Μία από τις σημαντικότερες στιγμές στην Ιστορία της Κοινότητας ήταν, αναμφισβήτητα, η περίοδος των διαφορών για την ένταξή της στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Για τα γεγονότα που συνδέονται μ’ αυτήν την περίοδο, μιλούν τα Πρακτικά της «Εκτάκτου Γενικής Συνελεύσεως της 12ης Απριλίου 1925».
Τα Πρακτικά, βεβαίως, είναι γραμμένα, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, με τρόπο που δίνουν, μάλλον, τις απόψεις, της μιας μόνο πλευράς. Αλλά αυτό δεν μειώνει τη σημασία που παρουσιάζουν στην κατανόηση των διαφορών που έφεραν τον πρώτο και μεγάλο διχασμό στην παροικία μας. Τα Πρακτικά αρχίζουν με λογοδοσία που παρουσίασε στα μέλη ο τότε γενικός γραμματέας της Κοινότητας, Αριστοτέλης Παπαλεξάνδρου.
«Γνωρίζετε βεβαίως πάντες ότι η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος ανεγνώρισε το Οικ. Πατριαρχείον ως ανωτάτην Εκκλησιαστικήν Αρχήν πασών των εν διασπορά Ορθ. Ελληνικών παροικιών και δια της υπ’ αριθ. 1022 της 19ης Μαΐου 1924 εγκυκλίου, η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος παραγγέλλει όπως: «Άπαντες οι τε ευλαβέστατοι κληρικοί και οι ευσεβείς λαϊκοί των εν τη Εσπερία Ευρώπη, Αμερική και Καναδά, εν Αυστραλία και αλλαχού ευρισκομένων Ορθοδ. παροικιών, αναγνωρίζουσιν ως πνευματικήν αυτών Αρχήν το Οικ. Πατριαρχείον και προς αυτό ή προς τους υπ’ αυτού καθηραμένους πνευματικούς ποιμένας αναφέρονται, πειθόμενοι απροφασίστως ταις διατάξεσιν αυτών», και ότι το ΟΙκ. Πατριαρχείον ίδρυσεν ενταύθα Μητρόπολιν και απέστειλεν τον Σεβ. ημών Μητροπολίτην κ.κ. Χριστόφορον Κνίτην.
“Επί τη αφίξει του ενταύθα (3 Σεπτεμβρίου 1924) το τέως Δ. Συμβούλιον, οι δύο Πρόξενοι Α. Μανιάκης και Αντ. Λεκατσάς, ο τέως εφημέριος ημών Αρχ. Ειρ. Κασσιμάτης και πολλοί άλλοι τον υπεδέχθησαν μετά τιμών, ο δε Αρχ. Ειρ. Κασσιμάτης αναγνωρίσας Αυτόν εις ανώτερόν του Εκκλησ. Αρχηγόν δεν έπαυσε να μνημονεύη το όνομά του εν τη Εκκλησία αν και προ της αφίξεώς του διάφορα εδημοσίευσε εν τη εφημερίδι του «Εθνική Σάλπιγξ» ψεύδη εναντίον Αυτού (Ιουλίου 16η 1924).
Μετά διαμονήν ενταύθα δύο εδδομάδων ο Σεβ. ημών Μητροπολίτης ανεχώρησεν εις Σίδνεϊ, ότε επέστρεψε και πάλιν την 10 Οκτωβρίου 1924. Την πρώτην Κυριακή ν μετά την επιστροφή του, ήτοι την 12ην Οκτωβρίου, έλαβε χωράν εν τη εκκλησία όλως απροσδοκήτως το εξής επεισόδιον:
Αφιχθέντος του Μητροπολίτου εν τη εκκλησία και ανελθόντος επί του Αρχ. θρόνου ανέμενε όπως εξέλθη ο Ιερεύς Ειρ. Κασσιμάτης, λάβη καιρόν συμφώνως των εκκλησιαστικών Κανόνων και αρχίση την λειτουργίαν. Μη προσερχόμενου όμως του ιερέως, ο Μητροπολίτης εκάλεσε τούτον δια του ιεροψαλτου Μ. Τριάρχη, αλλ’ ούτος μη δίδων προσοχήν εις τας παραγγελίας του Μητροπολίτου εξηκολούθη να κάθηται εις το Ιερόν.
Ο Μητροπολίτης τότε ηναγκάσθη να τον καλέση ο ίδιος, ότε ούτος (ο Ειρ. Κασσιμάτης) παρουσιασθείς εις την Ωραίαν Πύλην, είπε τα εξής προς τον Μητροπολίτην:
«Δεσπότη δεν έρχομαι σήμερα να πάρω καιρόν».
Ο Μητροπολίτης και οι παρευρισκόμενοι εν τη εκκλησία εταράχθησαν δια την αντιπειθαρχικήν ταύτην στάσιν του Ιερέως Ειρ. Κασσιμάτη. Ο Μητροπολίτης δεν είπεν ουδεμίαν λέξιν, αλλά τον διέταξε να αρχίση την λειτουργίαν.
Ότε ήλθεν η ώρα του Α’ Ευαγγελίου (Εωθινού) ο Ειρ. Κασσιμάτης ήρχισε να λέγη το Ευαγγέλιον της Μεγ. Παρασκευής, ενώ έπρεπε να είπη Ευαγγέλιον Πασχαλινόν.
