«Η μητέρα μου δεν πέθανε από κορονοϊό αλλά από αδιαφορία και εγκατάλειψη».
Τη συγκλονιστική αυτή καταγγελία έκανε η ομογενής Κλαίρη Λούτα, για τον θάνατό της μητέρας της Φίλιας Ξυνιδάκη, που ήταν τρόφιμος του ελληνικού γηροκομείου της Αρχιεπισκοπής «Βασιλειάδα».
Όπως λέει με δηλώσεις της στην εφημερίδα The Age η κ. Λούτα, η μητέρα της μεταφέρθηκε από το γηροκομείο στο ιδιωτικό νοσοκομείο Bellbird Private όπου και κατέληξε μετά από λίγες εβδομάδες.
«Αρχικά και κατά λάθος έγραψαν στο πιστοποιητικό θανάτου ότι πέθανε λόγω κορονοϊού και, αργότερα, το διόρθωσαν και ζήτησαν συγγνώμη» είπε η κ. Λούτα.
«Η μητέρα μου», υπογράμμισε, «πέθανε από αδιαφορία».
Σύμφωνα με την ίδια, η μητέρα της, Φίλια Ξυνιδάκη, που έπασχε από άνοια, ήταν ικανοποιημένη στο γηροκομείο, μέχρι που ξέσπασε η πανδημία με αποτέλεσμα να πεθάνουν 44 από τους 120 τρόφιμους.
«Τότε οι αρμόδιες αρχές, πολιτειακές και ομοσπονδιακές, δεν προστάτεψαν τους ηλικιωμένους με αποτέλεσμα να πεθάνει από εγκατάλειψη η μητέρα μου» είπε η κ. Λούτα.
Μετά από πολλές πιέσεις την άφησαν να την δει στις 24 Ιουλίου για να της πουν ότι «θα πεθάνει». Όχι από κορονοϊό αλλά γιατί είχε πάθει αφυδάτωση, νηστική και χωρίς τα φάρμακά της.
Όλο το προσωπικό της «Βασιλειάδας» είχε παυτεί και η διαχείριση του ιδρύματος είχε ανατεθεί σε ιδιωτικές εταιρίες με αποτέλεσμα πολλοί τρόφιμοι να αφεθούν στην μοίρα τους.
Η κ. Λούτα «έβαλε τις φωνές» και μόνο τότε δέχθηκαν να μεταφέρουν την μητέρα της στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύθηκε επί 19 μέρες αλλά πέθανε ολομόναχη χωρίς να μπορεί να την δει κανείς. Μόνο ο επί 49 χρόνια σύζυγός της την είδε δυο φορές για 10 λεπτά.
Τώρα ο θάνατός της ερευνάται από τον ιατροδικαστή.
Για το βαρύ τίμημα που πληρώνει η ελληνική παροικία στον κορονοϊό μίλησε και στο πολιτειακό Κοινοβούλιο η ομογενής βουλευτής του Εργατικού Κόμματος, Κατ Θεοφάνους που αναφέρθηκε σε 135 Έλληνες της Μελβούρνης που πέθαναν από τον ιό.
Αναλυτικότερα, για την ομιλία της κυρίας Θεοφάνους, το δράμα που ζει η παροικία, αλλά και τις ευθύνες που επέρριψε, θα έχουμε στον «Νέο Κόσμο» της Δευτέρας.
