Παρέκβαση: Ναι, η «γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει»! Έκανα τον απογευματινό μου περίπατο, όταν ακούω τον νεαρό ελαιοχρωματιστή από την άλλη πλευρά του δρόμου κοιτάζοντας προς το μέρος μου, να λέει: «Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα στην ψ..ή».
Ο νεαρός, βλέποντας τα χιονόλευκα γένια μου και τ’ άσπρα μου μαλλιά –βλέπετε, αρνούμαι να ενταχθώ στην κατηγορία των «βαψομαλλιάδων»– προφανώς με πήρε για γερο-Αυστραλό. Χαμογέλασα, έβγαλα το καπέλο μου και πήγα κοντά του: «Νεαρέ μου, ωραίο το θυμοσοφικό που μου πέταξες, αλλά εγώ θα πω ένα άλλο, που αξίζει να το χαράξεις βαθιά στο μυαλό σου». Με κοίταξε με φανερή αμηχανία. Κι εγώ συνέχισα: «Εκεί που είσαι ήμουνα, κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις». Ο νεαρός κοκάλωσε! Πήρε το μήνυμα κι εγώ απομακρύνθηκα ευχαριστημένος! Τέλος παρέκβασης.
Στο σημείο αυτό της απολογίας του, ο Σωκράτης επαναλαμβάνει την εις βάρος του κατηγορία του Μέλητου:
«Κατηγορεί περίπου τα εξής: Ο Σωκράτης, λέει, αδικεί και διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς, που η πόλη πιστεύει, αλλά πιστεύει σε άλλα νέα δαιμόνια. Όπως γνωρίζετε, αυτή είναι η κατηγορία. Ας εξετάσουμε το κάθε αδίκημα χωριστά».
Ακολουθεί η εξέταση, καθώς ο Σωκράτης στρέφεται προς τον Μέλητο και του λέει: «Και μοι δεύρο, ω Μέλητε, ειπέ» (έλα εδώ, Μέλητε, και πες μου). Ο Μέλητος είναι υποχρεωμένος ν’ απαντά στις ερωτήσεις του Σωκράτη. Δεν θα φιλοξενήσουμε το κομμάτι αυτό των πυκνών ερωταποκρίσεων, καθότι εδώ η απολογία «τρέχει» με ταχύτητα γέρικης χελώνας! Θα πάμε στην τελευταία φάση της απολογίας, όπου ο Σωκράτης, αφού έχει ήδη καταδικαστεί σε θάνατο, θίγει τώρα το θέμα του θανάτου, κολυμπώντας σε ρηχές εικοτολογίες.
ΘΑΝΑΤΟΣ: ΘΑΥΜΑΣΙΟ ΚΕΡΔΟΣ
«Αλλά ας το σκεφτούμε και με τον εξής τρόπο: ότι υπάρχει μεγάλη ελπίδα να είναι ο θάνατος κάτι το καλό. Ο θάνατος ένα από τα δύο είναι: ή κάτι σαν τέλεια μηδένιση, τέτοια που ο νεκρός να μην έχει καμία αίσθηση κανενός, ή, όπως λένε, είναι κάποια μεταβολή, ίσως κάποια μετοίκηση της ψυχής από τον εδώ τόπο σε άλλον (του τόπου του ενθέδε εις άλλον τόπον). Και αν τέλεια αναισθησία είναι ο θάνατος –κάτι σαν ύπνος τέτοιος, που ούτε όνειρο κανείς κανένα να μη βλέπει– θαυμάσιο κέρδος θα ήταν (θαυμάσιον κέρδος αν είη ο θάνατος)…
»Αν λοιπόν κάτι τέτοιο είναι θάνατος, εγώ τουλάχιστον τον θεωρώ κέρδος… Αν πάλι είναι ο θάνατος κάποια αποδημία σε άλλον τόπο από εδώ, και είναι αληθινά όσα λέγονται, πως τάχα εκεί είναι όλοι οι πεθαμένοι, τι μεγαλύτερο αγαθό μπορεί από αυτό να γίνει, κύριοι δικαστές;… Τι δεν θα έδινε κανείς από σας να συναναστραφεί τον Ορφέα και τον Μουσαίο και τον Ησίοδο και τον Όμηρο; Εγώ, αλήθεια, είμαι πρόθυμος πολλές φορές να πεθάνω, αν είναι αυτά αληθινά, γιατί σε μένα προπαντός εξαιρετικά θαυμάσια θα ήταν η διαμονή μου εκεί, αν τυχόν βρω τον Παλαμήδη και τον Αίαντα, του Τελαμώνα τον γιο, και όποιον άλλον που πήγε από άδικη κρίση. Πολύ ευχάριστο για μένα θα είναι, καθώς εγώ νομίζω, τα παθήματά μου στα παθήματά τους να τα αντιπαραβάλλω και, το σπουδαιότατο, τον χρόνο μου να τον περνώ, εξετάζοντας και ερευνώντας τους εκεί, όπως και τους εδώ, ποιος από αυτούς είναι σοφός και ποιος μόνο την αλαζονεία έχει, χωρίς να είναι καθόλου σοφός.