Ο Μητροπολίτης τότε κατελθών εκ του Αρχ. θρόνου εισέρχεται εις το Ιερόν και λέγει προς τον Κασσιμάτην:
«Αρχιμανδρίτα δεν είναι αυτό τα Ευαγγέλιον που πρέπει να πης σήμερον αλλά άλλο και δώσε μου το Ευαγγέλιον να σου το εύρω». Παρέλαβε δε το Ευαγγέλιον ίνα εύρη τούτο. Τότε ο Ειρ. Κασσιμάτης αρπάζει δια της βίας το Ευαγγέλιον από τας χείρας του Μητροπολίτου, σχίζει ένα φύλλον αυτού, και με θυμόν λέγει προς τον Μητροπολίτην:
«Εγώ δεν είμαι από την Άγκυραν αλλά από τα Επτάνησα».
Ο Μητροπολίτης και πάλιν δεν είπε λέξιν εις τους λόγους του Ιερέως, αλλά τον άφησε να εξακολούθηση την λειτουργίαν, ότε μεν ασπαζόμενος την χείρα του Μητροπολίτου και ακούων τας παραγγελίας αυτού ότε δε αποκρούων αυτάς.
Εν τω μέσω της λειτουργίας ήλθεν εις την εκκλησίαν ο Γεν. Πρόξενος Αντ. Λεκατσάς, εις τον όποιον εγένοντο γνωστά παρά του κ. προέδρου Μ. Κοντογιάννη τα λαβόντα χωράν, ούτως δε εις ά-πάντησιν είπε τα εξής:
«Ημείς δεν θέλομεν εδώ Δεσπότη».
Εκ της στάσεως ταύτης του Κασσιμάτη και εκ των λόγων του Προξένου, απεδείχθη ότι ή άνευ λόγων αντιπειθαρχική αυτή στάσις του Ιερέως Κασσιμάτη εν τη εκκλησία είχε προσχεδιασθεί παρ* αυτού του Ιερέως, των Προξένων και λοιπών άλλων.
Την επομένην της αντιπειθαρχικής και αντικανονικής εκείνης στάσεως του Ειρ. Κασσιμάτη, ο Μητροπολίτης έθεσεν εις αργία, επ’ αόριστον τούτον, το τότε δε Δ. Συμβούλιον δια της από 13ης Οκτωβρίου 1924 επιστολής του, έκαμνε γνωστόν εις τον Ειρ. Κασσιμάτην ότι τεθείς εις αργίαν δια τους άνω λόγους παρά της ανωτέρας Εκκλησ. Αρχής, έπαυσε από της στιγμής και η μισθοδοσία του ως εφημερίου της Κοινότητος, συνάμα δε καθ’ ό είχε δικαίωμα ήλλαξε και τα κλείθρα της εκκλησίας.
Μετ’ ολίγας ημέρας από της επιβληθείσης αργίας εις τον Κασσιμάτην, οι κηδεμόνες της εκκλησίας και αντιπρόσωποι του Έθνους μας Α. Μανιάκης και Α. Λεκατσάς, άμα είδον ότι ο ευνοούμενός των Ειρ. Κασσιμάτης ετιμωρήθη δια την κουταμάρα του και νομίζοντες ότι μόνον εις αυτούς επιτρέπεται να διώχνουν και να φέρνουν παπάδες όταν αυτοί θέλουν, εξεμάνησαν και απέστειλαν επιστολήν προς το πρώην Δ. Συμβούλιον, δια της οποίας διεκήρυττον ότι αυτοί ως κηδεμόνες της Εκκλησίας δεν αναγνωρίζουν ούτε Πατριαρχείον ούτε Μητροπολίτην, αλλά μόνον τον συνέταιρόν των Ειρ. Κασσιμάτην, επίσης δε ότι δεν αναγνωρίζουν τας πράξεις του πρώην Δ. Συμβουλίου.
Το τότε Συμβούλιον απήντησεν ως εξής:
Οι κύριοι αυτοί άμα είδον ότι η εξουσία τους διέφευγεν εκ των χειρών των και δεν θα ήτο δυνατόν εις το εξής να γίνεται ό,τι αυτοί θέλουν διότι η Κοινότης αρκετά τους είχεν ανεχθή επί μίαν 20ετίαν, ήρχισαν δι’ επιτηδείων μέσων να διαδίδουν πλείστα όσα ψεύδη εναντίον του πρώην Δ. Συμβουλίου, του Μητροπολίτου και άλλων, κατόρθωσαν δε δια των καταχθόνιων τούτων μέσων να διαιρέσουν την Κοινότητα, έπαυσαν και από της στιγμής εκείνης να προσέρχονται εις την εκκλησίαν, δια να μη τους τύπτει δε η συνείδησις, μεταβαίνουσιν εις την αίθουσαν του Οδυσσέως, την οποία μετέτρεψαν εις Ναόν της Πηνελόπης και ως καλοί χριστιανοί εορτάζουν τας επισήμους και εθνικάς εορτάς, ακούουν τα αγαθά κηρύγματα της ομονοίας και της αγάπης του Μέλλοντος Μητροπολίτου Ειρ. Κασσιμάτη και λαμβάνουσι τας ευλογίας αυτού. Δεν παύει δε ούτος, αν και έχει τεθή εις αργίαν, να τέλη διαφόρους Ιεροπραξίας, ήτοι γάμους, βαπτίσεις, κηδείας κλπ.
Το πρώην Δ. Συμβούλιον λαβόν υπ’ όψιν τας εν τω Συμβουλίω τότε κενάς θέσεις, κατόπιν της παραιτήσεως μερικών Συμβούλων και επιθυμόν όπως ολόκληρος η Κοινότης εκδηλώσει ελευθέρως την γνώμην της επί των αναφυέντων και δημιουργηθέντων παρά των άνω προσώπων ζητημάτων, εκάλεσεν, ως ενθυμείσθε, δι’ ειδοποιήσεως άπαντα τα μέλη εις Έκτακτον Γεν. Συνέλευσιν εν τη αιθούση ταύτη την 2α Νοεμβρίου παρελθόντος έτους και αφού έδωσε λόγον των πράξεών της και ενεκρίθησαν αϊ πράξεις του παρά της Συνελεύσεως, υπέβαλε την παραίτησίν του. Πριν συγκληθή η Συνέλευσις εκείνη, το τότε Δ. Συμβούλιον είχε λάβει επιστολήν υπογεγραμμένην παρ’ ομογενών, δια της οποίας εζητείτο η σύγκλησις Συνελεύσεως ίνα το Δ. Συμβούλιον δώση λόγον των πράξεών του.
