Ξέρετε πως άρχισε το έπος της μαζικής ελληνικής μετανάστευσης του 20ου αιώνα στην Αυστραλία; Πως άρχισε το βάφτισμα του πυρός στην άλλη άκρη της γης για περίπου 150.000 Έλληνες που στην πλειοψηφία τους το πολύ να είχαν ταξιδέψει 100 χιλιόμετρα από το χωριουδάκι τους. Με ένα έγγραφο, τον τότε επίτιμο πρόξενο της Ελλάδας στην Κουινσλάνδη, Κρίστι Φριλίγκο, και τον τότε γενικό πρόξενο της Ελλάδας στην Αυστραλία, Ε. Βρισάκη, να μπαινοβγαίνουν στο υπουργείο μετανάστευσης του οποίου υπουργός ήταν τότε ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Χάρολντ Χολτ και τους γραφειοκράτες του υπουργείου να ενοχλούνται και να το κρύβουν επιμελώς.
Τα παρασκήνια μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας της ΔΕΜΕ (όπως έγινε γνωστή σε όλους μας) και όπως αυτά προκύπτουν από κυβερνητικά έγγραφα της εποχής, ζωγραφίζουν μία πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα για το πώς «μαγειρεύτηκε» η σημαντική αυτή συμφωνία. Είναι διάσπαρτα από σοβαρές επισημάνσεις για το πώς έβλεπε, τω καιρώ εκείνο, η Αυστραλία την Ελλάδα και τους Έλληνες, αλλά και για το πώς έβλεπαν οι πολιτικοί της Ελλάδας το ενδεχόμενο της υπογραφής μίας τέτοιας συμφωνίας. Κάποια απ’ αυτά τα έγγραφα θα τα δείτε σε σχετική έκθεση του Ελληνικού Μουσείου. Εμείς επιλέξαμε κάποια από τα στοιχεία που συμπεριλαμβάνουν, αστεία και σοβαρά για να σας τα παραθέσουμε σήμερα.
«ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΤΙΜΑΤΕ ΤΟΥΣ ΙΤΑΛΟΥΣ (;)»
Όπως διαβάσατε παραπάνω, το παζάρεμα για τη συμφωνία άρχισε όταν οι τότε ομογενείς που είχαν εγκατασταθεί στην Αυστραλία άρχισαν να διερωτώνται γιατί η Αυστραλία προτιμούσε να βοηθήσει Ιταλούς και Ολλανδούς να έρθουν στην χώρα και όχι και Έλληνες.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι αναμνήσεις από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ακόμα νωπές στις μνήμες όλων την εποχή εκείνη και η βοήθεια στους Ιταλούς έχει δημιουργήσει και τις σχετικές αντιδράσεις.
Μέχρι τότε, βλέπετε, οι Έλληνες που έρχονταν στην Αυστραλία ήταν μέλη της οικογένειας των ήδη μεταναστών και πλήρωναν μόνοι τους για το ταξίδι και όποια άλλα έξοδα προέκυπταν.
Με το δίκιο τους, λοιπόν, οι τότε ομογενείς στην Αυστραλία άρχισαν να πιέζουν τις Αρχές. Βασικό τους επιχείρημα ήταν σε απλή γλώσσα το… «οι Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων κ.κ. Αυστραλοί και εσείς τώρα, αντί να βοηθάτε τους συμμάχους σας που έχουν ανάγκη, βοηθάτε τους εχθρούς σας».
Η κόντρα με τους Αυστραλούς που προτιμούσαν τους Ιταλούς, οξύνθηκε στα μέσα του 1951. Λίγο καιρό πριν η αυστραλιανή κυβέρνηση είχε πάρει την απόφαση όλες οι αιτήσεις για βίζες σε Έλληνες μετανάστες (με έξοδα δικά τους πάντα) να στέλνονται στην Ρώμη για να επικυρωθούν και όχι στην Αθήνα. (Σας θυμίζει κάτι αυτό; Αν όχι, να σας υπενθυμίσουμε ότι πριν από περίπου δύο χρόνια όλες οι αιτήσεις και ερωτήσεις για την χορήγηση βίζας σε Έλληνες εξ Ελλάδας, πήγαιναν στο Βερολίνο).
Αυτό και αν εξόργισε την τότε ελληνική ομογένεια της Αυστραλίας. «Από τη στιγμή που πέρασε το νέο μέτρο, καμία αίτηση βίζας που έχει καταθέσει ο πράκτορας Γιώργος Τόλης, δεν έχει εγκριθεί» γράφει ο κ. Ευγένιος Gorman, πρόξενος της Ελλάδας στην Μελβούρνη το 1951, σε επιστολή του προς τον αξιωματούχο του υπουργείου Μετανάστευσης, T.H.E. Heyes. «Πιστεύουμε ότι οι Ιταλοί τις καθυστερούν σκόπιμα. Δεν νοιώθουμε άνετα να ελέγχονται οι αιτήσεις μας σε εχθρικό έδαφος» έγραφαν την ίδια εποχή ομογενείς αλλά και αξιωματούχοι των Ελληνικών προξενείων» στον κ. Χολτ.
