Έδυσε ο αντισυμβατικός συγγραφέας και δημοσιογράφος Πάνος Γεωργίου (1941-2020)

Ο Εμφύλιος Πόλεμος τού έδωσε πολύ πόνο, πολλή πίκρα, αλλά δεν τον κατέβαλε, δεν τον νίκησε. Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να δει με μίσος τον συνέλληνα και ισάδελφό του

 

Μία από τις πιο έντιμες και αληθινές φωνές της δημοσιογραφίας και της παροικιακής ηθογραφίας, ο ψηλός Θεσσαλονικιός, ίσως ο περισσότερο αντισυμβατικός συγγραφέας σατιρικών περιστατικών της ζωής του Έλληνα της Αυστραλίας, ο Πάνος Γεωργίου, ο οποίος είκοσι ολόκληρα χρόνια έδωσε θηριώδη μάχη με την ασθένεια πάρκινσον, εγκατέλειψε τα γήινα την Κυριακή.

Άνθρωπος με φυσικό και απόλυτα έμφυτο χιούμορ, φοβερά ευφυής σατιριστής, απίθανα κωμικός, επί τριάντα και πλέον χρόνια δημοσίευε στον Νέο Κόσμο και στον Πανελλήνιο Κήρυκα σατιρικά άρθρα και κωμωδίες. Αντλώντας τα θέματά του από την καθημερινότητα των Ομογενών, κυρίως μέσα σε ένα κουρείο, ή ένα μανάβικο, ή «φαστφουτάδικο», χρησιμοποιώντας ζωντανές εικόνες από τη ζωή των επαγγελμάτων και των ασχολιών των Ελλήνων κατέγραφε, χούγια και αδυναμίες, σκορπώντας το γέλιο και την ευθυμία. Είναι ο μοναδικός συγγραφέας, απ’ ότι γνωρίζω, παγκοσμίως, που έγραψε τις κωμωδίες του όλα αυτά τα χρόνια και εξέδωσε βιβλίο, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά την Ελληνική εθνόλεκτο της Αυστραλίας, τη μη συμβατική νόρμα που είναι αποτέλεσμα της δια-γλωσσικής επαφής της Ελληνικής με την Αγγλική και την οποία χρησιμοποιούν στην ομιλία τους οι Ελληνο-Αυστραλοί. Εκατοντάδες Έλληνες, μετανάστες της πρώτης γενιάς, είχαν την ευκαιρία να διαβάσουν τα σατιρικά χρονογραφήματά του και να απολαύσουν το έμφυτο ταλέντο του.

Μετανάστης ο ίδιος από τη Θεσσαλονίκη βρέθηκε στην Αυστραλία, όπου αφού περιηγήθηκε ορισμένα εποχικά επαγγέλματα κατέληξε εκεί που τον είχε ορίσει το χάρισμα και το απύθμενο ταλέντο του. Αρχικά από αρθρογράφος, ανέλαβε, στη συνέχεια, τη σύνταξη και διοίκηση των εφημερίδων Νέα Πατρίδα και Πανελλήνιος Κήρυκας στη Μελβούρνη, ενώ αργότερα συνεργάστηκε ως αθλητικογράφος και αρχισυντάκτης της εφημερίδας Αθλητική Ηχώ, που εξέδιδε αρχικά ο αείμνηστος Πέτρος Πετράνης και στη συνέχεια ο Δημήτρης Μπακατσούλας, τον οποίον ο Πάνος Γεωργίου, εύστοχα, αποκαλούσε «Ρούμπερτ Μέρτοχ». Από οποιαδήποτε θέση ευθύνης στις εφημερίδες, δεν δραπέτευσε ούτε μία φορά από το να παρακολουθεί επί 40 χρόνια όλες τις δραστηριότητες του ελληνικού ποδοσφαίρου, να καταγράφει τους αγώνες, να τους αναλύει, να τους σχολιάζει και να τους παρουσιάζει σε ραδιόφωνο και τις εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένης και της Αθλητικής Ηχώ. Κάτω από ήλιο και βροχή και αντίξοες καιρικές συνθήκες κατέγραφε τους αγώνες, παρείχε το σχόλιό του, δημοσίευε τις απόψεις του. Δίκαια θεωρούνταν ως ένας από τους πλέον αντικειμενικούς αθλητικογράφους της Αυστραλίας, ένας ειλικρινά καλόγνωμος σχολιαστής, ήρεμος, χωρίς πάθη, χωρίς έμφυτα συναισθήματα, αν και φανατικός Παοκτσής.