Παραδόξως, όμως, όχι μόνον οι υπογράψαντες την επιστολήν εκείνην δεν προσήλθον εις την Συνέλευσιν, αλλά και δι’ αντί ειδοποιήσεως υπογεγραμμένης παρά των κ. κ, Π. Λεκατσά, Μ. Πολίτη και Α. Ρασμπίλη εδήλουν ότι θα απόσχουν αυτής διότι αυτή ελάμβανε χωράν εις την αίθουσαν ταύτην, ωσάν η αίθουσα αύτη του ΟΡΦΕΑ να ήτο Τουρκική ή Εβραϊκή και εφοβούντο ίνα μη αφομοιωθώαι.
Η Συνέλευσις εκείνη, αφού υπέδειξεν υποψηφίους, εξέλεξε 5μελή Εφορευτικήν Επιτροπήν, αναθέσασα εις αυτήν όπως διεξαγάγη τας εκλογάς της 9ης Νοεμβρίου 1924.
Η εκλογή εκείνη διεξήχθη κανονικότατα, εξελέγη δε το νυν Δ. Συμβούλιον, το οποίον αμέσως την επομένην παρέλαβε τα αρχεία.
Μετ’ ολίγας ημέρας από της εκλογής του το Δ. Συμβούλιον έλαβε αναφορών υπογεγραμμένην παρά μελών της Κοινότητος, δι’ ης εζητείτο η αντικατάστασις του πρώην Ιερέως Ειρ. Κασσιμάτη δια την αντιπειθαρχικήν του στάσιν εν τη εκκλησία και δια την αμέλειάν του εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του. Την αναφοράν ταύτην αφού ενέκρινε το Δ. Συμβούλιον δια του εξής εγγράφου του, απέστειλε ταύτην προς τον Σεβ. ημών Μητροπολίτην (…).
Ο Σεβ. ημών Μητροπολίτης λαβών υπ’ όψιν την αναφοράν, διόρισεν ως εφημέριον της Κοινότητός μας τον εκ Κων/πόλεως Ιερέα κ. Χριστόφορον Δημόπουλον.
Το Δ. Συμβούλισν άμα τω διορισμώ του νέου Ιερέως απέστειλε την εξής επιστολήν εις τον Ειρ. Κασσιμάτην, αποστείλας συγχρόνως την επιταγήν εκ λιρών 10.10.2, Ισότιμον του δεδουλευμένου μισθού του ημερών 13 του μηνός Οκτωβρίου 1942 (…).
Μετά την παύσιν του ο Ειρ. Κασσιμάτης ειδών ότι ουδεμία πλέον ελπίς υπάρχει και πνέων μένεα εναντίον εκείνων οίτινες του απέβαλον την δοράν του λέοντος, ήρχισεν, ως γνωρίζετε, την ηθική και υλική υποστηρίξει των πατρόνων του Α. Μανιάκη και Α. Λεκατσά και τίνων άλλων να εκδίδη και πάλιν την εφημερίδα του «Εθνική Σάλπιγξ» και δια δημοσιευμάτων αναληθών και υβριστικών, οτέ μεν να καταφέρεται εναντίον του Σεβ. ημών Μητροπολίτου, ότε δε εναντίον του πρώην και νυν Δ. Συμβουλίου και άλλων, δεν παύει δε μέχρι σήμερον να υβρίζη και να συκοφαντή ως καλός Ιερεύς του Υψίστου. Ποίον; την ανωτέραν του Εκκλησ. Αρχήν, η οποία τον εσπούδασε, και την Κοινότητα, η οποία τον επλήρωσε και τον επεριποιήθη όσον ουδένα άλλον ιερέα.
Το Δ. Συμβούλιον εις τας υβρεολογίας ταύτας του Κασσιμάτη απήντησε δι’ ανακοινωθέντος, δημοσιευθέντος εν τη ελληνική εφημερίδι του Σίδνεϊ «Εθνικόν Βήμα».
Κατά Δεκέμβριον παρελθόντος έτους ελήφθη επιστολή γραμμένη αγγλιστί και υπογεγραμμένη παρά του Νικηφόρου Λεκατσά ή Lucas και εκ μέρους των Γ. Γαβριήλ, Χρ. Αδαμοπούλου και Κ. Μαυροκεφάλου, η οποία είχεν ως εξής (…).
Το Δ. Συμβούλιον αν και ουδόλως έλαβεν υπ’ όψιν την επιστολήν ταύτην διότι τα αιτήματά των ήσαν παράλογα, εξέφρασεν όμως την επιθυμίαν όπως ακούση τα δήθεν παράλογα των άνω και προφορικώς και τους εκάλεσεν εις συνεδρίασιν.
Εν τη συνεδρία εκείνη, εις την οποίαν παρέστησαν τα ανωτέρω 4 πρόσωπα και εκ του Δ. Συμβουλίου ο κ. Πρόεδρος, ο κ. αντιπρόεδρος, ο κ. Ελ. Βιδάλης και εγώ, εις ουδεμίαν συνεννόησιν ηδυνήθημεν να έλθωμεν, διότι ενώ οι κύριοι ούτοι παρεδέχθησαν πάντα τα υπό του κ. Προέδρου και των άλλων λεχθέντα δια τα Κοινοτικά ζητήματα ως ορθά, εδήλωσαν όμως ότι αυτοί δεν δύνανται να κάμουν τίποτε διότι ήσαν δεσμευμένοι απέναντι των ομοφρόνων των.
