Η Ελλάδα βουλιάζει…

«Το καράβι εμφανώς βάζει νερά από παντού. Οι νέοι φεύγουν μαζικά από την Ελλάδα. Θα είμαι, όμως, ο τελευταίος που θα εγκαταλείψει το καράβι».
Η εικόνα είναι ζοφερή, ιδιαίτερα όταν δίνεται από έναν 26χρονο που έχει μπει στη βιοπάλη από νωρίς. Την ίδια ώρα, όμως, ντύνεται από το πνεύμα της δύναμης και του θάρρους που δεν μπορείς να αγνοήσεις. Γι’ αυτό και προτιμάς μ’ ένα άτομο αυτής της γκάμας, να ξεκινήσεις από το φως.
Ο Διογένης  Αϊνατζής, καταξιωμένος καλλιτέχνης και δάσκαλος ποντιακής λύρας, βρίσκεται αυτές τις μέρες στην Αυστραλία και έχει ήδη εμφανιστεί σε παροικιακές εκδηλώσεις, όπου και ενθουσίασε.

Όχι μόνο με το ταλέντο του και τον ιδιαίτερο τρόπο που παίζει τη λύρα, βγάζοντας, μαζί με τα ποντιακά και άλλα ακούσματα, από κρητικά μέχρι μοντέρνα ελληνικής και ξένης μουσικής, αλλά και με την ζεστή και ενδιαφέρουσα προσωπικότητά του.

Ο ίδιος δηλώνει ότι «ως μουσικός και τραγουδιστής, είναι κατά κύριο λόγο, αυτοδίδακτος».

Από τα 13 του, θα πει, παίζει και τραγουδά επαγγελματικά σε νυχτερινά μαγαζιά, γάμους πανηγύρια και η φήμη του δεν αργεί να ξαπλωθεί. «Ήμουν, εντούτοις, προσγειωμένος» θα τονίσει, κοιτάζοντάς με εξεταστικά προσπαθώντας κατά πάσα πιθανότητα να καταλάβει την εντύπωση που μου κάνουν όλα αυτά. Πιστεύω ότι δείχνω ατάραχη, η εικόνα, όμως, ενός 13χρονου σε νυχτερινό μαγαζί, κάπου με θορυβεί (να το θέσω ήπια).

ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΔΡΟΜΗ

Ρωτώ «σε ποια μέρη έχει τραγουδήσει» και δέχομαι βροχή πόλεων, χωρών, ηπείρων. «Έχω τραγουδήσει στον Πόντο, Ιταλία, Βέλγιο, καθώς και από δύο φορές στην Κύπρο, Δανία, Σουηδία και πέντε φορές στη Γερμανία. Επίσης, σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας όπως Κοζάνη, Νάουσα, Βέροια, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη Διδυμότειχο, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Λάρισα, Καρδίτσα, Ελασσόνα, Χαλκίδα, Λευκάδα, Χίο, Ρόδο, Καβάλα, Δράμα, Ιωάννινα, Τρίκαλα, Φάρσαλα, Έδεσσα, Αριδαία, Καστοριά κ.ά.»
Με κίνδυνο να φανώ αγενής, δοκίμασα δυο φορές να τον διακόψω, χωρίς επιτυχία εντούτοις. Εκείνο που ήθελα να προτείνω ήταν να πει πού δεν πήγε. Γιατί, σίγουρα, όργωσε την Ελλάδα και όχι μόνο.

«Τώρα είμαι στην Πέμπτη ήπειρο, στην Αυστραλία, για πρώτη φορά και ειλικρινά νιώθω γοητευμένος. Αν βγάλεις την υγρασία της Σουηδίας, πιστεύω ότι η Μελβούρνη έχει πολλές ομοιότητες με τη Στοκχόλμη».

«Είχα πάει Νοέμβρη και 3 το απόγεμα ήταν σχεδόν νύχτα», τολμώ να τον διακόψω, αλλά… «όχι μοιάζουν πάρα πολύ».
Εν μέσω μιας αδιόρατης σχεδόν ομίχλης που δημιουργεί αυτή η ανεπαίσθητη (θα την έλεγε η μητέρα μου) διαφωνία, ένα ζεστό πλατύ χαμόγελο και «η Μελβούρνη είναι υπέροχη το ίδιο και η ομογένεια», θα πει.
«Έχω τις καλύτερες εντυπώσεις, όπου παρουσιάστηκα και ο ενθουσιασμός των ανθρώπων εδώ είναι γεγονός ότι μ’ έχει αγγίξει. Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα τέτοια έκρηξη συναισθημάτων».

Μέχρι τώρα έχει παρουσιαστεί σε δύο εκδηλώσεις της Ποντιακής Εστίας, στο Πανηγύρι των Θεσσαλονικέων στο Όκλι, καθώς, επίσης, και με το μεγάλο λυράρη, Βασίλη Σκουλά, που βρίσκεται αυτές τις μέρες στην πόλη μας, σε ζεστούς χώρους εστιατορίων.
Αυτό το Σαββατοκύριακο θα εμφανιστεί στο Σίδνεϊ, καλεσμένος από τα ποντιακά σωματεία.