Στην κυριολεξία, η ομογένεια τα «είχε πάρει στο κρανίο». Για τους Αυστραλούς αξιωματούχους όμως, που μπορεί να απαντούσαν σε όλες τις επιστολές που ελάμβαναν, δεν ίδρωνε αυτί.
Με τερτίπια διπλωματικά κατάφερναν κουτσά στραβά να καθυστερούν την όποια κουβέντα και οι επιστολές ταξίδευαν από το ένα τμήμα του υπουργείου στο άλλο. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα οι Αυστραλοί το έκαναν αυτό γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού τους φοβόντουσαν και κάποιες άλλες πτυχές μίας πιθανής μαζικής ελληνικής μετανάστευσης στη χώρα τους.
Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάδα δεν προσπαθούσε μόνο να σηκώσει κεφάλι εκείνη την εποχή από έναν Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και από έναν εμφύλιο. Ο ψυχρός πόλεμος γεννιόταν σε όλο τον κόσμο και οι κομμουνιστές θεωρούνταν ως «λοιμός» για τη χώρα. Δεν ήθελαν, όπως αντιλαμβάνεστε να μαζέψουν τους «κόκκινους Έλληνες» στην Αυστραλία, οπότε γενικώς «σφύριζαν» ανέμελα στα όποια διαβήματα για την έναρξη διαπραγματεύσεων για συμφωνία παρόμοια με αυτές που είχαν με άλλες χώρες. Οι Ιταλοί ήταν η «ασφαλής» λύση.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 1950
Τι γινόταν όμως στην Ελλάδα; Δεν έχετε παρά να σκεφτείτε τα παιδικά σας χρόνια (αν η ηλικία σας το επιτρέπει) εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η Ελλάδα προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της, καθώς έχει πρόσφατα βγει από τα ερείπια μιας πολυετούς εμπόλεμης κατάστασης που έχει σπείρει καταστροφή από την μία γωνιά στην άλλη.
Παρά την φτώχια, όμως, οι Ελληνίδες μάνες κάνουν πολλά, πολλά παιδιά. Το ποσοστό γεννητικότητας στην Ιταλία είναι 21,6 παιδιά ανά 1,000 κατοίκους, στην Ολλανδία 25,3 παιδιά και στην Ελλάδα 27 παιδιά, το υψηλότερο σε όλη την Ευρώπη. Οι άνδρες και οι γυναίκες 15 -39 ετών, δηλαδή αυτοί που αποτελούν το βασικό εργατικό δυναμικό της χώρας φτάνουν τα 3,3 εκατ. και ο συνολικός πληθυσμός τα 7,9 εκατ. Η ανεργία σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνή Οργανισμού Εργασίας (International Labour Organisation), τα μόνα διαθέσιμα την εποχή εκείνη, έφτανε το 25% (ίδιο ποσοστό με αυτό του 2012).
Η Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας (Food and Agriculture Organisation) του ΟΗΕ, αναφέρει ότι το 60% του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται στην γεωργία.
Στις 27 Οκτωβρίου 1951 παραιτείται η κυβέρνηση Βενιζέλου και σχηματίζεται η κυβέρνηση συνασπισμού του Ν. Πλαστήρα, μετά από άρνηση του Αλ. Παπάγου, αρχηγού της σχετικής πλειοψηφίας, να λάβει μέρος σε κυβέρνηση συνασπισμού. Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ρευστή έως ασταθής.
Και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ξεκινά το παγκόσμιο συνέδριο μετανάστευσης στις Βρυξέλες. Είναι Νοέμβρης του 1951.
ΣΥΝΕΔΡΙΟ, ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑΚΙΑ
Ο Μ. Γκούτος, ο προεδρεύων της ελληνικής αντιπροσωπείας στο συνέδριο, ζητά ευθέως από χώρες όπως τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, να δουν την θέση της Ελλάδας και να ανοίξουν τις πόρτες τους.
Στα παρασκήνια, ο Γκούτος ζητά από τον Watson, τον προεδρεύοντα της αυστραλιανής αντιπροσωπείας, να επισκεφθεί την Ελλάδα για να δει με τα μάτια του την κατάσταση που επικρατεί εκεί. «Ενδιαφερόμαστε για συμφωνία» του λέει.
Μέσα σε μία ώρα, ο Watson στέλνει τηλεγράφημα στην Καμπέρα. Στον κ. Heyes απευθύνεται, ανώτατο αξιωματούχο του υπουργείου Μετανάστευσης. Του εξηγεί τα της πρόσκλησης και τον ρωτάει… «Να πάω ή να μην πάω;». Η απάντηση άμεση… «Να μην πας». Ήδη, τα παράπονα των ομογενών είχαν πείσει την αυστραλιανή κυβέρνηση να επαναφέρει τον ειδικό της εκπρόσωπο για ζητήματα μετανάστευσης στην Αθήνα. Στην απάντησή του ο Heyes του λέει… «Άσε να πάει πρώτα ο εκπρόσωπος στην Αθήνα και βλέπουμε».