Κατόπιν της συνεδριάσεως ταύτης οι κ.κ. Α. Μανιάκης και Α. Λεκατσάς απέστειλαν προς το Δ. Συμβούλιον επιστολήν εγκλείοντες συνάμα και αντίγραφαν επιστολής προς αυτούς των κ.κ. Παν. Λεκατσά και Κ. Μαυροκεφάλου.
Εις την επιστολήν ταύτην το Δ. Συμβούλιον απήντησεν ως εξής (…).
Μετ’ ολίγας ημέρας ελήφθη επιστολή παρά των δικηγόρων Malleson και Stewart εκ μέρους των κ. P. Lucas και C. Black.
Είς την επιστολήν ταύτην το Δ. Συμβούλιον διεμαρτυρήθη εις τους κ.κ. Α. Μανιάκη και Α. Λεκατσά δι εγγράφου.
Οι κύριοι ούτοι απήντησαν (…),
Το Δ. Συμβούλιον απέστειλε απάντησιν (…)·
Μέχρι του σημείου τούτου είχον φθάσει τα πράγματα ότε εκλήθητε εις Έκτακτον Γεν. Συνέλευσιν την 22.3.25, αλλ’ ως ενθυμείσθε, επειδή δεν είχε ληφθή απάντησις εις την ανωτέρω μας επιστολήν, εσκέφθημεν να αναβάλωμεν την συνέλευσιν εκείνην με την ελπίδα ότι οι κύριοι ούτοι σκεπτόμενοι λογικώς και ως Πρόξενοι και Κηδεμόνες της εκκλησίας θα μετηνόουν δια τα υπ’ αυτών ενεργούμενα και θα ήρχοντο εις κάποιαν συνεννόησιν μετά του Δ. Συμβουλίου.
Δυστυχώς, όμως, το πάθος των και ο εγωισμός των όχι μόνον δεν τους άφησε να σκεφθώσι περί συνεννοήσεως, αλλά απέστειλαν επιστολήν λυπούμενοι δήθεν δια τα συμβαίνοντα και ενήργησαν καταλλήλως όπως εκδοθώσι δικαστικά εντάλματα ή αγωγαί, τα οποία επεδόθησαν εις τον Μητροπολίτην, τον Ιερέα Χρ. Δημόπουλον και εις ένα έκαστον των μελών του Δ. Συμβουλίου.
Τα εντάλματα ταύτα υπογεγραμμένα παρά των δικηγόρων Malleson και Stewart εκ μέρους των Παν. Λεκατσά ή Lucas, Κων. Μαυροκεφάλου ή Black και Αρχ. Ειρ. Κασσιμάτη και εκδοθέντα παρά του Attorney General.
Το Δ. Συμβούλιον άμα έλαβε το εξώδικον τούτο έγγραφον, εν σώματι μετέβη εις τον δικηγόρον Leole O’Hare, εις τον όποιον ανέθεσε την υπεράσπισιν της υποθέσεως. Ούτος δε εζήτησε πάντα τα σχετικά Έγγραφα, τα οποία μεταφρασθέντα παρεδόθησαν εις αυτόν.
Μέχρι του σημείου αυτού έχει φθάσει η υπόθεσις και το Δ. Συμβούλιον σας εκάλεσε σήμερον εις Έκτακτον Γεν. Συνέλευσιν ίνα ζήτηση την γνώμην σας επί όλων αυτών των ζητημάτων, συνάμα δε εξουσιοδότησε αυτό να υπερασπίση τα δικαιώματα της εκκλησίας και της Κοινότητος εν τοις Δικαστηρίοις.
Κύριοι, ως όλοι γνωρίζετε, και ως θα ηνοήσατε εκ της αλληλογραφίας, οι αίτιοι της εν τη Κοινότητι κακοδαιμονίας και της διαιρέσεως είναι αυτοί οι Πρόξενοι και Κηδεμόνες Α. Μανιάκης και Α- Λεκατσάς και ό Ιερεύς Ειρ. Κασσιμάτης.
Το Δ. Συμβούλιο το οποίον εξελέγη νομίμως και το οποίον προσεπάθησε και προσπαθεί ιδία το καλόν της Κοινότητος ουδέποτε έδωκεν αφορμήν όπως γεννηθώσι παράπονα, λυπείται δε διότι πολλά μέλη έγιναν όργανα δύο στενοκέφαλων Προξένων οι όποιοι επειδή δεν έγινε το θέλημά των και αφού ενήργησαν εις όλα τα σημεία του ορίζοντος όπως επιτύχωσι του σκοπού των και απέτυχον, τελευταίως παρασύρωσι την Κοινότητα εις τα Δικαστήρια με μόνον τον σκοπόν όπως ικανοποιήσωσι το πάθος των και υποστηρίξωσι έναν αντάρτην Ιερέα, τον Ειρ. Κασσιμάτην.