»Τι θα πλήρωνε κανείς, κύριοι δικαστές, να εξετάσει εκείνον που οδήγησε στην Τροία την πολυάριθμη στρατιά ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσυφο ή άλλους μύριους μπορεί κανείς να αναφέρει, με αυτούς να συζητεί εκεί και να τους εξετάζει; Θα ήταν μια αφάνταστη ευδαιμονία. Όσο για την εξέταση, βέβαια εκεί δεν θανατώνουν, γιατί, και κατά τα άλλα, πιο ευδαίμονες είναι οι εκεί από τους εδώ και στον λοιπό τον χρόνο είναι πλέον αθάνατοι, αν βέβαια αληθινά είναι τα όσα λέγονται (είπερ γε τα λεγόμενα αληθή εστίν).
»Αλλά και σεις, κύριοι δικαστές, πρέπει να είστε ευέλπιδες προς τον θάνατο, και να θεωρείτε αληθινή ετούτη εδώ τη σκέψη και γνώμη από κάθε άλλη: ότι δηλ. ο ενάρετος άνθρωπος δεν έχει να φοβηθεί κανένα κακό, ούτε όταν είναι στη ζωή ούτε όταν πεθάνει. Ούτε οι θεοί στέκουν αδιάφοροι. Και τώρα αυτό που έγινε σε μένα, δεν έγινε τυχαία χωρίς την θεία θέληση, αλλά μου είναι φανερό ετούτο: πως τώρα πλέον καλύτερος ήταν για μένα ο θάνατος και η απαλλαγή από βάσανα. Γι αυτό και δεν με απότρεψε το θεϊκό σημείο [το δαιμόνιο] σε τίποτε. Κι έτσι εγώ τουλάχιστον δεν είμαι οργισμένος εναντίον εκείνων που με καταδίκασαν, ούτε εναντίον των κατηγόρων μου, αν και η ψήφος τους και η κατηγορία τους δεν είχε αγαθή την πρόθεση, αλλά νόμιζαν πως κακό θα μου κάνουν. Για την κακή τους πρόθεση, αξίζει να τους κατακρίνει κανείς.
»Μικρή όμως παράκληση θα τους παρακαλέσω: Τους γιους μου εκδικηθείτε τους, κύριοι, όταν φτάσουν σε ηλικία, στενοχωρώντας τους με αυτές τις ίδιες στενοχώριες που εγώ σας παρείχα, αν σας φαίνονται πως για χρήματα ή για κάτι άλλο φροντίζουν πρώτα, παρά για την αρετή. Και αν νομίζουν πως είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε, κατακρίνετέ τους, όπως εγώ κατέκρινα εσάς, γιατί δεν φροντίζουν για κείνα που πρέπει, κι έχουν την αλαζονεία ότι είναι σπουδαίοι, ενώ δεν αξίζουν τίποτε. Και αν κάνετε όλα αυτά, τότε κι εγώ το δίκιο μου θα έχω λάβει από σας, το δίκιο και οι γιοι μου.
»Αλλά ώρα είναι, βέβαια, να πηγαίνουμε πλέον, εγώ για τον θάνατο, εσείς για τη ζωή. Ποιοι όμως από τους δυο μας πηγαίνουμε στο καλύτερο, άδηλο είναι σε όλους. Το ξέρει μόνο ο θεός».
Έτσι κλείνει η απολογία του Σωκράτη, που έφτασε ως εμάς χάρη στην άοκνη γραφίδα του Πλάτωνα. Πέθανε στη φυλακή ήρεμος, πίνοντας το κώνειο και χωρίς να πει αυτό που είπε ο άλλος: «παρένεγκε το ποτήριον τούτο απ’ εμού».