Χρόνια ολόκληρα, από το 1975, συνδεθήκαμε με φιλία και αδελφοσύνη, χωρίς να χρειαστεί ούτε μια μέρα να ανταλλάξουμε κάποια κουβέντα, για την οποία θα μετανιώναμε αργότερα. Προσηνής, καλοπροαίρετος, απόλυτα διαλλακτικός, απύθμενα αληθινός, διακρινόταν για το συμμετρικό του μουστάκι, το πλατύ του μέτωπο και την ειλικρίνεια του λόγου του. Κάθε που λάμβανε χώρα προπόνηση ή αγώνας στο γήπεδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δύο τρεις φορές κάθε μήνα, αδιάλειπτα, θα περνούσε για το κρασί, για τη συζήτηση. Να μου πει για το νέο του σατιρικό χρονογράφημα, να επαναφέρει από το παρελθόν κάποια ιστορία με Έλληνες στο τάβλι, στην πρέφα, στις κερκίδες, να γελάσουμε, να ξεχάσουμε την κόπωση της ημέρας, να καταλαγιάσει η ψυχή μας, από τις ανθρώπινες κακίες.

Οι αθλητικογράφοι της παροικίας μας (και όχι μόνο) πριν κάποιες δεκαετίες. Στο κέντρο διακρίνεται ο Πάνος Γεωργίου. Από αριστερά:  Ηλίας Ντωνούδης, Δημήτρης Μπακατσούλας, Πάνος Γεωργίου (με το μουστάκι), Πέτρος  Πετράνης, Μάνος Μήλιος, Κώστας Νικολόπουλος και καθήμενος Νίκος Κιτσάκης. Φώτο: Supplied

 

Κρυφοκοιτούσε την Ελλάς Μελβούρνης, την οποία και τιμούσε και δημόσια διακήρυττε τον ιστορικό ρόλο και τη συμβολή του Σωματείου αυτού από τα χρόνια ακόμη του αείμνηστου και «αλάθητου» Θησέα Μαρμαρά,  χωρίς ποτέ να καταγγέλλει κάτι περίεργο ή ανατρεπτικό για το σωματείο αυτό, αλλά παρέμεινε αφοσιωμένος στον Μέγα Αλέξανδρο. Γνώριζε ολόκληρο το who is who των σωματείων μας, πόσο κοστίζουν οι παίκτες, ποια ήσαν τα χούγια των Σκωτσέζων προπονητών, το παρασκήνιο των καυγάδων των σωματείων, τις αβελτερίες των διοικούντων, τις αδυναμίες των προέδρων, το περιεχόμενο των μυστικών συνεδριάσεών τους. Πάνω στο καλό κρασί και στον μεζέ, διηγούταν φοβερές ιστορίες που διαδραματίσθηκαν στα αποδυτήρια, αφηγούνταν σενάρια και υποθέσεις που καθήλωναν με το ενδιαφέρον τους, με χιούμορ και ύφος σατιρικό, ώρες ολόκληρες, να είχες όρεξη να τον ακούς.

Ποτέ δεν αναμίχθηκε στην πολιτική, αν και είχε κάθε λόγο να το πράξει. Παραδοσιακά άτομο φιλελεύθερο της κεντροαριστεράς, με κατανόηση για όλες τις ιδεολογίες, ακόμη και για τους ακροδεξιούς που σκότωσαν τη Λαμιώτισσα μητέρα του, που ήταν αντάρτισσα στα βουνά, με τον ΕΛΑΣ και αργότερα με τον Δημοκρατικό Στρατό. Ο Εμφύλιος Πόλεμος τού έδωσε πολύ πόνο, πολλή πίκρα, αλλά δεν τον κατέβαλε, δεν τον νίκησε. Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να δει με μίσος τον συνέλληνα και ισάδελφό του. Ο Πάνος Γεωργίου ήταν ο γιος της αντάρτισσας που δεν μίσησε, δεν πολέμησε, δεν καταδίκασε. Προσπάθησε ο ίδιος να νουθετήσει, να διδάξει τους άλλους με τον τρόπο του, να καταλάβουν ότι η ιστορία δεν είναι μόνον παρελθόν, αλλά είναι και μέλλον. Και το μέλλον αυτό ήθελε να το αφήσει χωρίς προκατάληψη στα παιδιά του, την Κατερίνα και τον Θωμά, να το αφήσει και στο εγγόνι του, που θα γεννηθεί σε λίγες ημέρες, μακριά από τα πάθη και τα μίση του παρελθόντος, που δεν ωφέλησαν ούτε την Ελλάδα ούτε τους Έλληνες.

Δίπλα του πάντα, του συμπαραστάθηκε η γυναίκα του Τζάνις, μια εξαιρετική και ευγενής κυρία, πρότυπο συζύγου, η οποία τον τίμησε στα πενήντα και πλέον χρόνια της συμβίωσής τους. Της αξίζει έπαινος και αναγνώριση. Όλοι οι άνθρωποι, που είχαμε την αγαθή τύχη να γνωρίσουμε τον Πάνο Γεωργίου και να μοιραστούμε μαζί μια όμορφη ζωή στα χρόνια εκείνα που οι Έλληνες πάλευαν για επιβίωση, ισοπολιτεία και αναγνώριση, τιμούμε τη μνήμη του και του υποσχόμαστε να τον θυμόμαστε με αγάπη στον εφήμερο αυτόν κόσμο.