Επίσης λυπείται διότι τα αυτά μέλη έγιναν όργανα ενός παπά αντάρτη, ο οποίος λησμονών το καθήκον του και τον όρκον τον οποίον έχει δώσει απέναντι της εκκλησίας προσπαθεί δια ψευδών διαδόσεων, δια συκοφαντιών και υβριστικών δημοσιευμάτων να διαίρεση έτι περισσότερον την Κοινότητά μας δια να κορέση και αυτός τα πάθος του.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι κύριοι ούτοι εξηυτέλισαν τον Ελληνισμόν. Είναι αυτοί οι ίδιοι που παρέσυραν την Κοινότητα εις τα δικαστήρια επί Καντοπούλου ως πολλοί ενθυμούνται δι εν βιβλίον και έχασεν ή Κοινότης άνω των 300 λιρών. Είναι αυτοί οι ίδιοι που όταν κανείς παπάς δεν τους ήτο αρεστός και δεν έκαμνε τα θελήματά των, τον εξεδίωκον χωρίς να ερωτώσι κανέναν. Είναι αυτός ο κ, Μανιάκης όστις έβαλε με το έτσι θέλω την πλάκα ης την εκκλησίαν τη συναινέσει και του παπα-Κασσιμάτη εναντίον της θελήσεως του τότε Δ. Συμβουλίου. Είναι τέλος αυτοί οι ίδιοι πού διήρεσαν την Κοινότητα ενσπείροντες το δηλητήριον του τοπικισμού και ετέθησαν πάντοτε εναντίον της (Ιδέας της συγχωνεύσεως των δύο Σωματείων εις εν, της Κοινότητος,
Επίσης δεν είναι η πρώτη φορά που ο παπα-Κασσιμάτης μας έδειξε τον χαρακτήρα του.
Πολλοί εξ υμών θα ενθυμούνται το ζήτημα του ράσου και το τελεσίγραφον το οποίον απέστειλε προς το τότε Δ. Συμβούλιο και τας ανωνύμους επιστολάς τας οποίας τεχνηέντως διέδωκεν ότι του απεστάλησαν ως και τας ειδοποιήσεις τας οποίας είχε τοιχοκολλήσει ης όλα τα κέντρα ότι θα αφόριζεν εκείνον ο οποίος του απέστειλε τας ανύπαρκτους ανωνύμους επιστολάς, υπονοών τον κ. Δ. Μαυροειδήν τότε Πρόεδρον και κάποιον άλλον.
Η Κοινότης εις όλα αυτά τα ζητήματα έδειξε την δυσφορίαν της εναντίον των ανωτέρω αλλά δεν ηδύνατο να πράξη τι διότι ουδεμία ανωτέρα πολιτική ή εκκλησιαστική αρχή υπήρχε ίνα διαμαρτυρηθή.
Σήμερον όμως που υπάρχει ανωτέρα εκκλησιαστική αρχή ωφείλει ολόκληρος η Κοινότης να δείξη ανδρικήν στάσιν και να διαμαρτυρηθή δια τα ανοσιουργήματα αυτά των ανωτέρω Προξένων και να καταγγείλη αυτούς εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν ότι είναι ανάξιοι να αντιπροσωπεύουσι το Έθνος μας και να απαγορευθή εις τον παπά Κασσιμάτην όστις εμπαίζει θεούς και δαίμονας να υβρίζη την εκκλησίαν και την Κοινότητα και η οποία τον επεριποιήθη και τον επλήρωσεν όσον ουδένα άλλον Ιερέα».
Τους λόγους τούτους του Γραμματέως αποδέχεται η Συνέλευσις μετά χειροκροτημάτων και παμψηφεί εγκρίνει τας ενεργείας και την στάσιν του Δ. Συμβουλίου.
Ο κ. Α. Νικολαΐδης ερωτά ποία είναι η απόφασις του Δ. Συμβουλίου περί της δίκης.
Απαντών ο γραμματεύς λέγει ότι ως και προηγουμένως είπε, το Δ. Συμβούλιο μετεχειρίσθη παν μέσον όπως επέλθη συνεννόησις μετά των εναγόντων και εξευρεθή τρόπος συμβιβασμού καί τούτο ίνα αποφύγωμεν τους εξευτελισμούς, αλλά οι ενάγοντες και οι Πρόξενοι όχι μόνον δεν δέχονται να υποχωρήσουν εις ουδέν σημείον, αλλά ζητούν, ως ηκούσατε, να μας επιβάλουν και όρους. Ώστε το Δ. Συμβούλιον, απεφάσισε να κατέλθη εις τον δικαστικόν αγώνα και υπερασπίση τα δικαιώματα της εκκλησίας και της Κοινότητος.
Λαβών τον λόγον ο κ. Ελ. Βιδάλης, ειδικός Γραμματεύς του Δ. Συμβουλίου, δια μακρών επεξηγεί πάντα τα γεγονότα άτινα έλαβον χώραν εν τη Κοινότητι από της αφίξεως του Μητροπολίτου, καταφέρεται εναντίον των προκαλεσάντων την διαίρεσιν της Κοινότητος Αρχ. Ειρ. Κασσιμάτη, Α. Λεκατσά, Α. Μανιάκη και λοιπών ους θεωρεί ως υπαιτίους της καταστάσεως και καταστροφείς της Κοινότητος, διαβεβαιεί τα μέλη ότι το Συμβούλιον ανέλαβε με την πρόθεσιν να εργασθή δια το καλόν της Κοινότητος και ότι ουδέποτε θα υποχώρηση εις παραλόγους αξιώσεις και απαιτήσεις των κατωτέρω, αλλά έχει σκοπόν να κτυπήση την ανταρσίαν μια για πάντα. Εν τέλει επικαλείται την συνδρομήν και υποστήριξιν ολοκλήρου της Κοινότητος διότι μόνον δια της υποστηρίξεως των μελών θα δυνηθή τα Δ. Συμβούλιον να υπεράσπιση την υπόθεσιν εις τα Δικαστήρια, την οποίαν είναι βέβαιον ότι θα κερδίσωμεν διότι έχομεν δίκαιον και θα δυνηθώμεν κατόπιν διά της υλικής συνδρομής των μελών να κάμωμεν την Κοινότητα να προοδεύση και να ευημερήση.