Οι ομογενείς, όμως, έχουν αρχίσει να μαθαίνουν για την σχετική κινητικότητα στο ζήτημα οπότε, παίρνουν σβάρνα τα γραφεία των εφημερίδων. Στις 30 και 31 Ιανουαρίου του 1952, η Sun και η Sydney Morning Herald, δημοσιεύουν ένα άρθρο η κάθε μία, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα παράπονα των ομογενών για το θέμα της συμφωνίας. Δηλώσεις του στιλ… «Πολύ άδικο», «Παράπονα» και «Εχθρική οι Έλληνες στον νέο εκπρόσωπο του υπουργείου μετανάστευσης στην Αθήνα» δίνουν και παίρνουν στα δημοσιεύματα.
Το θέμα δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί. Ο Χολτ κάτι πρέπει να κάνει. Το νερό έχει μπει στ’ αυλάκι. Ο πρόξενος, Βρισάκης, ζητά ακρόαση από τον υπουργό για να συζητήσουν πιθανή συμφωνία. Ο υπουργός δίνει εντολή στους ανθρώπους του στο υπουργείου να ετοιμάσουν ειδική έκθεση για την κατάσταση στην Ελλάδα. Η έκθεση ετοιμάζεται εν ριπή οφθαλμού. Ο δρόμος για την συμφωνία είχε ανοίξει… διάπλατα.
ΠΩΣ ΕΒΛΕΠΑΝ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΙ ΑΥΣΤΡΑΛΟΙ, TOTE (;)
Η έκθεση που συνέταξαν οι ειδικοί υπάλληλοι του υπουργείου Μετανάστευσης ζωγραφίζει στην ουσία τον τρόπο με τον οποίο οι Αυστραλοί έβλεπαν τότε την Ελλάδα.
«Οι Έλληνες μετανάστες που έχουν εγκατασταθεί στις ΗΠΑ και παρά το γεγονός ότι στον τόπο τους ήταν γεωργοί δεν ακολούθησαν το συγκεκριμένο επάγγελμα στην νέα χώρα εγκατάστασής τους. Μόνο 1% απ’ αυτούς εργάζεται στην γεωργία. Οι περισσότεροι ασχολούνται με το εμπόριο, άνοιξαν εστιατόρια, μικρές επιχειρήσεις και ακολούθησαν το επάγγελμα του κομμωτή» αναφέρει στην έκθεσή του το υπουργείο.
Αυτό τους έκανε εντύπωση. Δεν καταλάβαιναν πως οι αγράμματοι αγρότες πήγαιναν στην Αμερική και γίνονταν επιχειρηματίες. Το ανέφεραν όμως όπως ανέφεραν και ότι ούτε οι περισσότεροι νέοι της Ελλάδας ούτε για αγρότες δεν θα μπορούσαν να δουλέψουν στην Αυστραλία γιατί οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν στην Ελλάδα για να καλλιεργήσουν τη γη ήταν εντελώς απαρχαιωμένες.
Το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες που είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ από την αρχή του 20ου αιώνα έως και τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επέστρεφαν στην Ελλάδα μετά από λίγα χρόνια στην ξενιτιά, επίσης δεν άρεσε στους Αυστραλούς. Είχαν όμως την λύση. «Το θέμα μπορεί να λυθεί αν μαζί με τους νέους άνδρες δεχθούμε και νέες γυναίκες» λέει σε κάποιο σημείο η έκθεση.
Όσον αφορά τους λόγους που έκαναν έντονη την τάση των Ελλήνων να μεταναστεύσουν, οι Αυστραλοί εκτός από την πολιτική δίωξη πολλών Ελλήνων και τις οικονομικές συνθήκες, έβλεπαν και την έλλειψη πατριωτισμού ως σημαντικό παράγοντα. «Εν τη απουσία άλλων άυλων παραγόντων όπως αυτός του πατριωτισμού, η τάση των Ελλήνων να μεταναστεύσουν από την Ελλάδα πρέπει να είναι υψηλή» έγραφαν χαρακτηριστικά οι γραφειοκράτες του υπουργείου.
Και μην νομίσετε ότι η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα τους άφηνε αδιάφορους. Τόσο οι «κομμουνιστές όσο και οι εθνικόφρονες» αναφέρονται στην έκθεση που βάζει και τους μεν και τους δε στον ίδιο παρονομαστή αποκαλώντας τους ως «ακραία στοιχεία». Εντούτοις στην συνέχεια τους «απομυθοποιεί» προσθέτοντας ότι ο μέσος Έλληνας που μεταναστεύει, είναι πιθανότερο να προσπαθήσει να φτιάξει τη ζωή του στη νέα χώρα από το να μπλεχτεί με την πολιτική.
Η ολική εικόνα της Αυστραλίας για την Ελλάδα του 1952 μπορεί εν κατακλείδι να μπει σε μία πρόταση… «Φτωχοί, άνεργοι αλλά με διάθεση για πρόοδο». Τι λέτε είχαν άδικο;