Τα τραγούδια μας αποτυπώνονται μέσα μας και μπαίνουν σε μία μουσικοθήκη στο μυαλό μας με τίτλο τα λόγια τους. Ένα τέτοιο τραγούδι, μελαγχολικό και πολύ θλιμμένο, είναι το «Γενέθλια» του δημιουργού μουσικοσυνθέτη, Στέλιου Μπινάκη, το οποίο, εκτός από τον ίδιο, έχει τραγουδήσει και ο Νότης Σφακιανάκης με πολλή επιτυχία.
Είναι καθαρά ένα λαϊκό τραγούδι, ένα κοινωνικό και παραπονιάρικο ζεϊμπέκικο που τραγουδιέται στην Ελλάδα, στο εξωτερικό και, φυσικά, εδώ στη Μελβούρνη, τα τελευταία μερικά χρόνια. Φαίνεται καθαρά ότι πρόκειται για ένα μοιρολόγι μιας προσωπικής ιστορίας που μπαίνει πολύ εφαρμοστά στα καλούπια όλων μας. Οι στίχοι, αν και μιλούν για το θάνατο, αρέσουν στο ευρύ κοινό γιατί τα λόγια βγαίνουν από την ψυχή.

Έχω βρεθεί σε διάφορα πάρτι εδώ στη Μελβούρνη και διαπιστώνω πως αρέσει πολύ -ειδικά στους νέους μας- που όλοι προσποιούνται ότι γνωρίζουν τα λόγια του, αλλά λίγοι τα θυμούνται καθαρά και όλα. Φιλοξενώ παρακάτω τους στίχους και λόγια του για μια κάποια βοήθεια. Εάν όντως γνωρίζουν όλα τα λόγια του οι νέοι μας, τότε γνωρίζουν να μιλούν και να χορεύουν ελληνικά. Εάν κατηγορήσουμε το δημιουργό του για μια μόνο λέξη, θα είμαστε πολύ αυστηροί, ίσως και άδικοι. Εξάλλου, οι χορευτές μας είναι όλοι τους και…σαραντάρηδες. Τι νόημα να έχει άραγε και για αυτούς η ζωή μας; Παίξτε το για πρώτη φορά σε ένα πάρτι σας και η πίστα θα γεμίσει αμέσως ασφυκτικά. Εξάλλου μάς δίνει και μία εικόνα το τι τραγουδούν σήμερα οι νέοι μας. Ας το δούμε όλοι μας.

ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Στα μονοπάτια του καημού στη γέφυρα του στεναγμού
μ’ έκανε η μάνα μου,
μια φθινοπωρινή βραδιά ζωή την κρύα σου καρδιά
είδαν τα μάτια μου.
Με κουδουνίστρες πλαστικές όμορφες και χρωματιστές
με νανουρίσανε
και τα ματάκια τα μικρά είδαν του κόσμου τ’ αγαθά
και συμφωνήσανε.
Ήταν το γάλα μου πικρό και το νεράκι μου γλυφό
που με μεγάλωνε.
Κι απέναντι στην κούνια μου η μοίρα η κακούργα μου
και με καμάρωνε.
Ήταν το κλάμα μου μουντό σαν κάτι να ‘θελα να πω
μα δε με νιώσανε.
Μια λυπημένη αναπνοή για την πουτάνα τη ζωή
που μου χρεώσανε.
Έτσι ξεκίνησα λοιπόν έτσι ξεκίνησα!
Δε με ρωτήσανε ζωή μα σε συνήθισα!
Σαν πληγωμένο αετόπουλο στο χώμα,
ψάχνω τη δύναμη να κρατηθώ ακόμα!
Πάνω σε λάσπες και καρφιά στου άδικου κόσμου τη φωτιά
πρωτοπερπάτησα.
Ισορροπία σταθερή για να προλάβω τη ζωή
όμως την πάτησα.
Μόνο το Άλφα και το Χι στην σχολική μου εποχή
πρωτοσυλλάβισα.
Γι’ αυτό το ΑΧ και το γιατί όπου βρεθώ μ’ ακολουθεί
και ας σαραντάρισα.
Έτσι περνούσε ο καιρός και ‘γω στο δρόμο μου σκυφτός
έκανα όνειρα.
Έτυχε να ‘μαι απ’ αυτούς που κολυμπάνε στους αφρούς
και στα λασπόνερα.
Στάζει το αίμα της ψυχής σαν τις σταγόνες της βροχής
όμως ποιος νοιάζεται;
Και την αόρατη πληγή που μέσα μου αιμορραγεί
ποιος τη μοιράζεται;
Έτσι ξεκίνησα λοιπόν έτσι ξεκίνησα!
Δε με ρωτήσανε ζωή μα σε συνήθισα!
Σαν πληγωμένο αετόπουλο στο χώμα,
ψάχνω τη δύναμη να κρατηθώ ακόμα.
Έτσι ξεκίνησα λοιπόν έτσι ξεκίνησα
Άλλα μου δείξανε και άλλα εγώ αντίκρισα!
Θεέ μου κι ας ήξερα ποια μέρα θα πεθάνω
και του θανάτου μου γενέθλια να κάνω!