Ο κ. Χ. Κοτσύφιας λέγει ότι το Δ. Συμβούλιο δεν πρέπει να έλθη πλέον εις συνεννοήσεις περί συμβιβασμού μετά των αντιθέτων, κατόπιν των ψευδών δημοσιευμάτων εις αγγλικάς και ελληνικάς εφημερίδας παρ’ αυτών, αλλά πρέπει ολόκληρος η Συνέλευσις να εξουσιοδοτήση τούτο όπως υπερασπίση την υπόθεσιν εις τα Δικαστήρια.
Ο κ. Κ. Τσαρουχάς ερωτά αν η εκκλησία έχει χρέος τι. Ο Γραμματεύς απαντών λέγει ότι όχι μόνον χρέος δεν έχει αλλά και περίσσευμα άνω των 100 λιρών.
Ο κ. Ι. Κουκουλάκης ερωτά αν τα έξοδα του Δικαστηρίου θα πληρωθώσιν από το ταμείον της Κοινότητος.
Ο κ. Πρόεδρος απαντών λέγει ότι όποτε έλθωμεν εις το ζήτημα τούτο θα κληθή Γεν. Συνέλευσις, ίνα αυτή αποφασίση.
Λαβών τον λόγον ο κ. Α. Νικολαΐδης λέγει περίπου τα εξής:
Κύριοι, το Δ. Συμβούλιο μας εκάλεσεν εις Γεν. Συνέλευσιν και ζητεί όπως ενισχύσωμεν αυτό και κατέλθει εις δικαστικόν αγώνα δια τα ζητήματα τα οποία αναφέρονται εις κοινοποιηθέν εξώδικον έγγραφον εκ μέρους των εναγόντων, P. Lucas, C. Black και Ειρ. Κασσιμάτη.
Πρέπει, κύριοι, να λυπούμεθα και όχι να χειροκροτώμεν διό: τα λαμβάνοντα χώραν εις την Κοινότητά μας και πρέπει πάντες να λάβωμεν ενεργόν ενδιαφέρον εν όσω ξένοι ενδιαφέρονται και εδημοσίευσαν τόσα καλά όπερ του Έθνους μας, της Εκκλησίας μας και του Μητροπολίτου εις το αγγλικόν εκκλησιαστικόν περιοδικόν ενταύθα, κατόπιν των ψευδών δημοσιευμάτων και πράξεων των εναγόντων.
Οφείλομεν να αναγνωρίσωμεν κατόπιν των δηλώσεων του κ. Γραμματέως ότι το Δ. Συμβούλιον έπραξε το καθήκον του και προσεπάθησε δια πολλών μέσων όπως επέλθη συμβιβασμός εις την υπόθεσιν και πρέπει πάντες να δώσωμεν ψήφον εν λευκώ εις αυτό και να το ενισχύσωμιεν υλικώς όπως υπεράσπιση την υπόθεσιν εις τα δικαστήρια, αλλά και να συστήσωμε εις τούτο όπως και μέχρι της τελευταίας στιγμής εργασθή περί εξευρέσεως τρόπου τινός συμβιβασμού, διότι εάν ή υπόθεσις φθάση μέχρι των δικαστηρίων θα εξευτελισθή ολόκληρος ο Ελληνισμός και η Εκκλησία.
Παρακαλεί κατόπιν όπως συνταχθή ψήφισμα και υπογραφή παρά πάντων, δια του οποίου να έξουσιοδοτήται το Δ. Συμβούλιον όπως υπερασπίση την υπόθεσιν εις τα δικαστήρια. Επίσης δε δια του αυτού ψηφίσματος εξουσιοδοτήση αυτό όπως ενεργήση τα δέοντα και προβή εις την αντικατάστασιν των δύο Κηδεμόνων της εκκλησίας, Α. Μανιάκη και Α. Λεκατσά, δια την άνομον και άδικον στάσιν ην τηρούσι απέναντι της Κοινότητος.
Τα μέλη αποδέχονται την πρότασιν και αμέσως συντάσσεται το εξής ψήφισμα:
ΨΗΦΙΣΜΑ
Σήμερον την 12ην Απριλίου 1925 συνήλθομεν εις έκτακτον Γεν. Συνέλευσιν εν τη αιθούση του Συλλόγου ο Ορφεύς οι κάτωθι υπογεγραμμένοι, τακτικά μέλη της εν Μελβούρνη Ορθ. Ελλ. Κοινότητος, κατόπιν της από 1ης Απριλίου (έ. έ.) προσκλήσεως του Δ, Συμβουλίου και ακούσαντες τα υπ’ αυτού (Δ. Συμβ.) όπερ νομίμως διοικεί την Κοινότητα ημών εκτεθέντα καθ’ ά τούτο ενάγεται ενώπιον του Εφετείου (Supreme Court) παρά των κ.κ. Ρ. Lucas, C. Black και I. Cassimatis επί τω λόγω ότι 1) Ο Πνευματικός Αρχηγός της Ιδρυθείσης εν Αυστραλία Μητροπόλεως Κος Κος Χρ. Κνίτης παρανόμως εξελέγη και απεστάλη παρά του Οικ. Πατριαρχείου Κων/πόλεως, διότι η ενταύθα Ορθ. Ελλ, Εκκλησία αναγνωρίζει ως Πνευματικήν αυτής Αρχήν την Ιεράν Σύνοδον της Ελλάδος και ουχί το Πατριαρχείον. 2) Ότι ως οι ενάγοντες διϊσχυρίζονται νομίμως διορισμένος ως Ιερεύς της Κοινότητος είναι ο Αρχ. Ειρ. Κασσιμάτης, διορισθείς άλλοτε παρά της Ιεράς Συνόδου Αθηνών και ουχί ο κ. Χρ. Δημόπουλος εκλεγείς παρά του Συμβουλίου της Κοινότητος και διορισθείς παρά του Μητροπολίτου επί τη βάσει των εγγράφων του Οικ. Πατριαρχείου. 3) Ότι αι νομίμως διεξαχθείσαι εκλογαί την 9ην Νοεμβρίου 1924 προς ανάδειξιν Δ. Συμβ. της Κοινότητος δεν διενεργήθησαν συμφώνως προς τα διέποντα την Κοινότητα Καταστατικά και επομένως αι εκλογαί κατά τους ενάγοντας είναι άκυροι,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΜΕΝ
Εξουσιοδοτοΰμεν το Δ. Συμβοΰλιον της Ορθ. “Ελλ. Κοινότητος Μελβούρνης απαρτιζόμενον εκ των Ν. Κοντογιάννη Προέδρου, Κ. Μαργέτη Αντιπροέδρου, Μ. Σιγάλα, Ταμίου, Α. Παπαλεξάνδρου Γ. Γραμματέως, ‘Ελ. Βιδάλη, Ειδ. Γραμμοπέως, Πυθ. Χατζημιχαήλ, Κ. Ζήση, Στ. Ελευθερίου, Β. Ζωγράφου, Μ. Μάγκου και Εμμ. Φερμάνη, όπως προασπίση τα συμφέροντα της τε Εκκλησίας και της Κοινότητος δια της δικαστικής οδού.
