνοαυστραλιανής Λογοτεχνίας (από τους «εγκυρότερους» όπως σωστά αναφέρει ο Δρ. Βρασίδας Καραλής στο εκτενές δοκίμιό του για το δικό μου βιβλίο που δημοσιεύτηκε στο περ. «Διαβάζω»)– υπήρξε και ένας ωραίος, αξιόλογος, αξιοπρεπής και αξιαγάπητος άνθρωπος. Ένας θαυμάσιος φίλος, που, σαν το μακαρίτη Γιώργο Σαββίδη (το σημαντικότερο μελετητή του Καβάφη), τρελαινόταν για καλό φαγητό, καλό κρασί, καλαμπούρια, συνοδευόμενα από καλή παρέα και ενδιαφέρον λογοτεχνικό κους-κους… Με το ίδιο πάντα παράπονο κάθε φορά που τρώγαμε παρέα: «Γιατί, μωρέ Γιάννη, να μην έχουν εφεύρει έναν τρόπο να τρώμε όσο θέλουμε χωρίς να παχαίνουμε;…»

 Ορισμένα σύντομα στιγμιότυπα-highlights από τη σχέση μου με τον εκλιπόντα, που έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη μου είναι τα εξής: (i) Αν θυμάμαι σωστά, ο Κώστας ήταν ο πρώτος σοβαρός κριτικός που ασχολήθηκε με οξυδέρκεια και εμπεριστατωμένα με το πρώτο μου θεατρικό «Η Ταυτότητα», χαρακτηρίζοντάς το «γλωσσικά πρωτοποριακό» στο εγκυρότερο επιστημονικό περιοδικό «Australian Drama Studies». Αυτό συνέβαλε, ως ένα σημείο, στο να μου ανοιχτούν πολλές πόρτες στη μετέπειτα συγγραφική μου καριέρα, να πάρω πολλές κρατικές χορηγίες κτλ. Γιατί, προφανώς, η «υπογραφή» του Κώστα ως έγκυρου επιστήμονα μετρούσε πολύ.
(ii) Όταν η αλήστου μνήμης Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού διοργάνωσε μια φιλολογική βραδιά για να με τιμήσει στην Αθήνα στις αρχές του 1991, όταν ανέβηκα στο βήμα, διαπίστωσα εμβρόντητος ότι πρώτοι στα μπροστινά καθίσματα των επισήμων κάθονταν… ο Κώστας με τη σύζυγό του Βούλα! (Ήταν από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις και συγκινητικές εμπειρίες της ζωής μου…).

(iii) Η ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη-συγκίνηση όμως για μένα ήταν η εξής: Χωρίς να μου πει ποτέ τίποτα ο Κώστας, διαπίστωσα –εντελώς συμπτωματικά– ότι είχε κάνει μια διθυραμβική κριτική για την αγγλική έκδοση του βιβλίου μου «The Shipwreck of the SOS – Profile of Tyranny» το οποίο είχε συμπεριλάβει η γνωστή κριτικός της εφημερίδας «The Age», Helen Daniel, στο βιβλίο της «The Good Reading Guide» ως ένα από τα καλύτερα βιβλία της τελευταίας 20ετίας!
(iv) Μετά από πρότασή μας, δέχτηκε να γράψει –σε χρόνο-ρεκόρ– την καλύτερη ίσως μελέτη του για την Ελληνοαυστραλιανή Λογοτεχνία, ως Εισαγωγή στην κλασική και δυσεύρετη πια δίγλωσση επετειακή ανθολογία «Reflections – selected works from Greek-Australian literature» που εξέδωσε ο Elikia Books επ’ ευκαιρία του εορτασμού των 200 χρόνων της Αυστραλίας.

Χωρίς να παραβλέπει ή να υποτιμά κανείς τη γενικότερη συμβολή του Κώστα Καστανά στην αγγλική φιλολογική επιστήμη γενικότερα, φρονώ ότι ο τελευταίος θα μείνει κυρίως ως ένας απ’ τους δυο-τρεις εγκυρότερους μελετητές της Ελληνοαυστραλιανής Λογοτεχνίας που όχι μόνο την πρόβαλε και την ανέδειξε μέσα από τα ποικίλα δημοσιεύματα και βιβλία του αλλά, παράλληλα, αναδείχτηκε και ο ίδιος μέσα απ’ αυτήν. Μοιάζει δηλαδή με την περίπτωση του γνωστού λόγιου Δημήτρη Μαρωνίτη, ο οποίος, μολονότι καθηγητής της κλασικής ελληνικής φιλολογίας, διακρίθηκε κυρίως από την ενασχόλησή του με τη νεότερη ελληνική γραμματεία.

Τέλος, θεωρώ ότι ο Κώστας Καστανάς, μαζί με τον αείμνηστο φιλέλληνα και λόγιο, Φίλιπ Γκράντι, αποτελούν τους σημαντικότερους στυλοβάτες των ελληνικών γραμμάτων στους Αντίποδες. Εξ ου και όλη η Ομογένεια –ειδικότερα, όμως, όσοι από εμάς ευεργετηθήκαμε από αυτούς (όπως λ.χ. οι Δ. Τσαλουμάς, Δ. Τζουμάκας, Β. Καλαμάρα, ο υποφαινόμενος) οφείλουμε να τους ευγνωμονούμε εσαεί. Γιατί ό,τι έκαναν το έκαναν ανιδιοτελώς, με πάθος, μεράκι και αγάπη για τον ελληνισμό. Γι’ αυτό και το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποτίουμε φόρο τιμής στη μνήμη τους.

Το έργο του Κώστα Καστανά, ως πνευματικός φάρος, θα αποτελεί σημείο αναφοράς για τις επόμενες γενιές.
Καλό σου ταξίδι φίλε Κώστα!