ΤΑΣΕΙΣ ΦΥΓΗΣ

Θα πρέπει να του αρέσει να εκπλήσσει αφού, ενώ η συζήτηση έχει ανάψει γύρω από τη μουσική και το δικό του πρωτότυπο άνοιγμα της λύρας σε νέα ακούσματα, θα πει ότι «είναι πτυχιούχος νοσηλευτής, τετραετούς εκπαίδευσης, απόφοιτος του τμήματος νοσηλευτικής του Α.Τ.Ε.Ι Θεσσαλονίκης».
Ο Διογένης σπάνια αφήνει περιθώρια για ερωτήσεις, κι αυτό, γιατί απλώς τις προλαμβάνει: «Ήταν κάτι που απλώς δεν χωρούσε μέσα στα όνειρά μου και ήταν έξω από τις επιδιώξεις μου που αρχίζουν και τελειώνουν με τη μουσική».

Η Αυστραλία πώς προέκυψε; είναι μια ερώτηση που, όπως θα πει χαμογελώντας, «περίμενε νωρίτερα».
Όχι, Διογένη μου, έχουμε κι εμείς το δικαίωμα να είμαστε μερικές φορές απρόβλεπτοι.
«Ήλθα να δείξω τη δουλειά μου και ν’ ανοίξω τους ορίζοντές μου. Σε καμία, όμως, περίπτωση να μείνω», θα πει έντονα, προλαμβάνοντας, για ακόμη μια φορά, την ερώτησή μου.

Δήλωση που οδηγεί αναπόφευκτα στο «πώς είναι τα πράγματα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, ιδιαίτερα με τη ψυχολογία των νέων».
«Είναι δύσκολα. Το καράβι μπάζει νερά από παντού και το άσχημο είναι ότι αντί να κοιτάξουν να κλείσουν οι κυβερνώντες τις τρύπες, προσπαθούν με κουβάδες να αδειάσουν τα νερά. Τώρα όσον αφορά τον κόσμο, το άσχημο είναι ότι οι περισσότεροι βλέπουν την πολιτική ακριβώς όπως το ποδόσφαιρο. Δεν τους ενδιαφέρει να πάει ο τόπος μπροστά με τον πιο κατάλληλο στο τιμόνι, αλλά να μη κερδίσει η αντίπαλη ομάδα».

ΜΑΥΡΑ, ΚΑΤΑΜΑΥΡΑ

Τώρα για τους νέους που με ρωτάτε, τα πράγματα είναι μαύρα, κατάμαυρα. Δεν βλέπουν φως πουθενά. Συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Τα σχέδιά τους για το μέλλον έχουν ναυαγήσει. Αισθάνονται ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα μέλλον, δεν υπάρχει αύριο. Το 95% των φίλων μου είναι άνεργοι και το 5% εργάζονται σε δουλειές των γονιών τους.

Έτσι, είναι φυσικό να έχουν το νου τους στη φυγή. Η Γερμανία και το Βέλγιο είναι οι χώρες που τους ελκύουν περισσότερο».
Εδώ κάνω τη σκέψη ότι αρκετοί θα είναι ίσως εκείνοι που έχουν βιώματα από τις χώρες αυτές, όπου οι γιαγιάδες και οι παππούδες τους δούλευαν στα εργοστάσια της Γερμανίας και ορισμένοι, ίσως, στα ορυχεία του Βελγίου.

«Δεν πιστεύω, εντούτοις, ότι η έξοδος είναι η λύση. Η Ελλάδα θα πρέπει πριν είναι αργά, να κάνει το παν να σταματήσει την αιμορραγία προς τα έξω. Και να το κάνει όσο είναι καιρός. Να δει τις ευκαιρίες που μπορούν να βρεθούν άμεσα.
Αν, για παράδειγμα, ορισμένοι είναι διατεθειμένοι να γυρίσουν στην ύπαιθρο, να καλλιεργήσουν τα χωράφια των παππούδων τους, να έχουν κάποια κρατική στήριξη. Γιατί, χωρίς υποδομή, δεν θα καταφέρουν τίποτε. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο».

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ

Πάντως, ό,τι κι αν συμβεί, εγώ θα είμαι ο τελευταίος που θα εγκαταλείψει το καράβι. Έχω δει τι κάνει στον άνθρωπο η ξενιτειά. Έχω δει συγγενείς μου να μαραζώνουν από τη νοσταλγία. Να βασανίζονται από την ώρα που θα πατήσουν στη ξένη γη μέχρι που θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή. Όχι, ο άνθρωπος αξίζει καλύτερη τύχη».
Ρωτώ αν «η κρίση έχει αλλάξει τους ανθρώπους».

«Από ό,τι βλέπω, ναι. Πριν,  όσα έβγαζαν, τα ξόδευαν γιατί ήξεραν ότι την άλλη μέρα θα βγάλουν άλλα. Τώρα, ο καθένας δεν ξέρει αν θα έχει την άλλη μέρα δουλειά, γι’ αυτό και τα κρύβει. Υπάρχει ένας φόβος και μια αβεβαιότητα για το αύριο.

Ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα είναι παράλογο και τραγικό μαζί. Βλέπεις να κόβουν την πενιχρή σύνταξη των αναπήρων και οι βουλευτές να παίρνουν ακόμη 10.000 ευρώ. Πώς να εμπιστευτεί κανείς ένα τέτοιο σύστημα; Με τι ελπίδα και αισιοδοξία να οπλιστεί για το αύριο;»