Επειδή ωσαύτως οι μέχρι τούδε Κηδεμόνες της εκκλησίας κατά διαφόρους εποχάς εποιήσαντο κα-τάχρησιν των δικαιωμάτων άτινα παρέχονται αυτοίς εκ του νόμου και αείποτε εγένοντο αφορμή διχονοιών εν τη Κοινότητι δια της αποπομπής Ιερέων μη αρεστών εις αυτούς, σήμερον δε καίτοι παρουσιάζονται ως εναγόμενοι είναι οι προτουργοί της εν τη Κοινότητί μας παρατηρούμενης κακοδαιμονίας, ως εμφαίνεται εκ των επιστολών των προς το Δ. Συμβ. παρουσιάζουν δε εαυτούς τεχνηέντως ως εναγομένους ενώ αυτοί έπρεπε να είναι οι ενάγοντες, αφ’ ενός μεν ίνα διευχολύνωσι το έργον των εναγόντων ομολογούντες και αναγνωρίζοντες απαντά τα εν τη αγωγή των αναφερόμενα, αφ’ ετέρου δε ίνα εάν ποτέ ζητηθή λόγος παρά της Ελληνικής Κυβερνήσεως την οποίαν αντιπροσωπεύουσι ως Πρόξενοι, διά την εν γένει πολιτικήν των εις τα ενταύθα κοινοτικά της Ορθ. Ελλ. Κοινότητος, έχωσιν ως δικαιολογίαν το ότι ημείς ουδέν επράξαμεν αλλά ηνήχθημεν εις τα δικαστήρια οπού ως άτομα εξεφράσαμεν Ιδέας και σκέψεις
Απαιτούμεν την αντικατάστασιν αυτών ως Κηδεμόνων και παρακαλούμεν το Δ. Συμβούλιον όπως προβή εις τα κατάλληλα διαβήματα διά την αντικατάστασίν των.
Το ανωτέρω ψήφισμα μεταφρασθέν εις την Αγγλικήν, υπεγράφη παρά πάντων εν τη Συνελεύσει και παραδίδεται εις το Δ. Συμβ. ίνα παρουσίαση τούτο δια του δικηγόρου εις το Δικαστήριον.
Μη γενομένης ετέρας προτάσεως ή ερωτήσεως ο κ. Πρόεδρος ευχαριστεί τα μέλη δια το ενδιαφέρον και την στάσιν ην ετήρησαν δια τα ζητήματα ταύτα, και διαλύει την συνεδρίασιν.
Το παρόν αναγνωσθέν υπεγράφη παρά του Προέδρου και του Γραμματέως.
Ο Πρόεδρος
Μ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ο Γραμματεύς
Α. ΠΑΠΑΛΕΞΑΜΔΡΟΥ
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ
Λίγο αργότερα, οι Αντώνης Λεκατσάς, Αλέξανδρος Μανιάκης και λοιποί υπέβαλαν προτάσεις για συμβιβασμό και αποφυγή των δικαστικών αγώνων. Το Συμβούλιο Κοντογιάννη, όμως, απέρριψε αυτούς τους όρους και σε λίγο τα πράγματα οδηγήθηκαν στα δικαστήρια. Με τη σειρά τους, τα δικαστήρια, έκριναν ότι ήταν αναρμόδια να εκδικάσουν τέτοια ζητήματα και η όλη υπόθεση έκλεισε με την παραμονή της Κοινότητας στο Πατριαρχείο και την επάνοδο, σε λίγο, των Θιακών, στην ηγεσία της.
ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΑΝ ΟΙ ΛΕΚΑΤΣΑΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ
«Όροι συμβιβασμού μεταξύ Attorney General Παν. Λεκατσά ή Lucas και Κωνστ. Μαυρσκεφάλου ως εναγόντων των Αλ. Μανιάκη και Αντ. Λεκατσά κηδεμόνων της Εκκλησίας και των μελών του νυν Δ. Συμβουλίου της Κοινότητος Μελβούρνης ως εναγομένων.
Ι. Αναγνώρισις παρά των εναγομένων ότι το οικόπεδον και το επ’ αυτού κτίριον της εκκλησίας, κρατούνται παρά των κηδεμόνων, δυνάμει του από 6ης Νοεμβρίου 1903 εγγράφου.
2. Αναγνώρισις παρά των εναγομένων ότι το Πατριαρχείον της Κων/πόλεως, η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος ή άλλη Εκκλησ. Αρχή, δεν έχει το δικαίωμα να διορίζη ιερέα ή άλλον κληρικόν, όπως διε-ξάγη ή εποπτεύη Ιεροπραξίας εν τω κτιρίω της εκκλησίας ή να έχη εξουσίας τινας επ’ αυτής. Το δικαίωμα του διορισμού Ιερέως επιφυλάσσει δι’ εαυτήν μία πλειοψηφία της Γεν. Συνελεύσεως, ήτις δύναται να απαίτηση (παρά του Συμβουλίου της Κοινότητος) όπως παρακληθή η Πνευματική Αρχή της εκκλησίας και προτείνη Ιερέα δια διορισμού. Εάν εις απάντησιν της τοιαύτης αιτήσεως γίνη πρότασις προσώπου προς διορισμόν, και το προταθέν πρόσωπον διορισθή παρά της Γεν. Συνελεύσεως των μελών της Κοινότητος, τότε ό διορισμός ούτος θα δεσμεύη την εκκλησίαν.
3. Δικαίωμα τι (εάν ύπάρχη τοιούτον) του Αρχ. Ειρ. Κασσιμάτη δεν πρέπει να παραβλεφθή εφ’ όσον εκείνος δεν μετέχει της συμφωνίας.
4. Τα μέλη του εν ενεργεία Συμβουλίου δέον να παραιτηθώσι κατά την ημέραν της εκλογής του νέου Συμβουλίου.
5. Γενική Συνέλευσις των μελών θα συγκληθή το ταχύτερον. Κατ’ αυτήν θα γίνωσι δεκταί προτάσεις υποψηφιότητας δια νέον Συμβούλιον. Εκάστη πρότασις υποψηφιότητος δέον να υπογραφή τουλάχιστον παρά δέκα προτεινόντων μελών και του υποψηφίου.
6. Γενική Συνέλευσις δέον να λάβη χώραν εντός μηνός ή το πολύ εντός εξ εβδομάδων από της ημέρας της υποδείξεως των υποψηφίων. Κατά ταύτην θα εκλεγή το νέον Δ. Συμβούλιον, τα δε παρόντα μέλη δέον να παρακληθώσι και λάβωσιν αποφάσεις αι οποίαι θα αποτελέσωσι σύστασιν προς το Συμβούλιον ως προς την στάσιν ήτις δέον να τηρηθή εν σχέσει με τους κ.κ. Κνίτην, Δημόπουλον και Κασσιμάτην.
7. Δεν θα επιτροπή εις τους Μητροπολίτην Κνήτην, τον ιερέα Δημόπουλον και τον ‘Αρχ. Ειρ. Κασσιμάτην να λάδωσιν μέρος εις τας Συνελεύσεις.
8. Εάν ο αριθμός των υποψηφίων υπερβαίνη τον αριθμόν των μελών του Συμβουλίου, ήτοι τους 11, το νέον Συμβούλιον εκλέγεται δια μυστικής ψηφοφορίας, άλλως οι υποψήφιοι εκλέγονται δια 6οής. Δικαίωμα ψήφου εκ των Ορθ. ‘Ελλήνων έχουσι μόνον εκείνα τα πρόσωπα, άτινα είναι Έλληνες εκ γενετής ή είναι απόγονοι Ελλήνων και τα οποία επλήρωσαν την συνδρομήν των εις το ταμείον της εκκλησίας 14 ημέρας προ της υποδείξεως των υποψηφίων. Οικονομικά αρωγά μέλη θεωρούνται εκείνοι οι οποίοι επλήρωσαν σελ. 5 δι’ εγγραφήν και σελ. 6 ως τριμηνιαίαν συνδρομήν. Δέον να γίνη κατάλογος των μελών και να εγκριθή από αντιπροσώπους όλων των μερίδων.
9. Τα οικονομικά αρωγά μέλη (τακτικά) δέον να ειδοποιούνται εγγράφως επτά ημέρας προ εκάστης Συνελεύσεως. Αϊ Συνελεύσεις θα γίνωνται εις δημοσίαν αίθουσαν. Ο Πρόεδρος θα εκλέγεται δια της ψήφου της Συνελεύσεως.
10. Νέον Καταστατικόν θέλει καταρτισθή, κατόπιν συσκέψεως δικηγόρου και θα υποβληθή προς έγκρισιν (παραδοχήν) εις μεταγενεστέραν Γεν. Συνέλευσιν δεόντως συγκληθησομένην.
11. ‘Η εκκλησία συνεπώς θα εποπτεύεται και θα διοικήται σύμφωνα με τα αναθεωρηΒέντα και εγκριθέντα παρά των μελών άρθρα του Καταστατικού και όλα τα πρακτικά.
12. Το νέον Δ. Συμβ. θα καταβάλη αποζημίωσιν εις τον έτερον των δύο ιερέων, Δημόπουλον ή Κασσιμάτην, τον όποιον θα ήθελεν αναγνώριση ως ιερέα ή Κοινότης. Ο όρος ούτος δεν πρέπει να θεωρηθή ως νόμιμος αναγνώρισις δικαιωμάτων των ως άνω αναφερθέντων ιερέων.
13. Μετά την εκλογήν του νέου Συμβουλίου και την τακτοποίησιν του σχεδίου του νέου Καταστατικού οι όροι συμβιβασμού δέον να υποβληθώσι προς τον Attorney General προς έγκρισιν, και μετά την δοθησομένην έγκρισιν, θα διακοπή η δίκη».